«Κόκκινο κουκούλι» | Βιβλιοπωλείο «Εκλογή»

Η συλλογή διηγημάτων «Κόκκινο κουκούλι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Βάσως Σπηλιοπούλου, προτεινόμενη στο βιβλιοπωλείο «Εκλογή» (Κομοτηνή).

[φωτογραφία άρθρου: @eklogi_bookstores (Instagram)]

 

 

***

Για το βιβλίο

Κουκούλιπερίβλημα και χώρος προστασίας, όπου αναπτύσσεται η κάμπια ενός εντόμου και μετατρέπεται σε χρυσαλλίδα, για να εκκολαφθεί στο τέλος ως ένα πλήρως αναπτυγμένο ενήλικο έντομο, το ακμαίο. Όπως η πεταλούδα, που από ένα άχαρο πλάσμα καταλήγει στην εντυπωσιακή χορεύτρια των αιθέρων. Εκτός και αν, προβλήματα διαφόρων ειδών αναστείλουν την ανάπτυξή της.

Κόκκινο κουκούλι ή οικογενειακό καμίνι – το δυστοπικό περιβάλλον μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, που αντί να προστατεύει, να θρέφει, να βοηθά στην υγιή ανάπτυξη των μελών της, εγκλωβίζει σε ρόλους που εμποδίζουν την ωριμότητα, τραυματίζει —καμιά φορά ανεπανόρθωτα—, οδηγεί σ’ εθισμούς.

Κόκκινο κουκούλι και η παθολογική νοσταλγία, όταν οι μνήμες φυλακίζουν σε μια χαμένη νιότη, έναν έρωτα ή ένα γάμο τελειωμένο και το άτομο προσκολλάται στο παρελθόν χάνοντας το παρόν.

 

 

***

Για τη συγγραφέα

Η Βάσω Σπηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και, ταυτόχρονα, θέατρο στη θεατρική σχολή Σταυράκου. Τη διετία 2000-2002, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα του Καποδιστριακού, στο τμήμα «Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη». Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Το Μάιο του 2019 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Ιωλκός, το μυθιστόρημά της Ασύμβατες διαδρομές. Το Κόκκινο κουκούλι είναι το δεύτερο βιβλίο της.

 

 

***

 
Αποψίλωση ονείρου
————

Τα μάτια της άνοιξαν στο σκοτάδι και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Από άσχημο όνειρο, ίσως κι όχι· στο νου της το σακατεμένο σπίτι, τα λειψά παράθυρα, η παραβιασμένη πόρτα.

«Δεν έπρεπε να πάω» ψιθύρισε κι ανακάθισε στο στρώμα, γυρνώντας τα πόδια της στο πλαϊνό του κρεβατιού.

Άναψε το χαμηλό φως του πορτατίφ και φωτίστηκε το εσωτερικό των μηρών της, το χλωμό άτονο δέρμα, οι λεπτές, σαν από ύφασμα, πτυχώσεις του. Κρύωνε και φόρεσε πιτζάμες. 04.30 η ώρα το πρωί, μα είχε ξαγρυπνήσει και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ.

«Δεν έπρεπε να πάω» ξανάπε κι η σκέψη της γυρό­φερνε το εξοχικό.

Χρόνια τώρα μετρούσε τις απώλειες, σ’ ένα σκηνικό που έγδυναν επιτήδειοι∙ άντρες, γυναίκες, ντόπιοι ή αλλοδαποί, νύχτα ή μέρα, χειμώνες, καλοκαίρια.

Σαν να τους έβλεπε μπροστά της. Μπαίνουν στο χώρο· το φως του φακού ανοίγει φωτεινούς διαδρόμους στο σκοτάδι, χτυπά στις επιφάνειες, σχηματίζοντας τρεμάμενες λαμπερές στάμπες. Κυκλοφορούν σαν σκιές ανάμεσα στους σκοτεινούς όγκους, σκοντάφτουν, κλοτσούν, βρίζουν μέσ’ από τα δόντια τους. Διαλέγουν, φορτώνουν σε οχήματα, φεύγουν σαν νοικοκυραίοι.

Έρχονται και ξανάρχονται. Οι ίδιοι ή άλλοι. Σηκώνουν καρέκλες, κομοδίνα και μικροαντικείμενα, το κομό με τον καθρέφτη, το βυσσινί καναπέ, το διπλό κρεβάτι.

…Τα κορμιά αγκαλιάζονταν με λαχτάρα…

Κάποτε οι δυο τους αψηφούσαν το κρύο κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα και τα καλοκαίρια ξάπλωναν γυμνοί σ’ άσπρα σεντόνια, με τη γεύση της αρμύρας από ιδρώτα και θάλασσα. Τα κορμιά αγκαλιάζονταν με λαχτάρα· χέρια, μηροί, δάχτυλα, μπλέκονταν, οι παλάμες έσφιγγαν, χάιδευαν, χτυπούσαν τη δροσερή σάρκα. Τα δόντια άφηναν σημάδια, οι ρυθμοί πάλευαν να εναρμονιστούν, ανάσες κοφτές, κραυγές, τρόμαζε το γεράκι στη ροδιά έξω απ’ το παράθυρο, φτερούγιζε μακριά.

Περπατούσαν στο δάσος, έκαναν σχέδια για το μέλ­λον και κάθε άνοιξη αυτή μάζευε αγριολούλουδα. Τις νύχτες πλάγιαζαν ήσυχα, χωρίς κλειδιά πίσω απ’ τις πόρτες. Ακούγονταν τα στριγκλίσματα των φρένων καθώς τα φορτηγά κατηφόριζαν στην παλιά εθνική, ακούγονταν τα αγκομαχητά τους στην ανηφόρα κι αυτοί κοιμόνταν βαθιά, το ένα κορμί ταιριασμένο στο άλλο.

 

Το πρωί, στο τραπέζι της βεράντας μοσχοβολούσε ο καφές και άχνιζαν οι λουκουμάδες…

Το πρωί, στο τραπέζι της βεράντας μοσχοβολούσε ο καφές και άχνιζαν οι λουκουμάδες. Όσο ζούσε η μητέρα της, τους έφτιαχνε εκείνη. Καμιά φορά την παρακολουθούσε που ανακάτευε το μείγμα κι έριχνε τη ζύμη λίγη λίγη στο καυτό λάδι. Καλοντυμένη και περιποιημένη πάντα, με τα αρώματα και τα στολίδια της.

«Δεν τα βγάζεις ποτέ τα δαχτυλίδια, ε;» σχολίασε μια μέρα κι η μάνα της γύρισε, την κοίταξε σοβαρή.

«Στα γεράματα τα θέλεις τα χρυσά» αποκρίθηκε. «Τραβάνε τα βλέμματα από τις σκούρες κηλίδες και τις ζάρες. Μην κοιτάς εσύ, είσαι νέα».

Ναι, ήταν νέα. Και το σπίτι ήταν ακέραιο, λουσμένο στον ήλιο, με τα κόκκινα τούβλα του, την κεραμοσκεπή, το κιόσκι και τις ανθισμένες κουτσουπιές του. Με φωνές, γέλια, μουσικές, αέρα γεμάτο μυρωδιές και το κρασί να τρέχει κατακόκκινο απ’ το βαρέλι στη γυάλινη καράφα. Όταν έπεφτε ο ήλιος, έστεκε σιωπηλό κάτω από τ’ άστρα, τυλιγμένο στο φως του φεγ­γαριού.

Έτσι το κουβαλούσε στη μνήμη της. Μ’ όσα περι­είχε στους διάφορους χρόνους και τα στάδια της ύπαρξής του, τις μεταμορφώσεις του από όταν σκάφτηκαν τα θεμέλια έως ότου εξοπλίστηκε πλήρως, τους ανθρώπους που πέρασαν από κει και τις στιγμές που βιώθηκαν, άθικτα στο μυαλό της μέσα, σαν σε άθραυστο κουκούλι προφυλαγμένα.

Λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα κι ας είχε ανατραπεί η ζωή της. Ας μην ήταν τίποτα πια το ίδιο. Χωρίς εκείνον, η μοναξιά στην εξοχή μεγεθυνόταν, το σκοτάδι πύκνωνε περισσότερο, οι ήχοι έμοιαζαν απειλητικοί. Τα σκυλιά αλυχτούσαν μακριά και πεταγόταν από τον ύπνο αλαφιασμένη. Το εξοχικό βρισκόταν κοντά στο δάσος, εύκολος στόχος και το άνοιγαν κάθε τόσο. Με τον καιρό έπαψαν να το κατοικούν κι έρχονταν όλο και πιο σπάνια.

 

[…]

 

«Κόκκινο κουκούλι», Βάσω Σπηλιοπούλου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 51-55.

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.