Το μυθιστόρημα «Το Αίνιγμα του Ισίδωρου Ντυκάς» (εκδόσεις Ιωλκός, 2024), της Λυδίας Μαργαρώνη, μόλις κυκλοφόρησε.
***
Οι δίδυμες αρκετά χρόνια πια, είναι τακτοποιημένες με τις οικογένειές τους στην Αμερική και βέβαια, θα μηχανορραφούν όπως πάντα. Οι δίδυμες που ήταν ο εφιάλτης μου όταν ήμουν παιδί κι έβρισκα παρηγοριά στο πλευρό του Ζαν Μαρί. Μου έστηναν συνεχώς παγίδες, να χάσω τους βόλους μου, να τρομάξω με το ψοφίμι που μύριζε απαίσια, να δείξουν τις σκιές από τα δέντρα σαν τέρατα. Με τέτοιους εκφοβισμούς εγώ έβρισκα την ευκαιρία να χωθώ στο κρεβάτι του Ζαν, παιδί ήταν κι αυτός κι έβρισκε γούστο στους φόβους μου και συνωμοτούσαμε να μην το πούμε σε κανέναν. Με γυρνούσε αξημέρωτα στο κρεβάτι μου και δε με ένοιαζε καθόλου αυτή η ταλαιπωρία, μου αρκούσε η ασφάλεια του ύπνου στη ζεστασιά του και το ότι είχαμε ένα μεγάλο μυστικό μόνο οι δυο μας. Ώσπου οι δυο κακίστρες βρήκαν τον τέλειο τρόπο να με εκβιάζουν και να παίρνουν το χαρτζιλίκι μου για να μην πουν στους γονείς το μυστικό εκείνο που δεν ήταν πια μυστικό και φυσικά, δεν κράτησαν την υπόσχεση και τα ξεφούρνισαν με πολλές δικές τους ψεύτικες προσθήκες για να φρίξουν οι δύο γονείς και να με ρωτήσουν σοβαρά: «Πώς θα ξαναδείς στα μάτια τη Μαντόνα;». Εμένα καθόλου δε με ένοιαξε αυτός ο προβληματισμός. Όταν είδα, όμως, τον πατέρα να μιλάει έντονα, εμπρός από τη μεγάλη αποθήκη με το τριφύλλι και να κουνά το δάχτυλο απειλητικά στο κατακόκκινο πρόσωπο του Ζαν, που με κατεβασμένο κεφάλι έμενε ακίνητος, τότε κατάλαβα ότι στο εξής θα με έδενε κάτι διαφορετικό με τον αδελφό μου. Ο πατέρας έδειχνε κάπου μακριά με το χέρι και φώναζε. Δεν καταλάβαινα τι του έλεγε και πού έδειχνε. Μετά λίγες μέρες ο Ζαν μου είπε ότι υπάρχει φυλακή στην πρωτεύουσα που είναι κάτω από το νερό της λίμνης μαζί με τα ψάρια, για να ζουν, όσο αντέξουν εκεί, οι αμαρτωλοί και να βγάζουν λέπια στο σώμα τους όσες οι αμαρτίες που έχουν κάνει.
Ήμουν πράγματι παράξενο παιδί. Φοβόμουν τις σκιές από τα κλαδιά των δένδρων και δε φοβόμουν καθόλου τέτοιες υδρόβιες φυλακές, ούτε αμαρτίες, αντίθετα με γοήτευαν και πήρα την εκδίκησή μου από τις δίδυμες που στο εξής τις απειλούσα εγώ, ότι όλες αυτές οι αδικίες που έκαναν εις βάρος μου θα γίνονταν λέπια στο σώμα τους, θα έβγαζαν αγκάθια στα φρύδια και δε θα μπορούσαν να κοιτιούνται μεταξύ τους. Έκτοτε, νομίζω, βυθίστηκαν οριστικά η μια στην άλλη αντίκρυ. Με τις γαμψές μύτες και τα στρογγυλεμένα πιγούνια τους, έφτιαχναν στον κενό χώρο ανάμεσά τους ένα αρχαιοπρεπές δισκοπότηρο που γέμιζαν με το φαρμάκι των λόγων τους.[…]
«Το Αίνιγμα του Ισίδωρου Ντυκάς», Λυδία Μαργαρώνη, εκδ. Ιωλκός, 2024, σελ. 19-20
***
Για το βιβλίο
***