Η συλλογή διηγημάτων «Ο ήχος της βροχής» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελευθερίας Παπασημάκη, στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» (Σταδίου).
***
Για το βιβλίο
***
Για τη συγγραφέα
Η Ελευθερία Παπασημάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα με την οικογένειά της. Ξεκίνησε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία ποιήματα και μικρά αφηγήματα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ο ήχος της βροχής είναι το πρώτο της βιβλίο.
***
Τα χρώματα της μνήμης
Ξημερώματα μιας μέρας. Η πλατεία σηκώνει τα σκούρα της και στις γωνιές της απλώνεται γαλάζιο χρώμα, λίγο νυσταγμένο, λίγο μοβ, λίγο σαν την πρώτη πινελιά ενός ζωγράφου — ενώ ουσιαστικά είναι η τρίτη στρώση μπογιάς. Η πρώτη και η δεύτερη αποτελούν τα νήματα, το βάθος, τη σκέψη, ακόμα και την ύπαρξη αυτής καθ’ αυτής της πλατείας. Στο τέλος, υπερισχύει το νυσταγμένο γαλάζιο, ώστε να ξεχωρίσει την επερχόμενη μέρα από το απερχόμενο βράδυ. Και από τις σκοτεινές διαδικασίες του.
Το βράδυ τα πινέλα τριγυρίζουν σε χρώματα σκούρα. Μετά προσπαθούν να τινάξουν το σκληρό τους πρόσωπο σε βάζα με νέφτι. Στην πλατεία εμφανίζονται κλοσάρ και σκυλιά που χασμουριούνται στη συνέχεια των σιωπηλών αλυχτισμάτων τους.
Το γαλάζιο χρώμα απλώνει, αρχίζει να φωτίζει ο καμβάς περισσότερο και ο δημιουργός της πλατείας αφήνει να φανεί ένα πράσινο λινό φόρεμα με μικρά λευκά λουλουδάκια στο ντεσέν του. Κάθεται νωχελικά σε ένα παγκάκι, δίπλα στον πάγκο ενός κουλουρτζή που σε λίγη ώρα θα πάρει τη θέση του και μετά θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτό το φόρεμα, θα έχει σκεπαστεί από τα πινέλα με τις μπογιές, θα χαθεί με αγωνία.
Το νωχελικό κάθισμα του φορέματος αφήνει να φανούν εκείνα τα πόδια με τα λευκά παπούτσια φορεμένα στην άκρη τους και μια ελιά κατάμαυρη στη μέση της γάμπας. Προσηλώνομαι στην ελιά, θέλω να την πιάσω, να τη μυρίσω, να την αγγίξω με τα χείλη μου, να την κατακτήσω, να την καταλάβω, να καταλάβω αν πάλλεται κι αν φοβάται — όχι, δε θα την πλησιάσω με τα δόντια, φοβάμαι και τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ματώσει, δεν μπορώ άλλωστε τα αίματα.
Τα μπράτσα απλώς στηρίζουν τον κορμό. Κι έτσι ξαφνικά ένα σύννεφο σκούρων μαλλιών απλώνεται και γεμίζει το βλέμμα μου. Σκούρα μαύρα μαλλιά. Πολύ σκούρα. Σε λευκό δέρμα. Σκούρα μαλλιά σε λευκό δέρμα απλωμένα. Το πρόσωπο, ακόμα ανύπαρκτο στη μνήμη μου, στρέφεται και το μόνο που διακρίνω είναι τα σκούρα μαύρα μάτια, η πρώτη πινελιά, η πρώτη μπογιά. Μόνο αυτά. Μόνο τα σκούρα μάτια κάτω από ανύπαρκτα φρύδια. Αν συνεχίσω έτσι δε θα μπορέσω να δω όλο το ξημέρωμα, θα σηκωθώ και θα φύγω γεμάτος ενοχές, που δεν πήρα την ελιά στο στόμα μου, που δεν μπόρεσα να γεμίσω με το σπέρμα μου το εσωτερικό του φορέματος.
Θα μείνει η πλατεία σκούρα τελικά. Το αισθάνομαι, πάλι γεμίζει μούδιασμα η καρδιά μου, αρχίζουν οι παλμοί και ανεβαίνουν, τα βλέφαρα μισανοίγουν, άσπρος σοβάς —σκληρό πράγμα— περιχύνεται παντού, στον πάγκο του κουλουρτζή, στο πράσινο φόρεμα με τα λευκά λουλουδάκια στο ντεσέν του, στα πόδια με τα λευκά παπούτσια φορεμένα στην άκρη τους, στην ελιά, στα μπράτσα και εκείνα τα σκούρα μαύρα μαλλιά και μάτια χάνονται ολοκληρωτικά.
«Ο ήχος της βροχής», Ελευθερία Παπασημάκη, εκδ. Ιωλκός, 2023, σελ. 11-13