Δύο διηγήματα από τις συλλογές «Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο» & «Μονωτική ταινία» | Εκδόσεις Ιωλκός

Διακριτό πρώτο (πεζογραφικό) βήμα

Της Χρύσας Φάντη / Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

Στη λίστα των νέων, αξιοσύστατων διηγηματογράφων που εμφανίζονται μέσα στο 2021, έρχονται να προστεθούν η Ελένη Καραμαγκιώλη με τη Μονωτική ταινία, και η Νάγια Κουτρουμάνη με τα Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο. Στις ιστορίες τους, με φωνή στιβαρή, ρέουσα και ανεπιτήδευτη, διασταυρώνουν αμφότερες αβίαστα τον ρεαλισμό με τη φαντασία και την παραμυθία.

 

Στη Μονωτική ταινία της Ελένης Καραμαγκιώλη, το λοξό και υποδόρια παιγνιώδες βλέμμα της αφήγησης δίνει άλλη διάσταση στην απελπισία και την παράνοια, καθώς τα υποκείμενα υιοθετούν τις πιο περίεργες συνήθειες για να καταπολεμήσουν τα άγχη τους. Ασχολούνται με ασήμαντα πράγματα ή ξύνουν στην απόγνωσή τους με νύχια τούς τοίχους, τα βάζουν με τα παπούτσια τους ή κρατάνε τον γύψο της ερωμένης τους σαν να πρόκειται για τοτέμ. Αλλοτε πάλι καταφεύγουν στο όνειρο, υιοθετώντας στάση παθητική ή φορούν πανοπλίες, οι οποίες, ωστόσο, δεν φαίνεται να μπορούν να τ’ απαλλάξουν από τις ήττες τους.

Αντιμέτωπα με τα αδιέξοδά τους και το μαρτύριο της διάψευσης, επιλέγουν την άρνηση ή εμπλέκονται σε καταστάσεις που δείχνουν να είναι περισσότερο θελκτικές ή ανώδυνες, αν και όχι λιγότερο αδιέξοδες από εκείνες που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν. Ενας παντρεμένος περιγράφει τη γνωριμία του με μια μουσικό, ενώ εκείνη σκηνοθετεί την πρώτη τους συνάντηση, δυο ερωτευμένες γυναίκες διακατέχονται από τον φόβο της αμνησίας –στην οποία, ωστόσο, υποσυνείδητα καταφεύγουν–, ένας άνεργος εναποθέτει τις ελπίδες του σε ένα μαγαζάκι που θα σερβίρει μόνο καφέ και τοστ και στην ταμπέλα του θα γράφει Φαρμακείο, ένας Αχρηστίδης επιδίδεται σε ανούσιους παλιμπαιδισμούς, ενώ συνεχίζει να χαρτζιλικώνεται από τη σύντροφό του, μια γυναίκα παθιάζεται με ένα παλαιικό πιατάκι, τη στιγμή κατά την οποία σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης μια καρκινοπαθής μιλάει εμμονικά με το φάντασμα του πατέρα της.

Στο εκτενέστερο και πιο σύνθετο διήγημα «Να βγάλεις τα ζουμπούλια έξω», την αστική ασχήμια θα αναλάβει να σκεπάσει η Ανοιξη, με το βαρύ άρωμα των λουλουδιών, ενώ στη συνέχεια ένας καριερίστας θα αποδειχτεί ανύπαρκτος πίσω από τη λαμπερή όψη του, σε αντιδιαστολή μ’ έναν αφοσιωμένο σύζυγο, και η εικόνα ενός παιδιού που δεν έχει ηλικία, μόνο δυστυχία, θα σμίξει με το πορτρέτο ενός κοριτσιού που μοιάζει με πάρκινγκ χαμένων ψυχών.

Σταδιακά, η πλοκή γέρνει περισσότερο προς τον σκληρό ρεαλισμό (Βαccardi και κουρτινόξυλα) αλλά και στο παράδοξο (Ο Τζάκερ είναι εχθρός μας), με τις φωνές και τις μνήμες να μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη και τον χρόνο να αποκαλύπτει τον σπειροειδή χαρακτήρα του, σπάζοντας αισθητά την ευθύγραμμη ροή της. «Οταν παίζεις στο πιάνο μια σύνθεση που από μόνη της έχει ένταση, πρέπει να μετριάσεις τη δική σου», λέει σε κάποιο σημείο η γυναίκα μουσικός και τον κανόνα αυτόν, που αποτελεί και μυστικό της καλής γραφής, φαίνεται ν’ ακολουθεί με επιτυχία η συγγραφέας.

 

Στο Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο, της Νάγιας Κουτρουμάνη, οι ιστορίες σε πολλά σημεία μοιάζουν με όνειρο αλλά και δεν είναι. Στην αλληλεπίδραση χώρου, χρόνου και σάρκας, η προοπτική μιας «απρόσωπης» αναγέννησης ελάχιστα παρηγορεί. Συχνά, η επίγνωση της θνητότητας παραείναι τρομακτική κι όταν το ανεκπλήρωτο γίνεται βρόχος, η ρευστότητα και το αδιανόητο κυριαρχούν. Οι άνθρωποι, κι όταν ακόμη αγαπούν προσδοκώντας κάτι επιτέλους ν’ αλλάξει, δεν παύουν να νιώθουν εγκλωβισμένοι. Οι πόλεις (τους) μοιάζουν με μηχανές του γκαζόν που έχουν σκοπό να κάνουν τα πάντα ομοιόμορφα, χωρίς ν’ αφήνουν τίποτε να είναι πιο ψηλό, πιο παχύ, πιο στραβό. Η θλίψη ενισχύει φανταστικά πετάγματα και η σιωπή γίνεται όλοι μαζί οι γήινοι απόηχοι.

Εν τέλει, δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο έρωτας που παίρνει τις ψυχές στον άλλον κόσμο. Το κορίτσι στην Κόντρα, που πετάει από σύννεφο σε σύννεφο και σε πτήση παράλληλη με εκείνη των αεροπλάνων, δεν διαφέρει σε τίποτα από τα παιδιά των δικών μας μεγαλουπόλεων, που πηδούν από ταράτσα σε ταράτσα ή πραγματοποιούν ελεύθερες πτώσεις με την αδρεναλίνη στο κόκκινο, ενώ και στη Νύχτα Ρεβεγιόν, η πραγματικότητα στην οποία κινούνται οι ήρωες θυμίζει έντονα τη δική μας προσωπική και κοινωνική δυστοπία: Μέσα στην οθόνη, τα πρόσωπα όλων μας φωτίζονται σαν κεριά μέσα στο σκοτάδι κλείνοντας ραντεβού με την ελπίδα να δώσουμε στη ζωή μας λίγη παράταση.

Η αφήγηση, με τις συχνές υπερβάσεις και τις πρωτότυπες μεταφορές, ενισχύεται με παρατηρήσεις όπως εκείνη που χρησιμοποιεί η συγγραφέας στο συγκλονιστικό, ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου, Τριαντάφυλλα με μπακαλιάρο, υποδηλώνοντας το πάθος των ψαράδων για τη δουλειά τους (τακτοποιούσαν τα ψάρια τους κάθε μέρα ανάλογα με το χρώμα σαν να ήταν μακό πάνω σε ράφια), και θυμίζοντάς μας, κατ’ αντιδιαστολή, την ανούσια ταξινόμηση που πραγματοποιεί ο άνεργος, στα Μανταλάκια, της Καραμαγκιώλη.

Με αποκορύφωμα τη Χαλάστρα, υπαρξιακό θρίλερ βασισμένο στην ταινία μικρού μήκους BLACK SWELL, η Κουτρουμάνη, μέσ’ από πολύτροπες μορφικές και νοηματικές ανακατατάξεις και παραλλαγές, περιγράφει αποκαλυπτικά την αντρική έπαρση και ψευδαίσθηση αλλά και την από αιώνες καλλιεργημένη αντίληψη για την αδυναμία της γυναίκας να πιστέψει στον εαυτό της και να προχωρήσει.

 

Πηγή | Copyright: Εφημερίδα των Συντακτών | Χρύσα Φάντη

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.