Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο | Κουτρουμάνη, Νάγια

Η συλλογή διηγημάτων της Νάγιας Κουτρουμάνη, «Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο», προτείνεται στην εφημερίδα «Το Παρόν».

***

Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο

Δώδεκα ιστορίες για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που σαν μυθικό τέρας απλώνει τα πλοκάμια του γύρω, αγνοώντας τους φυσικούς κανόνες που διέπουν το σύμπαν.

Η αναζήτηση του μάταιου έρωτα γίνεται εμμονή για τους ήρωες. Οι φαντασιώσεις τους καθημερινότητα. Η καθημερινότητά τους καλλιεργεί την αμφιβολία για το τι υπάρχει πραγματικά. Ακόμη και για το αν υπάρχουν αυτοί οι ίδιοι. Τα πάντα φωτίζονται κάτω από ένα στρεβλό φως σε μια αυταπάτη του χώρου, του χρόνου και της σάρκας.

Εντέλει δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο έρωτας που παίρνει τις ψυχές στον άλλον κόσμο.

***

Διήγημα: Underground

 

Ήταν απόγευμα, όταν με έθαψαν. Προσπάθησα να πάρω όσες περισσότερες ανάσες μπορούσα, αλλά τα χώματα με σκέπασαν και βυθίστηκα στο σκοτάδι. Έπειτα άρχισε να βρέχει. Το νερό κυλούσε γύρω μου, πάνω μου, μέσα μου. Μου μιλούσε.

«Μην ανησυχείς, γλυκέ μου. Γρήγορα θα ξαναδείς το φως».

Ναι, καλά. Δεν ήθελα τέτοιου είδους παρηγοριές. Ήμουν θαμμένος για πάντα σ’ έναν αποπνικτικό τάφο, χωρίς ελπίδα, μέσα σε μια ησυχία που με τρέλαινε.

Είπα «ησυχία»; Λάθος! Τώρα που αχρηστεύτηκε η όραση και οξύνθηκε η ακοή, κατάλαβα ότι ένα σωρό πράγματα συνέβαιναν εδώ κάτω. Πρώτα ήταν αυτό το συνεχές ποδοβολητό. Εκατομμύρια μυρμήγκια έσκαβαν κατακόμβες, μετέφεραν πολεμοφόδια, ικανοποιούσαν τη βασίλισσα. Μετά ήταν εκείνο το σύρσιμο από τα σκουλήκια που έψαχναν να βρουν τροφή. Έψαχναν να βρουν εμένα. Και μετά ήταν κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, κάτι που ερχόταν από μέσα μου. Σαν να πρηζόμουν, σαν να έσκαζε το δέρμα μου. Μια ασθένεια του σκοταδιού. Η αρρώστια των φυλακισμένων.

Κάθε μέρα άκουγα φωνές από τον κόσμο πάνω από τα χώματα. Πατούσαν πάνω από τον τάφο μου με τις βαριές τους γαλότσες και γέλαγαν. Τα γουρούνια! Θα ’θελα να ξέρω τι θα έκαναν αν βρίσκονταν στη θέση μου. Η μόνη ευχάριστη ώρα ήταν το δροσερό νερό της βροχής που με μούσκευε ως το κόκαλο και μ’ έκανε να αισθάνομαι ακόμα ζωντανός. Και η φωνή του, βάλσαμο στη σκοτεινή μου ύπαρξη:

«Γρήγορα θα δεις το φως. Λίγες μέρες απομένουν».

Τις ατέλειωτες ώρες που έκανα διάλογο με τον εαυτό μου αναρωτιόμουν, τι στο διάολο έκανα και μου άξιζε μια τέτοια τιμωρία. Ακόμα και δολοφόνος να ήμουν, θα με κάθιζαν στην ηλεκτρική καρέκλα και όλα θα τέλειωναν σε μια στιγμή. Αυτό το μαρτύριο, όμως, δεν είχε τέλος. Δεν υπάρχει χρόνος μέσα στο σκοτάδι της γης.

Τότε ήταν που άκουσα τη φωνή. Ένα κοριτσίστικο κλάμα που ερχόταν από δεξιά μου. Κάποια άλλη ψυχή ήταν θαμμένη εκεί. Ίσως πιο βαθιά, ίσως πιο σκοτεινά. Μήπως έπρεπε να ευχαριστώ το Θεό που υπήρχαν και χειρότερα;

«Είναι κανείς εκεί;» φώναξα. Απόλυτη σιωπή. «Μ’ ακούτε; Σας έχουν θάψει κι εσάς;».

Ένα πνιχτό νιαούρισμα ακούστηκε. Τέντωσα τ’ αυτιά μου.

«Βοήθεια!» φώναξε καθαρά τώρα μια γυναίκα. «Μ’ ακούει κανείς;».

«Ναι, σας ακούω!» ούρλιαξα με λαχτάρα. «Δεν είστε μόνη. Είμαι κι εγώ εδώ. Δίπλα σας».

Κι αυτό το «δίπλα σας» μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω να ελπίζω. Γιατί τώρα έπρεπε να είμαι διπλά δυνατός και για κείνη.

«Το δέρμα μου» κλαψούρισε. «Σκάει το δέρμα μου!».

«Μην ανησυχείτε. Συμβαίνει αυτό. Πρέπει να κάνετε υπομονή. Άκουσα ότι σε λίγες μέρες θα μας βγάλουν!». Προσπάθησα να κάνω τη φωνή μου όσο πιο καθησυχαστική, σαν να πίστευα κι εγώ στις φήμες. «Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να μην κουνιέστε, ώστε να μην καταλάβουν τα σκουλήκια ότι βρίσκεστε εκεί. Καταλάβατε; Είναι μόνο θέμα χρόνου. Κρατηθείτε!».

Ήξερα ότι της είχα δώσει ελπίδες. Δεν έκλαιγε πια. Πόσο θα ’θελα να μπορούσα να τη δω. Να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Αλλά το χώμα ήταν πυκνό κι εγώ τρομερά αδύναμος.

Η βροχή έπεσε λυτρωτικά επάνω μου.

«Αύριο» μου ψιθύρισε. «Αύριο, βγαίνεις. Μια βραδιά ακόμη».

Αχ και να είχε δίκιο!

«Θα βγει κι εκείνη;» ρώτησα, αλλά απάντηση δεν πήρα.

«Μ’ ακούτε;» της φώναξα. «Βγαίνουμε αύριο. Δεσποινίς;…».

Τίποτα. Εκτός από ένα θόρυβο που ερχόταν από τα σαγόνια της κόλασης. Ένα σκουλήκι έτρωγε κάτι που βρισκόταν στα δεξιά μου. Όχι, δεν ήταν δίκαιο! Δεν μπορούσε να χαθεί έτσι η μοναδική μου αγάπη…

Δαγκώθηκα, σφίχτηκα, κόκαλα και μύες πόνεσαν τόσο που μου κόπηκε η αναπνοή κι άφησα μια κραυγή, που είμαι σίγουρος ότι τα γουρούνια επάνω το άκουσαν και τους κόπηκε το γέλιο.

Και τότε έσκασα. Ένα πράσινο υλικό βγήκε από το δέρμα μου και σαν στήλη προχώρησε προς τα πάνω με ορμή. Ήταν απίστευτο. Αντί να πεθαίνω, ψήλωνα. Πετάχτηκα πάνω απ’ το χώμα. Μόνο μερικά εκατοστά. Όμως, έβλεπα και πάλι τον ήλιο. Ένα χέρι με άγγιξε.

«Κοίτα, μπαμπά, βγήκε το πρώτο φασόλι!».

Θεέ μου, ήμουν φασόλι! Ποτέ δε θα πήγαινα σχολείο, δε θα παντρευόμουν, δε θα είχα σκύλο ή αυτοκίνητο, δε θα περνούσα τα κυριακάτικα πρωινά καθισμένος στο σαλόνι να διαβάζω εφημερίδα.

Κοίταξα το λιβάδι γύρω μου. Όπου να ’ναι θα έσκαγαν και τα άλλα φασόλια. Εκτός από το φασόλι στα δεξιά μου. Αυτό δεν είχε τύχη. Τουλάχιστον, σκέφτηκα, πέθανε χωρίς να μάθει. Ποιος ξέρει; Ίσως και να ήταν το πιο τυχερό απ’ όλα μας…

 

*. Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή της Νάγιας Κουτρουμάνη, «Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο», εκδόσεις Ιωλκός, 2021.

Πηγή | Copyright: Ologramma | Εκδόσεις Ιωλκός

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.