Παπαϊωάννου, Παναγιώτης
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου γεννήθηκε το Μάρτιο του ’71. Πήγε στο πρώτο του πάρτι το Δεκέμβριο του ’80, πήρε στα χέρια του την πρώτη συλλογή γραμμένη σε 60άρα ΤDK το Φθινόπωρο του ’83 και βρέθηκε στην πρώτη του συναυλία το Μάιο του ’86, έχοντας φάει κατακέφαλα ολίγη από τη ραδιενεργή βροχή του Τσερνόμπιλ. Έζησε μέρες Σισμίκ, ήταν μέσα στον τελικό του Ευρωμπάσκετ, είδε τις πανελλήνιες να γίνονται πανελλαδικές και παρακολούθησε με ιερή ευλάβεια κινηματογράφο, το LiveAid (σε κονσέρβα), Κύπελλα Εθνών Ευρώπης και Μουντιάλ. Ακολούθησαν κι άλλα πάρτι, κασέτες, δίσκοι, εξετάσεις, καλοκαίρια, ταινίες, συναυλίες, ραδιοφωνικές εκπομπές και μεταπτυχιακές σπουδές, πριν αρχίσει από το ’97 να παρεπιδημεί για τα προς το ζην στις δικαστικές αίθουσες. Τα τελευταία είκοσι και κάτι χρόνια έχει δημοσιεύσει βιβλία, έρευνες και άρθρα σχετικά με ζητήματα Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας, συμμετέχει σε ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια, ενώ συνεχίζει να αρθρογραφεί τοποθετούμενος δημόσια σε θέματα αιχμής που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, στο οποίο δεν παραλείπει να συλλειτουργεί βιοποριζόμενος ως μαχόμενος δικηγόρος. Εξακολουθεί ν’ ακούει μουσική και να γράφει γι’ αυτήν, καθώς και να συχνάζει σε μέρη όπου το ροκ λαμβάνει χώρα δυνατά και καθαρά. Στην ερώτηση που συχνά του απευθύνουν: «Πώς κι εσείς, ένας δικηγόρος, διδάκτωρ εγκληματολογίας…», προλαβαίνει κι απαντά: «Για τις δικές μας γενιές, δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι πρέπει να εγκαταλείπεις τις πολιτισμικές αποσκευές σου με αντάλλαγμα την ομογενοποίηση και τη σοβαροφάνεια».
Παπαϊωάννου, Παναγιώτης
Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου γεννήθηκε το Μάρτιο του ’71. Πήγε στο πρώτο του πάρτι το Δεκέμβριο του ’80, πήρε στα χέρια του την πρώτη συλλογή γραμμένη σε 60άρα ΤDK το Φθινόπωρο του ’83 και βρέθηκε στην πρώτη του συναυλία το Μάιο του ’86, έχοντας φάει κατακέφαλα ολίγη από τη ραδιενεργή βροχή του Τσερνόμπιλ. Έζησε μέρες Σισμίκ, ήταν μέσα στον τελικό του Ευρωμπάσκετ, είδε τις πανελλήνιες να γίνονται πανελλαδικές και παρακολούθησε με ιερή ευλάβεια κινηματογράφο, το LiveAid (σε κονσέρβα), Κύπελλα Εθνών Ευρώπης και Μουντιάλ. Ακολούθησαν κι άλλα πάρτι, κασέτες, δίσκοι, εξετάσεις, καλοκαίρια, ταινίες, συναυλίες, ραδιοφωνικές εκπομπές και μεταπτυχιακές σπουδές, πριν αρχίσει από το ’97 να παρεπιδημεί για τα προς το ζην στις δικαστικές αίθουσες. Τα τελευταία είκοσι και κάτι χρόνια έχει δημοσιεύσει βιβλία, έρευνες και άρθρα σχετικά με ζητήματα Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας, συμμετέχει σε ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια, ενώ συνεχίζει να αρθρογραφεί τοποθετούμενος δημόσια σε θέματα αιχμής που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, στο οποίο δεν παραλείπει να συλλειτουργεί βιοποριζόμενος ως μαχόμενος δικηγόρος. Εξακολουθεί ν’ ακούει μουσική και να γράφει γι’ αυτήν, καθώς και να συχνάζει σε μέρη όπου το ροκ λαμβάνει χώρα δυνατά και καθαρά. Στην ερώτηση που συχνά του απευθύνουν: «Πώς κι εσείς, ένας δικηγόρος, διδάκτωρ εγκληματολογίας…», προλαβαίνει κι απαντά: «Για τις δικές μας γενιές, δεν είναι πουθενά γραμμένο ότι πρέπει να εγκαταλείπεις τις πολιτισμικές αποσκευές σου με αντάλλαγμα την ομογενοποίηση και τη σοβαροφάνεια».