Ταξίδι στο φούρνο | Χριστίνα Ιωάννου

Κριτκή της Τώνιας Τζιρίτα Ζαχαράτου για τη συλλογή διηγημάτων «Ταξίδι στο φούρνο» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), της Χριστίνας Ιωάννου, στο περιοδικό «Φρέαρ» (τεύχος 9).

 

Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου
Απόπειρες χιούμορ στον ορίζοντα της μεταμοντέρνας νοσταλγίας
 
Χριστίνα Ιωάννου, Ταξίδι στο φούρνο, Ιωλκός, Αθήνα 2022.

 

Όταν εισερχόμαστε στον χώρο της λογοτεχνίας, είμαστε σε θέση ετοιμότητας για να ξεβραστούμε σε διαφορετικές πραγματικότητες. Με αυτήν την παραδοχή κατά νου εξετάζω τις όψεις της πραγματικότητας στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της Χριστίνας Ιωάννου, Ταξίδι στο φούρνο. Από τη μία πλευρά, οι ιστορίες της συλλογής εγγράφονται στη ρεαλιστική παράδοση του νεοελληνικού διηγήματος. Πρόκειται για έναν ρεαλισμό ο οποίος αφενός συνδυάζει ηθογραφικά κι αστυγραφικά στοιχεία, κι αφετέρου παρουσιάζει μια ροπή προς τη δραματοποίηση του εγώ και τη δημιουργία ψυχογραφικών πορτρέτων. Σε αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής συναντάμε τους χαρακτήρες να περιπλανιούνται σε μια Αθήνα μισοπραγματική-μισοαλιευμένη από τις σελίδες του Χρήστου Βακαλόπουλου καπνίζοντας στα μπαρ των Εξαρχείων ή στους παλιούς κινηματογράφους της Κυψέλης, ενώ σε άλλα τους βρίσκουμε να επεκτείνονται προς την ελληνική επαρχία ή να μεταναστεύουν πρόσκαιρα στη Γαλλία.

Όσο για τα ψυχογραφικά στοιχεία, διαπιστώνει κανείς εξαρχής την προτίμηση της συγγραφέως για την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τις τεχνικές του εσωτερικού και του αφηγημένου μονολόγου. Είναι σχεδόν σαν να βρίσκεται σε μια προσπάθεια να καταργήσει την απόσταση ανάμεσα στην ίδια, τους αφηγητές και τους χαρακτήρες της. Όμως, η ταυτόχρονη χρήση της αυτοαναφορικότητας, δηλαδή της τάσης των διηγημάτων να εκθέτουν τις συμβάσεις της δόμησής τους, δεν μας αφήνει να υποκύψουμε ούτε σε εύκολες ταυτίσεις ούτε στη ρεαλιστική ψευδαίσθηση. Η συγγραφέας δεν παύει στιγμή να μας υπενθυμίζει ότι βρισκόμαστε μέσα σε μια μυθοπλασία, ενώπιον των επινοήσεων της, κι είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε πόσο θα αφεθούμε στη γοητεία τους ή πόσο αυθαίρετες θα τις θεωρήσουμε.

Ποιητική της ανατροπής

Ωστόσο, είναι η άλλη όψη του βιβλίου που με συναρπάζει περισσότερο· αυτή που παραμορφώνει και διαστρέφει προσεγγίζοντας τα διηγήματα σ’ ό,τι η Κατερίνα Κωστίου ορίζει ως ποιητική της ανατροπής ή αλλιώς της υπονόμευσης. Οι ιστορίες της συλλογής καταστρώνουν εξωφρενικές συμπτώσεις και παράδοξα ατυχήματα, έλκονται από εκκεντρικούς χαρακτήρες και παρουσιάζουν αναξιόπιστους αφηγητές, οι οποίοι δεν μας αφήνουν να αποφανθούμε με ευκολία ποια είναι η πραγματικότητα και ποιο το ανάποδό της. Διακρίνω μια πληθώρα στοιχείων αυτής της ανατρεπτικής διάθεσης: τη ροπή αρκετών χαρακτήρων προς την καρικατούρα, την αναγωγή στο παράλογο, την παραδοξολογία και τη χιουμοριστική εκτροπή.

Διακρίνω επιπλέον στοιχεία που ακουμπούν τις ποιητικές του φανταστικού, όπως τα όνειρα, τα φαντάσματα και τις παραισθήσεις που συχνά πυκνά επισκέπτονται τους χαρακτήρες του βιβλίου. Απ’ αυτήν την άποψη, τα διηγήματα της συλλογής συναντούν μια γενεαλογία η οποία περνάει από τον Μάριο Χάκκα και φτάνει ως την πρόσφατη διηγηματογραφία του Γιάννη Παλαβού. Η εικονογράφηση του Γιάννη Κοτινόπουλου ενισχύει αυτήν ακριβώς την πλευρά του βιβλίου. Τα σχέδια που συνοδεύουν κάθε διήγημα πατούν στη λογική της γελοιογραφίας. Οι διογκώσεις, οι παραμορφώσεις και τα οπτικά παιχνίδια δίνονται με απλές γραμμές από μολύβι και στοιχεία ωμής, ναΐφ αισθητικής. Τα μικρά σκίτσα παρεισφρύουν ως καλαμπούρια στις σελίδες του βιβλίου φέρνοντας μαζί τους έναν αέρα καλοπροαίρετου εμπαιγμού.

«Τα τρία τζ»

Εξερευνώντας αυτές τις πτυχές, εντοπίζω στη συλλογή ένα διήγημα αμιγώς σατιρικό, «Τα τρία τζ», το οποίο αφορμάται από τον σαρκασμό του μεγαλοαστικού ήθους για να καταλήξει σε μια ατμόσφαιρα σλάπστικ σεξοκωμωδίας. Όμως, δεν είναι τόσο η δριμύτητα της σάτιρας που διαπερνά τα διηγήματα της συλλογής, αλλά κυρίως η φιλόξενη στάση κατανόησης που χαρακτηρίζει το μοντέρνο χιούμορ. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Λουίτζι Πιραντέλο έγραψε το γνωστό δοκίμιό του για το χιούμορ, το οποίο και περιγράφει ως μια κατάσταση που δεν συνδέεται πρωτίστως με το κωμικό αλλά με τη δυνατότητα να εκτεθούν συγχρόνως οι αντιφατικές όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο χιουμορίστας συγγραφέας σπάζει τις κατασκευές που ο άνθρωπος δημιουργεί για λογαριασμό του, κι έτσι μένει κι ο ίδιος απροστάτευτος, προσβάλλεται από τη γελοιότητα της καθημερινότητας δίχως να έχει άλλη επιλογή πέρα απ’ το να γελάσει πονεμένα.

Η ανατρεπτική ποιητική των διηγημάτων της Χριστίνας Ιωάννου προϋποθέτει αυτήν την πικρά κωμική συνθήκη του ατόμου που αιωρείται ξεκούρδιστο, ταυτόχρονα βιολί και κοντραμπάσο, όπως σημειώνει παραστατικά ο Πιραντέλο. Παράδοξες περιθωριακές φιγούρες, άστεγοι συλλέκτες βιβλίων, καρκινοπαθείς κλέφτες πινάκων ή σχιζοειδείς βροχοποιοί, πασχίζουν να βρουν τη θέση τους μες στον χρόνο, καθώς η υπαρξιακή αγωνία και ο κλαυσίγελως των διηγημάτων έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: στην αναζήτηση μιας πάντοτε φευγαλέας παρούσας στιγμής, η οποία συντρίβεται ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.

«Νοσταλγοί του τώρα»

Απόντες στο παρόν ή αλλιώς «νοσταλγοί του τώρα», όπως δηλώνεται εμφατικά στο τελευταίο διήγημα, οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι ήρωες που επιθυμούν να αγκιστρωθούν σε μια στιγμή «λαμψοένωσης» ή να σταματήσουν τον χρόνο σε μια «μη-μέρα». Άλλοτε τα καταφέρνουν μέσω της ηδονής, όπως π.χ. στο πρώτο διήγημα όπου ο χρόνος διαλύεται στη διάρκεια ενός φιλιού, ή μέσα από την προσχώρηση σε μια ουτοπία όπως η Ικαρία στο διήγημα «Φιλίτσα». Άλλοτε πάλι αποτυγχάνουν κι αποσύρονται, αποχωρούν ή μένουν πίσω πενθώντας «σ’ έναν κόσμο που μυρίζει παρελθόν», όπως καταλήγει το διήγημα «Όνειρο στο Σπήλαιο», στο οποίο ο αφηγητής αφηγείται έμμετρα τη δολοφονία του συντρόφου του σ’ ένα από τα φαντάσματα του Σαρτρ στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς.

Η χιουμοριστική ματιά του βιβλίου ξεμασκαρεύει και γελοιοποιεί συναισθητικά τις απόπειρες του ανθρώπου να υπάρξει σ’ έναν χρόνο ο οποίος, παρότι κινείται με φρενήρεις ρυθμούς, παράγει στασιμότητα. Κι έτσι, ο άνθρωπος βρίσκεται στη μετέωρη, ίσως λιγάκι καταγέλαστη συνθήκη να νοσταλγεί όχι πια ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά ένα παρόν στο οποίο θα μπορούσε να υπάρξει ανθρώπινα, κι ίσως ακόμα, ένα μέλλον που δεν θα ήταν συνώνυμο του θανάτου.

Νοσταλγία

Αν ανατρέξουμε στη γενεαλογία της νοσταλγίας, θα δούμε πως συμπίπτει με τη νεωτερικότητα. Αρχικά, επινοείται ως φυσιοπαθολογικός όρος τον 17ο αιώνα από έναν νεαρό Ελβετό φοιτητή ιατρικής για να περιγράψει τον σωματικό οιονεί θανατηφόρο πόνο που βίωναν οι Ελβετοί μισθοφόροι μακριά από την πατρίδα τους. Όμως σταδιακά, η νοσταλγία παύει να αναφέρεται στην επιστροφή σ’ έναν τόπο. Γίνεται μια χρονική κατηγορία και ταυτόχρονα μετασχηματίζεται σε μια ψυχική εσωτερικευμένη κατάσταση. Καθώς ο χρόνος είναι μη αναστρέψιμος, η νοσταλγία γίνεται αθεράπευτη, ο μοντέρνος συγγραφέας γίνεται κάποιος που παλεύει να ανακτήσει μέσω της φαντασίας και της μνήμης ένα χαμένο παρελθόν.

Ωστόσο, στον ορίζοντα της μετανεωτερικότητας αυτό που χάνεται είναι το παρόν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η φαιδρή συνθήκη του να ζεις σ’ ένα κενό που προσπαθεί να επανασυνδεθεί με τις υπόλοιπες χρονικές βαθμίδες. Στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία, η οποία φαίνεται να ελκύει τη Χριστίνα Ιωάννου, το χιούμορ και η ειρωνεία συνιστούν τα εργαλεία που απελευθερώνουν και αποτρέπουν την υπαρξιακή καθήλωση. Τα διηγήματα της συλλογής κινούνται συχνά με έναν τρόπο που θυμίζει το περίφημο «ανέκδοτο της αγχόνης», το οποίο αφηγείται ο Φρόυντ στην αρχή του δικού του δοκιμίου για το χιούμορ το 1927. Δευτέρα πρωί κι ένας κατάδικος, ενώ οδηγείται στην αγχόνη, σχολιάζει: «Ωραία αρχίζει αυτή η εβδομάδα». Το γέλιο του κατάδικου, που παράγει ο ίδιος χιούμορ για τον εαυτό του, δεν δημιουργεί θλίψη αλλά ένα αίσθημα χειραφέτησης και παρηγοριάς, καθώς αποτελεί έναν στιγμιαίο θρίαμβο του εγώ.

«Κρεσφόντης»

Στο Ταξίδι στο φούρνο εντοπίζω έναν χαρακτήρα ο οποίος με παραπέμπει ευθέως στον κατάδικο του φροϋδικού ανέκδοτου. Πρόκειται για τον παράδοξο αυτόχειρα Κρεσφόντη του ομώνυμου διηγήματος. Ο «Κρεσφόντης» είναι ένα διήγημα με έναν ασόβαρο αφηγητή και μια ασόβαρη δομή πλοκής που θυμίζει τα υπερρεαλιστικά εξωφρενικά πορτρέτα του Εμπειρίκου στα Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία. Αναφέρομαι στον Ερμόλαο τον Μακεδόνα ή στον Νεοπτόλεμο Α’ Βασιλέα των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί η μορφή του κατά συρροήν υποψήφιου αυτόχειρα που κατάγεται από μια οικογένεια αυτόχειρων έχει ένα παιγνιώδες μαύρο χιούμορ που θα άρεσε στους υπερρεαλιστές, αλλά και γιατί το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί ένα ειρωνικό σχόλιο αναφορικά με τη νεοελληνική ιστορία.

Παρουσιάζοντας τον παρανοϊκό Κρεσφόντη Παπαδόπουλο ως νόθο γιο του δικτάτορα Παπαδόπουλου, το διήγημα αποδομεί και παίζει με τις μυθολογικές γενεαλογήσεις που είναι τόσο προσφιλείς στη φασιστική ιδεολογία. Στην ελληνική μυθολογία ο Κρεσφόντης ήταν ένας από τους απογόνους του Ηρακλή, τους επονομαζόμενους Ηρακλείδες, γεγονός που στο διήγημα ειρωνικά καθιστά τον δικτάτορα ένα είδος κατά φαντασίαν Ηρακλή. Όμως, η αποκάλυψη της καταγωγής του αποτελεί το τελειωτικό χτύπημα για τον καθόλου ηρωικό Κρεσφόντη του διηγήματος και τον οδηγεί στην οριστική απόφαση της αυτοκτονίας, απομυθοποιώντας κι εκθέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις φαντασιώσεις του ελληνικού φασισμού.

Τρόπος επιβίωσης σε μια εχθρική πραγματικότητα

Πιστεύω ότι το Ταξίδι στο φούρνο δικαιώνει τη θέση των υπερρεαλιστών πως το χιούμορ είναι ένας τρόπος επιβίωσης σε μια εχθρική πραγματικότητα, σε μια ιστορία στην οποία συνήθως δεν είναι εύκολο να βρούμε μια θέση για εμάς. Παρακολουθώντας τους χαρακτήρες του βιβλίου να παθαίνουν και να παθαίνονται, να γελοιοποιούνται και να γελούν, οι αναγνώστ(ρι)ες γινόμαστε συνεργοί σ’ αυτήν την απόλαυση που δεν αποκλείει την οδύνη, αλλά την εμπεριέχει. Κι έτσι, η υπόσχεση της χειραφέτησης ανανεώνεται μέσα από αυτές τις διήγησεις που καγχάζουν και μας παρασέρνουν σε διαδρομές υπονόμευσης· σ’ αυτούς τους μικρούς θριάμβους της καθημερινότητας.

 

Πηγή: Φρέαρ (τέυχος 9: Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου για το «Ταξίδι στο φούρνο»)

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.