Σκέψεις του Μάνου Κοντολέων για το «Ηφαίστειο»

Με αφορμή την παρουσίαση του συλλογικού μυθιστορήματος «Ηφαίστειο» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 22 Οκτωβρίου, στο cafe «O Κήπος του Μουσείου», ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων εκφράζει μερικές σκέψεις του στο Bookpress.

 

Ενθαρρύνοντας τους νέους συγγραφείς – Σκέψεις με αφορμή μια εκδήλωση

Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

 

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στην παρουσίαση ενός νέου βιβλίου που έχει μια ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων «Ηφαίστειο», που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Ιωλκός. Η ιδιαιτερότητα της εν λόγω συλλογής έχει να κάνει με το γεγονός πως τα 10+ 1 διηγήματα που περιλαμβάνονται έχουν γραφτεί (τα δέκα) από νέους και πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους, ενώ το ενδέκατο από τον εμψυχωτή της ομάδας, το γνωστό συγγραφέα Κώστα Κατσουλάρη.

Στo πλαίσιo της ολοκλήρωσης των συναντήσεων Δημιουργικής Γραφής που διοργάνωνε ο Κώστας Κατσουλάρης εκφράστηκε η ιδέα οι δέκα συμμετέχοντες να δημιουργήσουν ένα, κατά κάποιο τρόπο συλλογικό και σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπου το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μυθιστορηματικός ιστός θα ήταν η πιθανή παραμονή τους σε ένα νησί, και συγκεκριμένα στη Νίσυρο, και στο πώς αυτό το νησί θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τη διάθεση καθενός στο να αναλάβει ένα ρόλο αφηγητή.

Εκδοτική συνύπαρξη

Στην ουσία έχουμε δέκα διηγήματα (μαζί με ένα σύντομο ακόμα κείμενο που το υπογράφει ο συντονιστής) των οποίων η εκδοτική συνύπαρξη μάς συστήνει με ένα πρωτότυπο τρόπο δέκα νέους επίδοξους πεζογράφους. Η παρουσίαση του έργου στηρίχτηκε κυρίως στο σκεπτικό της ομαδικής αυτής συγγραφής, έτσι όπως μας την παρουσίασε ο Κώστας Κατσουλάρης και στη συνέχεια σε κάποια λόγια του επίσης γνωστού συγγραφέα Νίκου Δαββέτα, ο οποίος και μίλησε για το τι σημαίνει να κάνεις τα πρώτα σου βήματα στο χώρο της Γραφής και στον τρόπο μα και στο γιατί θα πρέπει τέτοιες προσπάθειες να επικροτούνται.

Η περίοδος που τα τελευταία χρόνια η ελληνική λογοτεχνία διανύει έχει πολλά και αντικρουόμενα πρόσωπα. Εν μέσω μιας κοινωνικής όσο και οικονομικής κρίσης είναι εύκολο ο γνωστός, και σε ένα βαθμό σταθερός, δρόμος που χαραζότανε μια συγγραφική πορεία να έχει χάσει και την σταθερότητά του και ακόμα να μην έχει ανακαλύψει μια νέα. Ο εγκλεισμός της πανδημίας έφερε τους ανθρώπους σε ακραία σημεία εσωτερικών αναταράξεων και πολλοί υπήρξαν εκείνοι που αναζήτησαν διέξοδο στην καταγραφή των συναισθημάτων τους. Και όπως διανύουμε τον αιώνα των «ιδιωτικών δημοσιοποιήσεων» ήταν λογικό η παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος του ημερολογίου να μην επαρκεί και να έρθει στην επιφάνεια η ανάγκη να εκφράσουμε με κάποιον δημόσιο τρόπο τις ανησυχίες μας και μάλιστα ενδεδυμένες με μια λογοτεχνική μορφή.

Ο εγκλεισμός της πανδημίας έφερε τους ανθρώπους σε ακραία σημεία εσωτερικών αναταράξεων και πολλοί υπήρξαν εκείνοι που αναζήτησαν διέξοδο στην καταγραφή των συναισθημάτων τους.

Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τους νεοεισαχθέντες στο λογοτεχνικό πεδίο, αλλά και πολλούς δόκιμους συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και ο πιο απόμακρα ενδιαφερόμενος για τα λογοτεχνικά δρώμενα παρατηρεί αύξηση όχι μόνο τίτλων που εκδίδονται, αλλά και αύξηση εκείνων που αποφασίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εκδώσουν τα πεζογραφήματά τους. Είναι όλα τους άξια προς έκδοση; Ή με μια άλλη διατύπωση – σε προηγούμενη εποχή όλα αυτά τα έργα θα έβρισκαν εκδότη;

Νομίζω πως η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Αλλά αυτό δε σημαίνει πως ανάμεσα σε όλους αυτούς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκδίδουν τα έργα τους και με τον έναν ή τον όποιον άλλον τρόπο προσπαθούν να τα κάνουν γνωστά, δεν υπάρχουν και εκείνα τα ονόματα που θα συνεχίσουν την ύπαρξη της ελληνικής λογοτεχνίας. Μπορεί κανείς να τα διακρίνει από την πρώτη και μόνο εμφάνιση τους;

Με την πολυετή εμπειρία μου (συγγραφική, αναγνωστική και κριτική) απαντώ «ναι» και την ίδια στιγμή αμφισβητώ αυτήν την βεβαιότητα. Οι άνθρωποι ξαφνιάζουν ανατρέποντας προγνωστικά και καταργώντας αυθεντίες. Και ασφαλώς την τελική απάντηση στο ερώτημα θα τη δώσει ο χρόνος, αλλά πιο πριν και ο ίδιος, ο κάθε συγγραφέας.

Αυτή τη θέση πρότεινε και ο Νίκος Δαββέτας και μάλιστα αφηγήθηκε τη δική του προσωπική εμπειρία, όταν το 1983, ένας εκδοτικός οίκος εξέδωσε συγχρόνως πέντε βιβλία νέων ποιητών και πεζογράφων (ένα από αυτά και το δικό του) και γνωστός παράγοντας —τότε— του χώρου δημοσιοποίησε τη διαμαρτυρία του για το ποιος ο λόγος να εκδοθούν πέντε μαζί νέοι λογοτέχνες όταν ήδη —εκείνη την εποχή— είχαμε μια πληθώρα μεγάλων και διεθνώς αναγνωρισμένων ποιητών και πεζογράφων.

Όταν μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης ζητήθηκε και από εμένα να πω δυο λόγια […] στρεφόμενος προς τους δέκα νέους πεζογράφους τους υπενθύμισα πως το συγγραφικό τους μέλλον οι ίδιο μόνοι τους θα το καθορίσουν.

Όταν μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης ζητήθηκε και από εμένα να πω δυο λόγια για την παρουσίαση της συλλογής (είχαμε ήδη ακούσει δέκα συντομότατα αποσπάσματα των διηγημάτων να τα διαβάζουν οι ίδιοι οι συγγραφείς τους) συμφώνησα με τον Νίκο Δαββέτα και στρεφόμενος προς τους δέκα νέους πεζογράφους τους υπενθύμισα -θα έλεγα πως τους διαβεβαίωσα- πως το συγγραφικό τους μέλλον οι ίδιο μόνοι τους θα το καθορίσουν. Και προς επικαιροποίηση της θέσης μου αυτής, με τη σειρά μου αφηγήθηκα τη δική μου αντίστοιχη προσωπική εμπειρία.

Ήταν στο μακρινό -και τόσο διαφορετικό, αλλά και τελικά παρόμοιο με το σήμερα- 1969, όταν οι Εκδόσεις Κάλβος (σοβαρός εκδοτικός οίκος της εποχής) είχαν την ιδέα να εκδώσουν μια συλλογή διηγημάτων δέκα νέων και σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ -το διήγημα «Τα στερνά» είναι η πρώτη μου επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία μας. Αξίζει να αναφέρω τα ονόματα των υπολοίπων συγγραφέων του τόμου: Θανάσης Γιαλκετσής, Δημήτρης Διαμαντής, Ιάσων Ιωαννίδης, Δημήτριος Κολλινιάτης, Μάνος Κοντολέων, Θανάσης Κωσταβάρας, Λία Μεγάλου, Ηλίας Παπαδημητρακοπουλος, Σάκης Παπαδημητρίου, Στέφανος Σταμάτης.

Προσωπικά -κι ήταν νομίζω απόλυτα κατανοητό- περίμενα με αγωνία κάποια κρίση για τον όλον τόμο, αλλά και για το κάθε διήγημα ξεχωριστά, κάπου να γραφτεί. Υπενθυμίζω πως μόλις άρχιζε η περίοδος της Μεταπολίτευσης και κάθε νέα εμφάνιση είχε έναν πολυδύναμο συμβολισμό. Και γράφτηκε τελικά. Στο «Βήμα», με την υπογραφή του Βάσου Βαρίκα (όνομα «βαρύ» εκείνον τον καιρό στο χώρο της κριτικής). Στο κείμενό του αναφερότανε -θετικά ή με επιφυλάξεις- στα εννέα διηγήματα. Μήτε καν αναφορά στο όνομα εκείνου που είχε γράψει το δέκατο. Ο Μάνος Κοντολέων, λες και δεν συμμετείχε στον τόμο.

Στο κείμενό του αναφερότανε -θετικά ή με επιφυλάξεις- στα εννέα διηγήματα. Μήτε καν αναφορά στο όνομα εκείνου που είχε γράψει το δέκατο. Ο Μάνος Κοντολέων, λες και δεν συμμετείχε στον τόμο.

Το αν πικράθηκα δεν χρειάζεται να το περιγράψω. Και ίσως να μην ήταν πίκρα και μόνο. Ίσως το τραύμα να ήταν ακόμα πιο βαθύ. Από το να σε αγνοούν, καλύτερα να σε κατακρίνουν. Δεν είναι τυχαίο πως μετά από δέκα χρόνια -το 1979- κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο.

Όλα αυτά είναι πλέον ιστορία και αν έχει κάποια σημασία η εξιστόρησή της -αλλά και η αναφορά της στην σύντομη παρέμβασή μου στην παρουσίαση του Ηφαίστειου- είναι ακριβώς αυτό που και πιο πάνω ανέφερα. Ο κάθε νέος πεζογράφος στα χέρια του και μόνο κρατά το μέλλον του. Αυτό το τόνισα και τους το συμβούλεψα. Τους ευχήθηκα καλή επιτυχία.

Από εκεί και πέρα υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν το είπα, προχθές, αλλά τώρα μπορώ να το γράψω. Η κριτικοί είναι διαμεσολαβητές. Η εξουσία τους δεν νομιμοποιείται. Κι άλλωστε αμφισβητείται. Ο ρόλος τους -πέρα από τη μεσολάβηση ανάμεσα στα έργα και στους αναγνώστες- είναι και αυτός της ενθάρρυνσης κάθε νέου που δοκιμάζει τα πρώτα πετάγματα του στον χώρο της λογοτεχνίας. Αυτή τη στάση προσπαθώ να κρατώ τόσα χρόνια τώρα. Και πάντα καλωσορίζω στη λογοτεχνική συντροφιά μας τα νέα μέλη… Ίσως και να προσδοκώ και να με ανατρέψουν. Αφού όμως πρώτα θα έχουν πατήσει πάνω μου. Και πάνω σε όλους τους συγγραφείς των γενεών που προϋπήρξαν της δικής τους.

Έτσι στήνονται οι εθνικές λογοτεχνίες. Όσο ακόμα θα υπάρχουν – αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

 

Πηγή: Bookpress

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.