«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» | Ελένη Παπανδρέου

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το υπό έκδοση λεύκωμα «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελένης Παπανδρέου, στο Fractal.

 

 

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ελένης Παπανδρέου «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία»

 

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Ελένης Παπανδρέου «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία», το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο από τις εκδόσεις Ιωλκός. Το βιβλίο έχει τη μορφή λευκώματος και περιλαμβάνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη Συρία πριν τον πόλεμο μαζί με έξι αλληγορικές ιστορίες, εμπνευσμένες από τις αντίστοιχες φωτογραφίες.

 

 

Η ΘΥΣΙΑ

 

Ο Μάχντη αγαπούσε τα πρόβατά του. Δεν είχε κάτι άλλο ν’ αγαπήσει. Σκορπίστηκε όλη του η οικογένεια σε μικρές και σύντομες τελετές.

Τάφοι αντικριστοί τα δυο μεγάλα αδέρφια του. Μαζί γεννήθηκαν, μαζί αρρώστησαν κι όταν ήρθε η ώρα τους, μαζί μπήκαν στο χώμα. Ζήλεψε ο πατέρας την τύχη τους κι αγόρασε τον ίδιο πυρετό. Η μάνα έκανε υπομονή. Μα όταν έθαψε τη μικρή της κόρη, άνοιξε την πόρτα στην αρρώστια. Την τάισε με μέρες σκοτεινές κι όταν δεν είχε άλλη σάρκα να δώσει, την ευχαρίστησε κι έπεσε να κοιμηθεί μαζί της.

Μετά την κηδεία της μάνας του ο Μάχντη ησύχασε. Ξοδεύτηκε μέσα του όλος ο τρόμος. Το σπίτι μεγάλωσε και γέμισε με άδειες γωνίες. Σκόνταφτε πάνω σε άδεια κρεβάτια, άδεια πιάτα τρυπούσαν το τραπέζι. Περίσσευαν τα βήματα και οι σκέψεις ξεχείλιζαν από κλειστά μπαούλα. Ήταν χειμώνας βαρύς. Το πρώτο βράδυ δεν κοιμήθηκε. Έμοιαζε η ψυχή του με πάτο πηγαδιού, σκοτεινή κι απρόσιτη. Το δεύτερο βράδυ δεν τον χωρούσε το κρεβάτι. Το λιγοστό φως του φεγγίτη τον διαπερνούσε και οι τοίχοι τον πλάκωναν. Το τρίτο βράδυ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα τα πρόβατα. Γέμισε ανάσες το σπίτι και ζεστάθηκε η καρδιά του.

Άλλη οικογένεια δεν είχε ο Μάχντη από αυτά τα ζώα. Οι ρίζες του μπερδεύονταν με τις δικές τους ρίζες. Γενιές πίσω είχαν οι μοίρες τους δεθεί. Ήταν μια κληρονομιά που τον υπηρετούσε με βελάσματα και αναμασήματα. Τι κι αν ήταν η τροφή λιγοστή; Αρκούσε για να μοιράζονται μια ζωή που γεννούσε νέα ζωή. Πλάσματα τρυφερά και ήσυχα, το βράδυ τον κύκλωναν με τη ζεστασιά τους και τη μέρα τον γέμιζαν με την ελαφρότητα της δικής τους ύπαρξης.

Ονομάτιζε ξεχωριστά το κάθε πρόβατο. Είχε ανάγκη τα ονόματα. Ήταν ένας δρόμος να μην επιστρέφει άδεια η φωνή του. Ο Χάμεντ, η Σάμαρ, ο Σαλίμ, η Νούχα και το μικρό Λάιθ ήταν απαλά χνότα που έτρεχαν, έτρωγαν και κοιμούνταν, ώσπου εκείνος να τα καλέσει. Τότε, τα ονόματα γίνονταν πατρίδες. Τα μαύρα κουτιά της ζωής του γέμιζαν από χρωματιστές συλλαβές και κάτι τραχύ μέσα του ησύχαζε, σαν να του έδινε, όχι ένα, αλλά πολλά ονόματα να χορτάσει την πείνα του.

Ξεχώριζε τη Μάισα, τη μάνα του κοπαδιού. Η ζωή είχε τρέξει μέσα της τόσο δυνατά, που ο θάνατος την είχε ξεχάσει. Συνέχιζε να γεννά, όχι με το σώμα, αλλά με τη γενιά της. Τα παιδιά των εγγονιών της γέμιζαν τον κόσμο με χοροπηδητά και γάλα λευκό έτρεχε από τα στήθη τους. Κοιμόταν πάντα στα δεξιά του Μάχντη, για να ξορκίζει τον αόρατο φόβο που τον ξυπνούσε κάθε βράδυ. Ψιθυριστά φώναζε τ’ όνομά της κι εκείνη έχωνε το κεφάλι της στον λαιμό του. Το ζεστό της σώμα γινόταν μια σπηλιά. Εκεί ξεκουραζόταν η νύχτα με τα χέρια της γεμάτα από τη ρυθμική επιβεβαίωση της ζωής που συνεχίζεται.

Ο Μάχντη από παιδί έφτυνε το κρέας που του έβαζαν στο στόμα. Δεν το ήθελε γιατί είχε τη γεύση του θανάτου. Δεν τα πουλούσε τα ζώα του. Αν δεν έφτανε το χορτάρι, προτιμούσε να τ’ αφήσει ελεύθερα κι αν ήθελαν, ας επέστρεφαν. Πάντα επέστρεφαν χορτασμένα από τροφή κι ελευθερία. Τα καλοκαίρια χωμένος ανάμεσά τους μάζευε αστέρια με τη σκέψη του και τα έχωνε βαθιά στη γη ν’ ανθίσουν πετρολούλουδα. Ήταν γλυκιά τροφή τα πετρολούλουδα για τα ζώα. Τον χειμώνα μάζευε τα βήματά τους σε μικρές βόλτες γύρω από το σπίτι και την άνοιξη τους άνοιγε τον δρόμο για την ξεγνοιασιά των λιβαδιών.

Όσο κι αν οχυρωνόταν πίσω από την ηρεμία των στιγμών, μια ώρα ασφυχτικά δική του τον καλούσε, μαζί και όλο το κοπάδι. Βράδυ ήρθε κείνη η ώρα. Πρώτος κοίταξε ψηλά o Αμπάς, το μαύρο κριάρι που είχε ψυχή σμιλευμένη από θάρρος και σκληρή δύναμη. Σήκωσε τα μπροστινά του πόδια, έβγαλε δυνατή φωνή και με μεγάλα πηδήματα ανέβηκε στον αέρα. Ένας μυστηριακός χορός γέμισε τον ουρανό. Μια λευκή γραμμή από πρόβατα κάλπαζε προς το άγνωστο. Ένα προς ένα τα ζώα χάθηκαν σε μια τρύπα έναστρου ουρανού, ώσπου δεν ακουγόταν πια ούτε βέλασμα ούτε κουδούνι.

Τελευταία έμεινε η Μάισα. Ο Μάχντη δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. Έσφιξε τα χέρια στα πλευρά της, την αγκάλιασε και μαζί ανέβηκαν στον ουρανό. Άνοιξαν τα σύννεφα να τους υποδεχθούν και χιλιάδες φωτάκια λαμπύρισαν φωνάζοντας τ’ όνομά του. Ήταν αιθέριος ο κόσμος εκεί πάνω. Φτιαγμένος από διάφανο γκρίζο μπαμπάκι αντανακλούσε τη μορφή των αστεριών σαν μια μεγάλη λαμπερή λίμνη. Σκορπισμένα στα σύννεφα τα ζώα ξαπόσταιναν από αυτή την ιδιόρρυθμη διαδρομή, αναμασώντας αέρα και φως. Όλα ήταν γλυκά, από ένα δικό του παρελθόν βγαλμένα.

Θυμήθηκε τη γιαγιά του, τη Σαλούα. Όταν ήταν μικρός τον τάιζε ψωμί με ζάχαρη κι εκείνος της έγλειφε τα δάχτυλα. Γελούσε τότε η γιαγιά και του φώναζε:

«Προβατάκι μου, εσύ! Από ζάχαρη και μέλι να είναι η ζωή σου!».

Μια μικρή σταγόνα χαράς έσταξε μέσα του.

«Κι αν η ζωή εδώ είναι φτιαγμένη από ζάχαρη και μέλι;» σκέφτηκε.

Ανάμεσα σε αστέρια και βρόχινες λίμνες, θυμήθηκε το παιδί που του είχαν κλέψει τόσοι θάνατοι.

[…]

 

Πηγή: Fractal

 

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.