Η συλλογή διηγημάτων «Γαλότσες νούμερο 44» (εκδόσεις Ιωλκός, 2024), της Χριστίνας Μιχαηλίδου, μόλις κυκλοφόρησε.
***
Για το βιβλίο
***
Για τη συγγραφέα
H Χριστίνα Μιχαηλίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων με μεταπτυχιακό στο ίδιο αντικείμενο. Το 2021 ίδρυσε την εταιρεία «Ένδον» Συμβουλευτική Εκπαίδευσης και Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Σπουδάζει Δημιουργική Γραφή και Λογοτεχνική Συγγραφή στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά κι έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά βιβλία. Είναι αρχισυντάκτρια στο ηλεκτρονικό περιοδικό Maxmag. Το παραμύθι της Ο Σκοταδούλης και ο μανδύας της νύχτας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος. Οι Γαλότσες νούμερο 44 είναι η πρώτη της συλλογή διηγημάτων.
***
Ηταν μικρό κορίτσι, άγουρο στα δεκαέξι, όταν ήρθε νύφη στο νησί. Της δώσανε για άντρα έναν καπετάνιο που πάνω κάτω είχε την ηλικία του πατέρα της. Φτώχεια και το μέγα έλεος οι δικοί της. «Το νου σου μη μας ντροπιάσεις, κοίτα να μας κάνεις περήφανους» ήταν η μοναδική κουβέντα που της είπε η μάνα της στην πόρτα, φεύγοντας.
Κλείστηκε στο καινούργιο της σπίτι κάνοντας δουλειές όλη μέρα, να ’ναι παστρικό, περιποιημένο και η αυλή με τον ανεμικό βασιλικό στη γλάστρα και αυτή γυαλισμένη πρωί πρωί, καθώς έβγαινε και τη σκούπιζε αχάραγα. Μερικές φορές κατέβαινε και στην αγορά, αλλά πάντα βιαστική και με το κεφάλι κατεβασμένο, αφού δεν είχε να καμαρώσει για τίποτα. Τρία χρόνια στεφανωμένη και παιδί δεν έκανε. Τότε ήταν που άκουσε για την Αγία Μαρκέλλα και τα θαύματά της. Κάθε απόγευμα, με το κερί στο χέρι τραβούσε στη Χάρη της.
Άναβε τα καντήλια και παρακαλούσε τη νεαρή αγία, που ήταν γνωστή στο νησί για την αγάπη της στα παιδιά να τη συντρέξει, να σηκώσει κι αυτή κεφάλι.
Επιτέλους, το παιδί ήρθε και ήταν κορίτσι. Μα τι μωρό ήταν τούτο. Άσχημο, κακοσχημάτιστο και μαυριδερό, σαν τα μαύρα βόλια, με το ένα πόδι κοντύτερο από το άλλο. Θύμωσε, αλλά το τάμα ήταν ιερό και το έβγαλε Μαρκέλλα, μα ούτε και την είπε ποτέ με τ’ όνομά της. Το πήρε απόφαση. Κακορίζικη ήταν από την κούνια της και δε γλίτωνε. Δέχθηκε τη μοίρα της και κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι με «αυτό», έτσι φώναζε την κόρη της.
Μονάχο του μεγάλωνε το κορίτσι, δεν το νοιαζόταν κι ας τη βοηθούσε ολημερίς με τις δουλειές και τα θελήματα. Κουβέντα δεν της γύριζε όταν νευρίαζε και το αναθεμάτιζε, παρά ζάρωνε στη γωνιά του και περίμενε να πάψει το στόμα της.
Όταν τύχαινε να βγουν μαζί στην αγορά, εκείνη τράβαγε πάντα μπροστά μέσ’ από τα σοκάκια με βήμα γρήγορο μην τυχόν και ανταμώσει κανέναν και το κορίτσι πίσω της έσερνε το άρρωστο ποδάρι του αγκομαχώντας για να τη φτάσει. Ούτε στο γιατρό το πήγε ούτε πουθενά. Έχασε και τον καπετάνιο λίγα χρόνια αργότερα κλείνοντας και τις τελευταίες κοινωνικές παρτίδες με όλους για τα καλά — τι τις ήθελε; […]
«Γαλότσες νούμερο 44», Χριστίνα Μιχαηλίδου, εκδ. Ιωλκός, 2024, σελ. 43-44