Ελένη Παπανδρέου

H Ελένη Παπανδρέου μιλά για τη νέα της ποιητική συλλογή, «Επτά και μισή λύπη» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), στο Fractal. Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα.

 

Περί Ποίησης | Ελένη Παπανδρέου: «Μέσα στον τίτλο κοιμάται ο προορισμός του ποιήματος»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Το ποίημα μας βλέπει στο βαθμό που κι εμείς το βλέπουμε. Είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία. Από μικρό παιδί γράφω ποιήματα και ακόμη με εκπλήσσει αυτή η μυστηριακή συνάντηση με τους στίχους».

 

—Κυρία Παπανδρέου, να ξεκινήσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο;

Το βιβλίο μου «Επτά και μισή λύπη» περιγράφει το οδοιπορικό ενός ανθρώπου στα τοπία της πόλης. Πρόκειται για μια συνηθισμένη μέρα. Ένας άντρας σηκώνεται το πρωί, παίρνει το τρένο, παρακολουθεί ένα μάθημα, επιστρέφει στο σπίτι. Ο χρόνος είναι μια σύμβαση που κομματιάζει τη μέρα σε ώρες και λεπτά. Στο πέρασμά του πρόσωπα και τοπία γίνονται οι φευγαλέες αντανακλάσεις ενός κόσμου που κάθε μέρα γεννιέται και πεθαίνει, φορώντας το προσωπείο μιας οικείας καθημερινότητας. Κάθε βήμα γίνεται μια λυπημένη καλημέρα.

 

—Ένας τίτλος οφείλει να είναι ένα ποίημα εν δυνάμει; Στα ποιήματά σας πώς προκύπτουν οι τίτλοι;

Μέσα στον τίτλο κοιμάται ο προορισμός του ποιήματος. Αυτό που ονειρεύεται να γίνει. Το ποίημα είναι εξ ορισμού ένας υψηλής πύκνωσης λόγος, οπότε ο τίτλος οφείλει διπλά να υπηρετεί αυτή την πύκνωση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ίδιο το ποίημα.

Αποφεύγω τους τίτλους, γιατί κουβαλούν μέσα τους την αγωνία μιας οριοθέτησης ή μιας επεξήγησης. Συνήθως απλά υπονοώ την ύπαρξη ενός τίτλου  — αναγκαίου κυρίως για βιβλιογραφική αναφορά — γράφοντας με κεφαλαία γράμματα τις πρώτες λέξεις. Για μένα το κάθε ποίημα είναι μια καλογυαλισμένη ψηφίδα που οφείλει να προασπίζει την αυθυπαρξία του αλλά τελικά αντανακλά ένα μόνο κομμάτι της αλήθειας του βιβλίου. Θέλω το ένα ποίημα να καλεί το επόμενο σε μια αλυσίδα από ονειρικές συνεπαγωγές, σαν βήματα ενός μυστικού χορού ανάμεσα σε μένα και τους αναγνώστες που — ιδανικά — καταλήγει στην ποιητική έκσταση.

—Μας επιλέγει το ποίημα ή το επιλέγουμε;

Είναι διάφανος ο ιστός της δημιουργίας κι εμείς κάθε μέρα τον υφαίνουμε με όλη μας την ύπαρξη και με όλες μας τις προσλαμβάνουσες. Το ποίημα μάς βλέπει στο βαθμό που κι εμείς το βλέπουμε. Είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία. Από μικρό παιδί γράφω ποιήματα και ακόμη με εκπλήσσει αυτή η μυστηριακή συνάντηση με τους στίχους. Πώς γεννιέται ένα ποίημα; Νομίζω από το βύθισμα του ποιητή στο συλλογικό ασυνείδητο, εκεί δηλαδή όπου ενυπάρχουν όλες οι αλήθειες των ανθρώπων, μαζί και η δική του. Μόνο έτσι μπορώ να εξηγήσω το συναπάντημα που έχει ο ποιητής με πρόσωπα και τόπους πέρα από τον ίδιο και τις προσωπικές του εμπειρίες.

—Μια ποιητική συλλογή οφείλει να είναι ένας κύκλος; Να διαθέτει κοινή συνισταμένη, ή όχι απαραίτητα;

Η επιλογή και η σειρά των ποιημάτων δεν είναι ποτέ τυχαία, ακόμα και όταν δεν είναι συνειδητή. Υπάρχει μια αθώρητη σοφία στη δημιουργία. Πάνω και πέρα από τον ίδιο το δημιουργό, εκείνη αναγνωρίζει τις λεπτές πτυχές του ερωτήματος που καλείται να απαντήσει για λογαριασμού του.

Για μένα πριν από το ποίημα υπάρχει ένας χορός δαιμόνιος όσο και αγγελικός. Με περιτριγυρίζει με όλα του τα ερωτήματα ανοιχτά. Πάντα έρχεται ένας ήρωας και με σώζει. Ένα πρόσωπο που μεγαλώνει για να με χωρέσει προσφέροντας την ιστορία του για δική μου. Στα βήματά του ελευθερώνομαι από τα στενά όρια της δικής μου ύπαρξης και το κάθε ποίημα — γραμμένο για εκείνον μόνο — με ταξιδεύει προς το εκτυφλωτικό άνοιγμα μιας τελείωσης. Ο κύκλος κλείνει. Δαίμονες και άγγελοι αποκοιμιούνται με τα μάτια στραμμένα στο φως.

—Υπάρχει εμμονή στην ποίηση, όσον αφορά την θεματολογία σας, και στην πεζογραφία; Και αν υπάρχει, η δική σας;

Ο χρόνος είναι κοινή συνισταμένη σε όλα μου τα βιβλία. Αυτό μπορεί εύκολα να το διακρίνει κάποιος και από τους τίτλους των ποιητικών συλλογών μου («Μάταιος Αύγουστος», «Ώρες», «Επτά και μισή λύπη»). Στο χρόνο ενσωματώνονται ταυτόχρονα οι έννοιες του πεπερασμένου και του αιώνιου. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο χρόνος είναι η σκηνή επάνω στην οποία επιτελείται το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς εκείνη οδεύει προς ένα αδιαμφισβήτητο τέλος. Υπάρχει όμως τέλος, αν τελικά δεχτούμε πως όλα — ακόμα και ο χρόνος — είναι ενέργεια που δεν χάνεται, αλλά απλά μετουσιώνεται; Μήπως, τελικά, είμαστε αιώνιοι μέσα σ’ ένα χρόνο που συμβατικά όρισε την αρχή σε κάτι που δεν μπορεί να πεθάνει; Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα στην ποίησή μου.

—Υπήρξε ποιητής που σας έκανε να πείτε «αυτό θα γίνω»; Ποιητές που υπήρξαν σημείο αναφοράς σας;

Ποτέ δεν είπα ότι θα γίνω ποιήτρια. Έγραφα ανέκαθεν όπως έπινα νερό. Διαβάζοντας, όμως, τους δραματικούς μονολόγους του Γιάννη Ρίτσου, ανακάλυψα πως μέσα στα ποιήματα ζουν άνθρωποι. Δεν ξέρω αν εκείνα τα πρώτα αναγνώσματα μ’ έμαθαν να αποζητώ τα πρόσωπα μέσα στην ποίηση ή αν τελικά εγώ μαγεύτηκα λόγω της έμφυτης αναζήτησης της ύπαρξής μου μέσα στους άλλους. Το μόνο σίγουρο είναι, πως αυτές οι συγκλονιστικές γυναίκες που στοχάζονται και αναπολούν στη μέση μιας παλλόμενης συναισθηματικά σκηνής, θαρρείς πως γραπώθηκαν στην ψυχή μου και ζουν από τότε εκεί.

—Ποίημα που ποτέ δεν ξεχνάτε;

Το ποίημα «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» του Κ. Καβάφη υπήρχε για χρόνια κρεμασμένο στο γραφείο μου, ως ένας αλλόκοτος ορισμός της ζωής. Η θεατρικότητα του λόγου, το ξάφνιασμα της εικόνας, η γοητευτική επίγευση της ματαίωσης, συνιστούν το ποιητικό όνειρο ενός στοχασμού που αποθησαυρίζει την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια καθημερινή υπενθύμιση πως μόνο όρθιοι στη σκηνή αποχαιρετάμε τις απώλειές μας.

—Ποιοι στίχοι σας, υπήρξαν για σας έκπληξη; (γεννήθηκαν απρόσμενα, ήταν σαν να τους έγραψε άλλος, σας ξάφνιασαν κάπως;)

Κάποτε δούλευα στα υπόγεια γραφεία μιας εταιρίας. Καθώς σηκώθηκα να πάρω ένα φάκελο από το αρχείο, ένα χώρο στενό χωρίς καθόλου φυσικό φως και φυσικά τελείως αντιποιητικό, μου ήρθε ο στίχος:

Το αγόρι με τα σκεπτικά δάχτυλα
δεν ήξερε
πού ν’ αφήσει το άγγιγμά του.

Το μυστήριο αυτής της απρόσμενης συνάντησης λύθηκε όταν χρόνια μετά ένας υπάλληλος από το διπλανό γραφείο μού έδωσε να διαβάσω τα ποιήματά του. Νομίζω πως όταν έγραψα αυτούς τους στίχους συνδέθηκα με ένα δικό του κομμάτι που, ακριβώς επειδή δεν ήταν συνειδητό, με ξάφνιασε.

—Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα;

Ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα, περίπου, σε ηλικία 10 ετών. Η θεματολογία ήταν αντίστοιχη της ηλικίας μου, δηλαδή η φύση και οι φίλοι μου. Δεν θυμάμαι αυτά τα πρώτα ποιήματα, αλλά θυμάμαι την αίσθηση πως όταν έγραφα ήταν σαν να χόρευα από μέσα μου. Δεν γράφω πια με ομοιοκαταληξία, αλλά αποζητώ πάντα στη γραφή αυτό τον εσωτερικό ρυθμό που αποκαλύπτει μέσα από τα λεπτά χρώματα των λέξεων την κρυφή συγκίνηση των νοημάτων.

—Έχετε απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίημα»;

Το ποίημα είναι ένα ταξίδι στην αλήθεια και την ομορφιά των λέξεων με προορισμό την ουσία της ύπαρξής.

—Ξεκινώντας από την τελευταία σας συλλογή, μια μικρή ανασκόπηση στην ποιητική δουλειά σας;

Το βιβλίο μου «Μάταιος Αύγουστος» συνομιλεί με το μυστήριο του έρωτα. Αν ο έρωτας κατοικεί στο καλοκαίρι, ο χωρισμός στο φθινόπωρο και η μοναξιά στο χειμώνα, τι μένει να γιορτάσει η άνοιξη; Τη γνώση πως τίποτα δε χωρίζει. Δεν σταματάει τίποτα. Μόνο ξαπλώνει επάνω μας αθέατο και μάς θυμίζει ν’ απλώσουμε τα χέρια στο Ένα που γεννιέται μέσα μας και πάλι.

Μια μητέρα, ένας πατέρας, ένας γιος. Στο βιβλίο μου «ΩΡΕΣ» το δωμάτιο ενός νοσοκομείου γίνεται ένας χώρος στοχασμού, καθώς η ζωή ξεγελά το θάνατο. Μια υπενθύμιση πως είμαστε όλοι φτιαγμένοι από τη σκόνη των άστρων.

Τέλος, στο βιβλίο μου «Επτά και μισή λύπη» μικρές εικόνες της πόλης μετουσιώνονται σε μια επιστροφή προς το οικείο και το αγαπημένο. Ένα κορίτσι γελάει. Πορτοκάλια τρέχουν από μια ανοιχτή τσάντα. Το άδειο ταμείο ενός σινεμά. Όσο κανείς ψηλαφίζει το χρόνο, τόσο εκείνος του απλώνει το χέρι ομολογώντας πως όλα του τα ταξίδια είναι ένα.

—Από πλεόνασμα γράφουμε ή από περίσσευμα;

Υπάρχουν μέρες που ένας χείμαρρος κυλάει μέσα σου. Μαζί του τρέχουν και οι λέξεις, αποζητώντας μια πατρίδα να ξεκουραστούν. Πρέπει όλα να μικρύνουν, να χωρέσουν σ’ ένα στίχο κι εσύ ν’ απελευθερωθείς από το περιττό μιας υπερχείλισης που σε καταπίνει. Άλλες μέρες πάλι, απλά κυλάς πάνω στο χαρτί. Γράφεις από αφθονία, από ένα περίσσευμα που θες να μοιραστείς. Σε κάθε περίπτωση επιστρέφεις ξανά και ξανά στον στίχο, ώσπου να συναντήσεις την εκκωφαντική σιωπή των λέξεων, που σε καμία περίπτωση δεν είναι συνάρτηση πλεονάσματος, αλλά εσωτερικής αναζήτησης του ωραίου και του αληθινού.

—Και «η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε;» Η σημαντική ποίηση πότε γράφεται; Σε αντιποιητικούς καιρούς ή σε εποχές ευμάρειας;

Η ποίηση ανθίζει σε χώματα σκληρά. Διψάει γι’ αλήθεια και φως. Τρέχεις προς εκείνη όταν τίποτα πια δεν σε χωρά, ούτε καν ο ίδιος σου ο εαυτός — κυρίως ο ίδιος σου ο εαυτός. Τότε είναι που πρέπει να διευρυνθείς και να γίνεις εικόνες, μουσικές, νοήματα. Να μη μείνει τίποτα από εσένα και όλα να γίνουν εσύ. Η ευμάρεια δεν έχει πείνα, είναι πάντα κορεσμένη από υπερβολή και ματαιοδοξία.

—Ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστήριζε ότι η ποίηση είναι χρησμική, εσείς τι πιστεύετε;

Η γλώσσα της ποίησης είναι αλληγορική και γι’ αυτό εμπεριέχει πολλές αναγνώσεις. Καθρεφτίζει αυτό που ο καθένας μας φέρει ως ειδικό βάρος αλλά και ως λεπτή ενέργεια. Συχνά ο λόγος, προερχόμενος από το άχρονο του συλλογικού ασυνειδήτου, μπορεί να συνδεθεί σε απρόσμενο βάθος με το ταξίδι της ψυχής, χωρίς όμως να γίνεται προφανής ή άμεσα αποκαλυπτικός. Υπονοεί χωρίς να φωνάζει, ονειρεύεται χωρίς να υπόσχεται, ταξιδεύοντας ποιητή και αναγνώστη σε μια αλήθεια καθολική, πέρα από το χρόνο και την ατομική συνειδητότητα.

—Θα επιλέξετε για μας ένα ποίημά σας;

ΘΑ ΠΕΡΑΣΕ ένα τέταρτο.
Ένιωσα λύπη
για ένα τέταρτο
που λίγοι το είδαν
λίγοι το γεύτηκαν
κι άλλοι πολλοί το αποχαιρέτησαν.
Έκλεισα το παράθυρο
στα μάτια των περαστικών.

 

Πηγή: Fractal

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.