Ποίημα της Ελένης Βαρθάλη, από τη συλλογή της «Χρονολισθήσεις» (εκδόσεις Ιωλκός, 2020), παρουσιάζεται στο «Περί ου».
***
Οι δρόμοι
Εκεί που ζει εφησυχασμένος ο άνθρωπος,
ξεστρατίζει μεμιάς ο στοχασμός του
απ’ την άμετρη αυταρέσκεια της παντοδυναμίας του
και γίνεται όλος πνεύμα.
*
Κι έτρεχα μικρό παιδί ακόμη τραβώντας το φουστάνι
της κουρασμένης μάνας μου κι έλεγα:
«Πρέπει να βιαστούμε μητέρα, πρέπει να βιαστούμε,
αλλιώς θα φύγουνε τα χρόνια μας τόσο θολά
και ανεξήγητα…».
*
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε ο επόμενος
κι ένιωθα να με καταδιώκουν οι εποχές
γνωρίζοντας πως είχα τόσα πράγματα να διεκπεραιώσω
διακινδυνεύοντας ένα τίποτα,
έτσι που συχνά στον ύπνο μου διέπραττα όνειρα τολμηρά,
καθώς στεκόμουν στην άκρη των δρόμων
με μια βαλίτσα στο χέρι, ρωτώντας τους περαστικούς
για άλλους τόπους μακρινούς, που τόσο γλαφυρά
μού μιλούσαν επάνω στους χάρτες κι όταν
αργότερα ξυπνούσα, έπαιρνα όρκο πως μία απ’ αυτές τις μέρες
θα αναχωρούσα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
***
Χρονολισθήσεις
***
Τα χέρια
Κάπου, κάποτε, τα χέρια
ρημάζουν,
σαν γυμνά κλαδιά ξεκολλούν απ’ το σώμα,
ηττημένα απ’ τη ρίζα τους
με φλούδα κρύσταλλο
στο φως δεν ξημερώνουν.
Κάπου, κάποτε, τα χέρια
αποδημούν
ψαλιδίζοντας τους φράκτες
που μόνωσαν τον ουρανό,
πετάνε ξυστά στο ανεκπλήρωτο
κι αναλίσκονται σε σύννεφο
αποθηκεύοντας αιώνες βροχής.
Άλλοτε συνέρημα τα χέρια
πλην ευδαιμονικά
στις άκρες ανεγερμένων τόπων
αναγαλλιάζουν
τρεμοπαίζοντας μικρά μικρά φωτάκια
για να μη χάνεται η θάλασσα
και η μνήμη που εμβόλισε
τα έρματα του ανθρώπου.
«Χρονολισθήσεις», Ελένη Βαρθάλη, εκδ. Ιωλκός, σελ. 60