5/3/1953: Αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 73 ετών, ο Ιωσήφ Στάλιν, ηγέτης της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ και διάδοχος του Λένιν.
***
Ήταν μετά το περίφημο 20ό συνέδριο του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με τη φοβερή εισήγηση του Νικήτα Χρουστσόφ, τις φοβερές καταγγελίες για τα εγκλήματα του Ιωσήφ Στάλιν και την απαρχή μιας εκτεταμένης «αποποίησης», που, παραδόξως για τη χώρα αυτή, δεν υπήρξε αιματηρή όπως όλες οι –κάθε λογής– προηγούμενες εκκαθαρίσεις. Τότε, λοιπόν, το 1960, το περιώνυμο Πρεζίντιουμ, στο όνομα αυτής της «αποσταλινοποίησης» αποφάσισε να αλλάξουν όνομα καμιά εικοσαριά πόλεις της αχανούς Σοβιετικής Ένωσης που είχαν βαφτιστεί με το όνομα του Στάλιν – χώρια τα εκατοντάδες εργοστάσια, υδροηλεκτρικά φράγματα, γέφυρες και ό,τι άλλο μπορεί να φαντασθεί κανείς… Τότε λοιπόν, στη μανία και στο αποκορύφωμα αυτής της αναγκαστικής, αλλά και αναγκαίας, όπως φαίνεται, αποσταλινοποίησης, χρειάσθηκε να αλλάξει όνομα και το περίφημο, το μοναδικό Στάλινγκραντ – την πόλη του Στάλιν (αυτό θα πει Στάλινγκραντ) όπου το Φεβρουάριο του 1943, σε μια έξαρση φοβερού ρωσικού πατριωτισμού, μιας μάχης ζωής και θανάτου, υπέρ βωμών και εστιών, αλλά και έξυπνης στρατηγικής, οι Σοβιετικοί περικύκλωσαν και κατέστρεψαν μια ολόκληρη χιτλερική στρατιά, την 6η – η απαρχή της γερμανικής ήττας, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνώνυμο της υπεράνθρωπης ανδρείας, ενός ηρωισμού χωρίς μέτρο και της πρώτης σοβιετικής νίκης, ύστερα από 20 μηνών πόλεμο, το Στάλινγκραντ ξαφνικά εξαφανίστηκε από τους χάρτες…
Αυτό το σύμβολο της ανδρείας, της περιφρόνησης του θανάτου, του πέρα παντός ορίου ηρωισμού, μετονομάσθηκε σε άχρωμο Βολγκογκράντ, όπως λεγόταν πριν από το 1913, όταν ο σταλινισμός και η δουλική προσωπολατρία το μετονόμασαν σε Στάλινγκραντ. Ακόμη και ο ισχυρότερος ηγέτης, σε όποια άλλη χώρα, δε θα τολμούσε να σβήσει ουσιαστικά τη σελίδα εκείνης της φοβερής (και νικηφόρας) μάχης του 1943. Το αποτόλμησε, όμως, ο Νικήτα Χρουστσόφ… Σημείο όχι των καιρών, αλλά μιας παράδοξης μοιρολατρίας που χαρακτηρίζει αυτόν τον, κατά τα άλλα, φιλικό, ανθρώπινο, ζεστό λαό. Και υπήρξε τότε ένα σπαρακτικό σκίτσο, που έδειχνε έναν Ρώσο ανάπηρο, χωρίς πόδια, μέσα σε ένα αναπηρικό καρότσι να κοιτάζει το μισοκατεστραμμένο, ακόμη τότε, Βολγκογκράντ και να λέει: «Μα πού, σε ποια πόλη, σε ποια μάχη, έχασα εγώ τα δυο μου πόδια;».
«Πώς δενόταν το ατσάλι, Τα πικρά, μεγάλα, ωραία χρόνια»,
Αγαμέμνων Φαράκος, εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 265-266.