Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου

28/2/1959: Η πλειοψηφία των Ελλήνων βουλευτών απορρίπτει την πρόταση μομφής για τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου με 170 ψήφους υπέρ και 117.

«Η συμφωνία Αβέρωφ – Ζορλού οριστικοποιήθηκε στη Ζυρίχη, όπου έφτασαν οι Καραμανλής και Μεντερές και οι δύο υπουργοί τους…»

«Κύπρος 1954-1974: Από το Έπος στην Τραγωδία», Κώστας Χατζηαντωνίου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 79.

***

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης -Λονδίνου

Επιστρέφοντας από τη Ζυρίχη στην Αθήνα, ο Κ. Καραμανλής θα δήλωνε ότι η ημέρα εκείνη είναι «η ευτυχεστέρα της ζωής» του. Ο Μακάριος, παρά τις επιφυλάξεις του, εξέφρασε την ικανοποίησή του και έδωσε συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση. Όταν, όμως, την επόμενη διάβασε λεπτομερώς τα κείμενα (ως τότε η ενημέρωση ήταν προφορική), εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες. Την ίδια στιγμή, οι Βρετανοί για να εκβιάσουν και τη συναίνεση του Γρίβα, «έστελναν» ένα μήνυμα. Στο Λονδίνο, με δήθεν αφελές ύφος, ο Μακμίλαν αποκάλυπτε (στις 16 Φεβρουαρίου) στον Αβέρωφ ότι γνώριζαν πού κρύβεται ο Γρίβας: Σε αγρόκτημα έξω από τη Λεμεσό. Όμως, από τις 8 Φεβρουαρίου, ο Διγενής βρισκόταν ήδη στη Λευκωσία, γεγονός που δείχνει να το αγνοούσε ο Αβέρωφ που αιφνιδιάστηκε. Δε διευκρινίστηκε ποτέ αν επρόκειτο για απειλή ώστε να μην αντιδράσει ο Γρίβας στις συμφωνίες ή για προσπάθεια να εντοπιστεί, αν τυχόν ερχόταν σε επαφή μαζί του ο Αβέρωφ από το Λονδίνο.

Οι διαπραγματεύσεις είχαν ολοκληρωθεί, όταν οι δύο πρωθυπουργοί και οι αντιπροσωπείες των Ελληνοκύπριων υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και των Τουρκοκύπριων υπό τον Κιουτσούκ προσκλήθηκαν για την τυπική υπογραφή των συμφωνιών στο Λονδίνο. Ένα μυστηριώδες γεγονός παραλίγο να τινάξει στον αέρα τη συμφωνία, όταν το αεροπλάνο που μετέφερε το Μεντερές συνετρίβη κατά την προσγείωσή του και ο Τούρκος πρωθυπουργός τραυματίστηκε και σώθηκε ως εκ θαύματος (υπήρξαν 12 νεκροί), διότι είχε μετακινηθεί προς το πίσω τμήμα του αεροπλάνου. Ακόμη πιο παράδοξο ήταν το γεγονός ότι ο Μεντερές είχε προσκαλέσει τον Καραμανλή να συνταξιδεύσουν με το αεροπλάνο αυτό.

Η πενταμερής διάσκεψη που συνήλθε στο Λονδίνο από τις 17 Φεβρουαρίου, υπό την προεδρία του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Σέλγουιν Λόυντ, αντιμετώπισε ξαφνικά ένα απρόβλεπτο εμπόδιο. Ο Μακάριος, θέλοντας να διαπραγματευτεί έστω την ύστατη στιγμή, δήλωσε ότι δεν υπέγραφε τις συμφωνίες. Οργισμένος ο Καραμανλής απείλησε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα υπέγραφε μονομερώς και θα «τερμάτιζε την κυπριακή πολιτική της κυβερνήσεως». Είχε μάλιστα εξασφαλίσει σχετική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, πριν ξεκινήσει για το Λονδίνο. Η ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία που είχε συνοδεύσει το Μακάριο, τέθηκε προ τελεσιγράφου. «Ευρισκόμενη σε ένα πολυτελές στρατόπεδο συγκέντρωσης» (φράση του Charles Foley), μετά από αφόρητες πιέσεις της Αθήνας και ενώ αρχικά απέρριπτε τις συμφωνίες, τάχτηκε τελικά κατά πλειοψηφία υπέρ της υπογραφής των συνθηκών.

Οι εννιά συμφωνίες-ιδρυτικά κείμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπογράφηκαν στις 19 Φεβρουαρίου στο Λάνκαστερ Χάουζ, αφού την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή πριν ναυαγήσει η διάσκεψη, ήρθησαν οι επιφυλάξεις του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου. Ένας από εκείνους που μειοψήφισαν μεταξύ των μελών της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας, ο Τάσσος Παπαδόπουλος (επικεφαλής της ΠΕΚΑ – του πολιτικού σκέλους της ΕΟΚΑ), αφηγείται με επιστολή του στο Διγενή «το αίσχος της παρασκηνιακής δράσεως» της ελλαδικής αντιπροσωπείας που πέτυχε να συνταχθεί υπέρ των θέσεών της η ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία και σημειώνει εύστοχα ότι «η μάχη του συντάγματος έπρεπε να δοθεί στη Ζυρίχη και όχι στο Λονδίνο».

Οι συμφωνίες βάσει των οποίων καταστρώθηκε το κυπριακό σύνταγμα, προέβλεπαν τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας, ενιαίας και κυρίαρχης, αποκλειομένων τόσο της Ένωσης όσο και της διχοτόμησης. Το σύστημα διακυβέρνησης θα ήταν προεδρικό, με Ελληνοκύπριο πρόεδρο δημοκρατίας και Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, οι οποίοι θα είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας σε νόμους ή αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου και της Βουλής που αφορούσαν στην ασφάλεια, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Θα εκλέγονταν για μία πενταετία, με χωριστές εκλογές από την κάθε κοινότητα. Το δεκαμελές υπουργικό συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους. Από τις 50 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων οι Τουρκοκύπριοι θα λάμβαναν με ξεχωριστή ψηφοφορία τις 15, δηλαδή το 30%. Χωριστές κοινοτικές συνελεύσεις θα ρύθμιζαν τα στενά κοινοτικά (θρησκευτικά, πολιτιστικά, προσωπικά και εκπαιδευτικά) θέματα. Χωριστή πλειοψηφία απαιτούνταν για τη συνταγματική αναθεώρηση και τους νόμους που αφορούσαν στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, τους τελωνειακούς δασμούς, το καθεστώς των δήμων και τη φορολογία.

Η τουρκική μειονότητα του 18% ονομαζόταν επίσημα «κοινότητα» και λάμβανε το 40% των ανδρών των Ενόπλων Δυνάμεων, το 30% των Σωμάτων Ασφαλείας και το 30% των θέσεων στη δημόσια διοίκηση. Ένας από τους Αρχηγούς του Στρατού, της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής έπρεπε να είναι Τουρκοκύπριος. Θα υπήρχαν χωριστοί δήμοι στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις για μία τετραετία, μετά την οποία το θέμα θα επανεξεταζόταν. Μεικτή ελληνοτουρκική επιτροπή θα συνέτασσε με βάση όλα τα παραπάνω το κυπριακό σύνταγμα. Κάθε σύγκρουση αρμοδιοτήτων θα ρυθμιζόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα διέθετε ως πρόεδρο έναν ξένο δικαστή κοινής αποδοχής. Η σημαία του νέου κράτους θα ήταν ουδέτερης μορφής και επίσημες γλώσσες η ελληνική και η τουρκική.

Η Βρετανία διατηρούσε την κυριαρχία σε δύο ιδιαίτερα εκτεταμένες περιοχές, που θα αποτελούσαν στρατιωτικές βάσεις. Μετά από συνομιλίες που ακολούθησαν, οι βάσεις αυτές εντοπίστηκαν στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι και η έκτασή τους έφτασε τα 99 τετρ. μίλια (2,76% του κυπριακού εδάφους). Εξασφάλισε επίσης δικαιώματα χρησιμοποίησης 42 ακόμη σημείων – δηλαδή αεροδρομίων, λιμένων, ακρωτηρίων, δεξαμενών κ.λπ. Η ετήσια αποζημίωση που συμφωνήθηκε, σταμάτησε να καταβάλλεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία από το 1963, με πρόσχημα τη δια­κοινοτική διαμάχη. Με ένα σύγχρονο και πυκνό ηλεκτρονικό και επικοινωνιακό δίκτυο, η Κύπρος θα καθίστατο τα επόμενα χρόνια στρατηγικό κέντρο των βρετανικών και αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών (Καραβάς, Γερόλακκος, Τρόοδος). Άλλωστε, με απόρρητη συμφωνία, Καραμανλής και Μεντερές ομοφώνησαν να υποστηρίξουν την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, να δίνονται στρατιωτικές διευκολύνσεις στις ΗΠΑ και οι ίδιοι να παροτρύνουν την κυπριακή ηγεσία να απαγορεύσει κάθε κομμουνιστική δραστηριότητα.

Συνθήκη εγγύησης επιβεβαίωνε τη διατήρηση του διεθνούς καθεστώτος της Κύπρου, απαγορεύοντας την Ένωση και τη διχοτόμηση. Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία θα ήσαν εγγυήτριες δυνάμεις του συνταγματικού καθεστώτος, της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της νήσου, αλλά κάθε επέμβασή τους αν απειλούνταν η κυπριακή ανεξαρτησία, θα είχε αποκλειστικό σκοπό την αποκατάστασή της και θα γινόταν μετά από συνεννόηση μεταξύ τους. Συναπτόταν, τέλος, τριμερής συμμαχία Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, με κοινό επιτελείο που θα είχε έδρα την Κύπρο και στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών από την Ελλάδα (ΕΛΔΥΚ) και 650 από την Τουρκία (ΤΟΥΡΔΥΚ).

«Κύπρος 1954-1974: Από το Έπος στην Τραγωδία», Κώστας Χατζηαντωνίου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 79-81.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.