Περάσματα

Συνέντευξη της Ουρανίας Χρυσαφίνου, συγγραφέως του μυθιστορήματος «Περάσματα» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022) στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και παρουσίαση του βιβλίου της.

H Σάμος λίγο πριν από την Ένωση με την Ελλάδα και λίγο μετά – «Περάσματα», το πρώτο μυθιστόρημα της Ουρανίας Χρυσαφίνου

«Αχ αυτό το σεντούκι με τα φανερά κι απόκρυφα μέρη του! Αν μπορούσε να μιλήσει, θα είχε να πει πολλά για μένα και μύρια άλλα που δεν τόλμησα ποτέ να ξεστομίσω…».

Η συγγραφέας Ουρανία Χρυσαφίνου, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, γεννήθηκε στον Μαραθόκαμπο Σάμου, όπου έλαβε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από το τμήμα Μαθηματικών του ΕΚΠΑ πήρε το πτυχίο και το διδακτορικό της, ενώ από το Πανεπιστήμιο Manchester της Αγγλίας πήρε το M.Sc. Εκτός από τις σχετικές με τα Μαθηματικά δημοσιεύσεις σε διεθνή ερευνητικά περιοδικά και συγγράμματα, έχει ήδη ένα πρώτο βιβλίο στο ενεργητικό της, “Το Κίτρινο Σακίδιο”, μια λογοτεχνική μυθοπλασία γνώσεων που εξέδωσε η Μαθηματική Εταιρεία το 2018.

Η μεγάλη αγάπη της Ουρανίας Χρυσαφίνου για τη γενέτειρά της την οδήγησε στη συγγραφή του πρώτου της μυθιστορήματος, μιας μυθοπλασίας που βασίζεται όμως στην Ιστορία της Ηγεμονίας της Σάμου και σε άλλα σχετικά συγγράμματα τα οποία αναφέρονται σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα του νησιού.

Η συγγραφέας επέλεξε την ηρωίδα της, τη Μυρσίνη, να μας ταξιδέψει πίσω στον χρόνο, εστιάζοντας στην περίοδο 1880-1919 στη Σάμο. Η έφηβη Μυρσίνη, κόρη αστικής οικογένειας του νησιού, έχει καλά φυλαγμένο στο περίτεχνο σεντούκι της το ημερολόγιο της, στο οποίο εκμυστηρεύεται καθετί που της προκαλεί εντύπωση, παρατηρεί, ονειρεύεται ή τη γεμίζει απορίες. Έτσι από τις σύντομες, αλλά περιεκτικές αναφορές της περνούν ιστορικά γεγονότα, ταραχές, η διχόνοια, ο θάνατος αλλά και οι παραδόσεις και οι προσδοκίες της οικογένειάς της, του νησιού, η αγάπη, ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, η φιλογνωσία, η δημιουργικότητα, η προσφορά στο κοινό καλό, η ευγνωμοσύνη, ο συνεχής αγώνας για την πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα.

Η Μυρτώ, όπως την αποκαλούν τελικά, αποκτά ιδιαίτερη μόρφωση για την εποχή της μαθαίνοντας γαλλικά και πιάνο. Μετά το σχολείο στη Σάμο, φοιτά στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη και τελειώνοντας παίρνει και το πτυχίο της δασκάλας. Το μεγάλο της όνειρο είναι να ασχοληθεί με την αρχαιολογία και να προσφέρει στο ζωντάνεμα των αρχαιοτήτων του νησιού της. Το 1899 εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, στην οποία δεν θα φοιτήσει, αφού συναντά τον έρωτα στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, ο οποίος είναι γιατρός και τελειώνει την εξειδίκευσή του στη φυματίωση. Το δίλημμα για τη Μυρτώ είναι μεγάλο, αλλά ο έρωτας ανίκητος.

Παντρεύεται τον αγαπημένο της Αλέξανδρο στη Σάμο, όπου ζουν και αποκτούν δύο παιδιά. Εκείνα τα χρόνια αρχίζουν για άλλη μια φορά ταραχές στο νησί κάτω από την τυραννική ηγεμονία του Κοπάση. Η Σάμος είναι ανάστατη και προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια της Κρήτης. Τελικά ανακηρύσσεται η Ένωση με την Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου 1912 από τον Θ. Σοφούλη, μετά από σειρά αιματηρών κινημάτων. Οι Σαμιώτες πλήρωσαν αγόγγυστα το ανθρώπινο και υλικό κόστος προκειμένου να απαλλαγούν από την Τουρκική εποπτεία.

Ανάμεσα σ’ αυτούς και η Μυρτώ που θα δει τη ζωή της να ανατρέπεται οδυνηρά. Θα εργαστεί ως δασκάλα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες των επιλογών της. Το 1919 ώριμη γυναίκα πλέον, η Μυρτώ ανοίγει το σεντούκι της για να πάρει ένα γιορτινό τραπεζομάντιλο, και τότε οι αναμνήσεις ξετυλίγονται σαν χείμαρρος, αποτυπώνουν αφοπλιστικά τα περάσματα της ζωής της, των γονιών της, των παππούδων της, του τόπου της.

Ένα βιβλίο μεστό, περιγραφικό, άμεσο, με γλαφυρούς διαλόγους, πλήθος πληροφοριών και εικόνων που ταξιδεύουν τον αναγνώστη στα χρόνια του 1880-1919 στην υπό ηγεμονία Σάμο και τις εξοχές της, τη Σμύρνη, το Κορδελιό, ενώ ένα μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην Αθήνα.

Ο κύριος σκοπός του “ταξιδιού”, αναφέρει η συγγραφέας, ήταν να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό, κυρίως στους νέους, η προσφορά της Σάμου στον αγώνα του 1821, η μεγάλη αδικία τής μη ενσωμάτωσής της στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και τα ταλαιπωρημένα χρόνια της Αυτόνομης (στα χαρτιά) Ηγεμονίας που επιβλήθηκε το 1834. Άλλος σημαντικός σκοπός ήταν η ανάδειξη του άνισου εκπαιδευτικού συστήματος των κοριτσιών σε σχέση με εκείνο των αγοριών, όπως συνέβαινε άλλωστε στα περισσότερα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και των περιοχών κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου παραθέτουμε μια παράγραφο για την ιστορική ημέρα της ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα.

«Για πρώτη φορά τόση χαρά πλημμύρισε το Λιμάνι του Βαθιού σαν ιερό ποτάμι για να ξεπλύνει όλη τη δυστυχία, την καταπίεση και το φόβο της τουρκικής εποπτείας. Ο ταλαιπωρημένος κόσμος ξεσπούσε με όποιον τρόπο ένιωθε για εκείνη την απίστευτη πράξη, που είχε μόλις συντελεστεί και ήταν η δικαίωση των αγώνων τόσων γενεών. Αργότερα, στο σπίτι του Ιπποκράτη είδα το τεύχος της εφημερίδας Αιγαίον, την οποία είχε αρχίσει να εκδίδει ο Ιωάννης Βακιρτζής από το Σεπτέμβριο του 1912, Για το εορταστικό της ημέρας είχε δημοσιεύσει στην πρώτη σελίδα το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη “Ο Ασπασμός προς την Μητέρα Πατρίδα”. Ο πρώτος στίχος έλεγε: Άνοιξε μάννα μας γλυκειά, την άφθαρτη καρδιά σου / κι αγκάλιασέ τα τα φτωχά, τα μαύρα τα παιδιά σου…»

 

Ακολουθεί η συνέντευξη της Ουρανίας Χρυσαφίνου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:

Μια προφανής απορία κ. Χρυσαφίνου: Πώς μετά από τα τόσα χρόνια ενασχόλησης με τα μαθηματικά αποφασίσατε να γράψετε μυθιστόρημα;

Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι γράφουν λογοτεχνικά κείμενα και ποίηση συγχρόνως με την κύρια και διαφορετική ασχολία τους. Δεν ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία, αλλά η συνταξιοδότηση μου άνοιξε διάπλατα μια πόρτα και μπήκα σ’ ένα χώρο που μπορούσα να εκφράσω συναισθήματα και να καταγράψω κατασταλαγμένες μνήμες. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά το πρώτο κείμενο που έγραψα αφορούσε μια γάτα που είχα βρει ένα καλοκαίρι στο χωριό μου, νεογέννητη και παρατημένη. Την υιοθέτησα κάνοντάς της όλα τα απαραίτητα, την έφερα στην Αθήνα και πέρασα μαζί της οκτώ μήνες αξέχαστης χαράς και συντροφικότητας. Αναγκάστηκα να την ξαναγυρίσω στη Σάμο σε ασφαλές περιβάλλον, γιατί έπρεπε να φύγω για την Κύπρο για ένα εξάμηνο. Όταν την αναζήτησα είχε χαθεί. Αυτό με λύπησε πολύ και αποφάσισα να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτήν. αναφέροντας τον βίο και την πολιτεία της. Το κείμενο μαζί με μια φωτογραφία της το δημοσίευσα στο περιοδικό του χωριού μου με την ελπίδα ότι κάποιος κάπου την είχε δει. Μάταια. Τυχαία γεγονότα που αλλάζουν την πορεία της ζωής μας. Της χρωστάω, γι’ αυτό την αναφέρω.

Για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχατε κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο εκτός από αυτά που αναφέρετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας;

Όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη οικογένεια ο κλήρος πέφτει σε κάποιον να ξεκαθαρίσει γράμματα, έγγραφα και να συντηρήσει όσα μπορεί από τα απομεινάρια προηγούμενων γενεών. Αυτό συνέβη σε μένα, και στο ξεκαθάρισμα που άρχισα να κάνω στο σπίτι της γιαγιάς μου βρέθηκα μπροστά σε έγγραφα του πατέρα της (προπάππου μου) που αφορούσαν στην Ηγεμονία του Αλέξανδρου Καραθεοδωρή. Θεώρησα σωστό να τα καταθέσω στα Γενικά Αρχεία του Κράτους κι’ αυτό έκανα. Μελετώντας τα βιβλία που μου προσέφεραν οδηγήθηκα σ’ άλλες εποχές για τις οποίες οι γνώσεις μου ήταν πολύ γενικές έως και θολές. Όσο διάβαζα τόσο πιο πολύ καταλάβαινα σκόρπιες αναφορές που είχα στο μυαλό μου από την παιδική μου ηλικία. Οι αναστεναγμοί τής γιαγιάς μου και της μητέρας μου όταν ανέφεραν κάποια γεγονότα άρχισαν να ηχούν στα αυτιά μου πιο έντονα και παραπονεμένα. Η ενασχόληση του προπάππου μου με τα κοινά με έσπρωξε να μάθω όσο ήταν δυνατό πιο πολλές λεπτομέρειες για εκείνη την εποχή. Ένοιωθα ότι ήταν χρέος μου να τα μάθω για να φτάσω πιο κοντά τους. Συγχρόνως ρωτούσα φίλους και γνωστούς σαν εμένα, εννοώ όχι ιστορικούς, και παρατηρούσα ότι σχεδόν όλοι είχαμε μάθει ελάχιστα στα σχολικά μας χρόνια. Τελειώνοντας την Ιστορία της Ηγεμονίας της Σάμου ήμουν σίγουρη ότι θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που με απλό και πιστό στην Ιστορία τρόπο θα μπορούσε να διαβαστεί από ευρύ κοινό. Έτσι άρχισε το δικό μου «πέρασμα».

Στο μυθιστόρημά σας τη γιαγιά την αποκαλείτε «νενέ» και την αναφέρετε στην αφιέρωσή σας. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ως πρόσωπο στη μυθοπλασία σας;

Έτσι την αποκαλούσαμε τη γιαγιά στη Σάμο μέχρι τη δεκαετία του 1970 θα έλεγα. Δεν υπάρχει ως συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά είχα τόσο καθοριστική σχέση μαζί της που πιστεύω ότι υπάρχει σε πάρα πολλά σημεία. Για παράδειγμα, μου έλεγε να είμαι στοχασμένη. Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ.

Θα πρέπει να ήταν δύσκολο το «πέρασμα» σας, αν καταλαβαίνω σωστά από τις αναφορές σας στο τέλος του βιβλίου.

Ήταν απαιτητικό και στο να βάλω κάποια τάξη στο μυαλό μου και στις γνώσεις που θα έπρεπε να αποκτήσω πέραν από τα πολιτικά της Σάμου, ομολογώ ότι με βοήθησε η μαθηματική σκέψη. Γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να πάρω κάποια μαθήματα δημιουργικής γραφής για ανάλογο εγχείρημα κι’ αυτό έκανα, προτού αρχίσω να γράφω. Έγινα μαθήτρια σε σεμινάριο με δασκάλα την κυρία Ρέα Γαλανάκη. Αυτό με βοήθησε πολύ κι’ άρχισα να γράφω με περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Οι αναγνώστες θα κρίνουν αν κατάφερα το στόχο μου.

Τελικά πόσο χρόνο σας πήρε το γράψιμο αυτού του βιβλίου;

Απ: Περίπου έξι χρόνια. Μπορώ να πω πολύτιμα για όσα έμαθα και σκέφτηκα.

Κάνετε κάποιες σκέψεις για επόμενο συγγραφικό εγχείρημα;

Για τόσο απαιτητικό κείμενο δεν πιστεύω ότι θα αντέξω. Για μικρά διηγήματα ή κάποιες νουβέλες ίσως να τα καταφέρω, αν έχω την υγεία μου.

Σας εύχομαι να την έχετε και να γράφετε.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Άννα Γεωργίου

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.