«Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές» | Ποίημα

Ποίημα από τη συλλογή «Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023) του .

*

Ομολογημένος δειλός

Ομολογημένος δειλός
έψαχνα πώς
κάτι να βάλω ανάμεσα
από σένα και τις λέξεις.
Μα σαν δρασκέλιζες
μ’ αυτές τις ωμοπλάτες αγκύλες,
συμπληγάδες αυλόπορτες
και παρενθέσεις,
σαν έβγαινες σεργιάνι στον ντουνιά,
πού να κρυφτείς!
Του κόσμου όλα τα θαυμαστικά
σ’ έπαιρναν στο κατόπι,
το σχήμα σου φανέρωναν.

 

«Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές», , εκδ. Ιωλκός, σελ. 50

 

 

***

Για το βιβλίο

Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές, δίνοντας ώθηση στις εικόνες των ονείρων, στις αναμνήσεις, στις ψευδαισθήσεις. Η μνήμη, η πίστη, η θλίψη, μπορούμε να πούμε πως συμμετέχουν πιστά στη διεργασία αυτή. Ξαγρυπνούν οι αφορμές κάποιες φορές, άλλοτε ερωτευμένες, άλλοτε απογοητευμένες, μα πάντα τέλειες συλλέκτριες των δώρων της καθημερινότητας. Ενίοτε ο δημιουργός, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, μαζί τους ξαγρυπνά κι αυτός. Κι εκεί, στις άκρες των δαχτύλων, προς το ξημέρωμα, κάποιες φορές φυτρώνει άνθος.

 

 

***

Για τον συγγραφέα

 

Ο Βασίλης Μπότσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρέβεζα, όπου και κατοικεί. Σπούδασε νομική, είναι μέλος του Δ.Σ. Πρέβεζας κι εργάζεται ως δικηγόρος. Το 2019 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Στο χείλος του φωτός από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πρεβεζάνικα Χρονικά και Εμβόλιμον, καθώς επίσης και στους ιστοτόπους poiein.gr, bibliotheque.gr και varelaki.blogspot.com. Το βιβλίο Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή.

 

 

*

 

Κάπως σαν χελιδόνι

Αποφόρια απαγχονισμένα οι στιγμές
που μες στα χρόνια περπάτησαν μαζί.
Τα ίχνη των πελμάτων τους όλα
σταματούν μπρος σ’ αυτήν εδώ την ντουλάπα.
Μέσα φθαρμένοι αγκώνες και μανίκια πια.

Κάποτε, σαν τα δυο της φύλλα άνοιγες,
άνοιξη την έλεγες, τη μύριζες
και σε γωνιές και σε παπλώματα.
Προκοπή και ζυμωτό ψωμί στο σπίτι,
στην κουζίνα τα φιλιά να φέρουν ίχνη
πασπαλισμένα από αλεύρι του χιονιού.
Τώρα, απ’ τα δυο της φύλλα ξέφτια ξεπηδούν,
βραδυφλεγείς των ανθών οι κάλυκες.
Κάποτε, σαν άνοιγες, εκπυρσοκροτούσαν
τα χρώματα, οι μυρωδιές τους.
Τώρα και σέπαλα και πέταλα παραδομένα,
άφησαν κάτω μολύβια, κασετίνες και μπογιές,
ανυπόφορα έλκη —αφρόντιστα— κουβαλούν,
τα χέρια τους στο πάτωμα κρεμούν,
αδυνατούν να παραδώσουν ζωγραφιές.
Έξω ίσως άνοιξη, μα πίσω από τα δυο της φύλλα,
μέσα σε δύο καρδιές, αποφόρια ξεφτισμένα,
το ένα δίπλα στ’ άλλο, δίχως σημάδια πια ζωής,
κείνται στοιβαγμένα.

 

Γύρισαν οι εποχές. Όταν, άνοιξη πάλι,
εκείνη έστριψε στη γωνιά του δρόμου
κι άνοιξε βήμα προς το μέρος του γοργό,
είπε μέσα του:
«Γύρωθεν κι εν όλω σαν βαμβάκι,
από μέσα σαν τηγάνι και στη γλώσσα σαν ψαλίδι».

 

«Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές», , εκδ. Ιωλκός, σελ. 12-13

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.