Οι πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου | Σπυρόπουλος Κώστας

Κριτική της Χριστίνας Αγριαντώνη για το βιβλίο «Οι πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), του Κώστα Σπυρόπουλου, στο the book’s journal.

 

Σαμπάνια από την Τρίπολη

 

Κώστας Σπυρόπουλος, Οι πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου. Κείμενα – ντοκουμέντα οινοποιών από το 1859 έως το 1934. Τεγέα – Τρίπολη – Μαντίνεια, Ιωλκός, Αθήνα 2022, 96 σελ.

Από τις μικρές, ατομικές ιστορίες συχνά κατανοούμε τα μεγάλα ζητήματα καλύτερα από ό,τι μέσα από συνθετικές αφηγήσεις. Η άγνωστη υπόθεση των πρωτοπόρων του μοσχοφίλερου που μας αποκαλύπτει το βιβλίο του Κώστα Σπυρόπουλου ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για την πρώιμη προσπάθεια τριών οικογενειών οινοποιών της Αρκαδίας να αναπτύξουν την παραγωγή καμπανίτη οίνου (σαμπάνιας), αλλά και γενικότερα την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ώς το Μεσοπόλεμο. (τεύχος 140)

Γύρω από την προσπάθεια να γίνει η Αρκαδία παραγωγός σαμπάνιας και κρασιού υψηλής ποιότητας, ο Κώστας Σπυρόπουλος καταθέτει πληροφορίες και σκέψεις για πολλά συγγενικά θέματα: την ιστορία μιας οικογένειας, τις καινοτομίες των «πρωτοπόρων», τις στάσεις της τοπικής κοινωνίας της εποχής, την αντιμετώπιση μιας σοβαρής επιχειρηματικής προσπάθειας από το κράτος, εντέλει το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας κατά την περίοδο αυτή.

Το έργο είναι αποτέλεσμα πολυδιάστατης και μακρόχρονης έρευνας. Ο συγγραφέας το δούλεψε με μεράκι, με την ώθηση που δίνει η περιέργεια και η χαρά της ανακάλυψης. Έχει κάνει δουλειά ιστορικού, με τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας δουλειάς: τεκμηρίωση με χρήση ποικίλων πηγών –έντυπα εποχής, αρχειακό υλικό, προφορικές μαρτυρίες, επιτόπια έρευνα–, προσεκτική διατύπωση των πορισμάτων αλλά και των αμφιβολιών. Με γλαφυρή γραφή, από έναν έμπειρο χειριστή του γραπτού λόγου, το βιβλίο διαβάζεται άνετα και θέτει ερωτήματα, ανοίγει δηλαδή την όρεξη για περαιτέρω έρευνα, μια ακόμα αρετή της πρωτότυπης έρευνας.

 

Τρεις οικογένειες

Ο παλαιότερος παραγωγός σαμπάνιας ήταν ο Ανδρέας Γεωργιάδης, ο οποίος ίδρυσε το 1859 στην Τρίπολη το «Οινοποιείο Μαντινείας», όπου προσπάθησε για πρώτη φορά να παρασκευάσει αφρώδη οίνο. Στην επόμενη γνωστή οικογένεια οινοποιών, των Αδελφών Σπ. Παπανικολάου, αφιερώνεται το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου, καθώς υπήρξε η σπουδαιότερη επιχείρηση του κλάδου και έχει αφήσει τα περισσότερα ίχνη. Η παραγωγή σαμπάνιας στο οινοποιείο που εγκαταστάθηκε στο αρχοντικό της οικογένειας, στο χωριό Ρίζες της Τεγέας, ξεκίνησε περί το 1885. Η τρίτη οικογένεια, των Αδελφών Παπαγεωργιάδη, ίδρυσε οινοποιείο στην Τρίπολη το 1898. Το τέλος των επιχειρήσεων αυτών δεν είναι γνωστό με ακρίβεια, πάντως δεν φαίνεται να ξεπέρασαν τον ορίζοντα της δεκαετίας του 1930 και τα όρια της πρώτης γενιάς. Μόνο για την παλαιότερη επιχείρηση, του Γεωργιάδη, μαθαίνουμε ότι είχε διάδοχο, τον Πάνο Πρεβεζάνο. Οι αδελφοί Παπανικολάου χρεοκόπησαν περί το 1935, ενώ η επιχείρηση των Παπαγεωργιάδη ίσως έζησε μερικά χρόνια ακόμα.

Και οι τρεις πρωτοπόροι είχαν σπουδάσει στη Γαλλία – ο πρώτος, ο Γεωργιάδης, με υποτροφία της κυβέρνησης, στο Μπορντώ και τη Champagne. Και οι τρεις προωθούν με ζήλο το προϊόν τους, υπερασπίζονται την ποιότητά του, μετέχουν συστηματικά στις διεθνείς εκθέσεις, όπου συχνά βραβεύονται. Είναι οραματιστές και φιλοδοξούν να μετατρέψουν το οροπέδιο της Μαντινείας και της Τεγέας σε «Καμπανία της Ανατολής» ή, αργότερα, σε «Καμπανία της Ελλάδας» – μια μετονομασία που έγινε τον Μεσοπόλεμο και που, όπως εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, αποτυπώνει σε μια λέξη το τέλος των οραμάτων περί πολιτισμικής και πνευματικής κυριαρχίας του Ελληνισμού στην «καθ’ ημάς Ανατολή».

Δεν γνωρίζουμε από πότε είχε διαπιστωθεί ότι η περιοχή της Μαντινείας και της Τεγέας, χάρη στο μικροκλίμα της, τη γεωμορφολογία και τις ποικιλίες των σταφυλιών της (το φιλέρι), ήταν πρόσφορη για την παραγωγή αφρώδους οίνου με φυσική μέθοδο. Φαίνεται ότι κάποιες δοκιμές είχαν γίνει μερικά χρόνια νωρίτερα, ωστόσο ο Ανδρέας Γεωργιάδης μπορεί να θεωρηθεί ως το κομβικό πρόσωπο και το 1859, ως το σημαδιακό έτος για τη μετατροπή της δυνατότητας σε πραγματικότητα αλλά και γενικότερα για την εισαγωγή των γαλλικών μεθόδων οινοποιίας στην περιοχή. Ο Γεωργιάδης, ο οποίος, επιστρέφοντας από τη Γαλλία, έφερε μαζί του έναν νεαρό γάλλο οινοποιό, προπαγάνδισε το επίτευγμά του, αλλά σε πρώτη φάση απέτυχε και μετακινήθηκε στην Πάτρα, όπου εργάστηκε ως τεχνικός διευθυντής σε εταιρικό οινοποιείο, δεν εγκατέλειψε όμως το «Οινοποιείο Μαντινείας», το οποίο εμφανίζεται να μετέχει σε διεθνείς εκθέσεις αρκετά χρόνια αργότερα.

Οπωσδήποτε το κεντρικό πρόσωπο στην υπόθεση του αφρώδους οίνου της Αρκαδίας ήταν ο Βασίλης Παπανικολάου. Ο πατέρας του, Σπυρίδων Παπανικολάου, φαίνεται πως άκουσε τα μηνύματα του Γεωργιάδη για τις δυνατότητες των κρασιών της περιοχής και έστειλε τον Βασίλη –έναν από τους 5 γιους του-, να σπουδάσει χημεία στη Γαλλία. Αυτός υπήρξε ο κύριος δημιουργός μιας ανθηρής επιχείρησης παραγωγής κρασιών και «αφρώδους οίνου», για χάρη της οποίας μετατράπηκε σε «κάστρο» το αρχοντικό στις Ρίζες, με κατάλληλο εξοπλισμό, εισαγόμενο από τη Γαλλία. Ιδιαίτερα επινοητικός, με δονκιχωτική επιμονή, ανέλαβε διεθνή εκστρατεία διαφήμισης του καμπανίτη οίνου, συμμετέχοντας σε όλες τις διεθνείς εκθέσεις και σε Παγκόσμια Συνέδρια των αμπελουργών, και αρθρογραφώντας στον εγχώριο Τύπο. Τα σήματα στις φιάλες, οι φροντισμένες ετικέτες, το κατάστημα πώλησης στην Αθήνα (από το 1897), όλα αυτά συμπληρώνουν το καινοτόμο μάρκετινγκ της επιχείρησης των αδελφών Παπανικολάου.

Η επιχείρηση γνώρισε σημαντική επιτυχία, προχώρησε σε εξαγωγές, άνοιξε αργότερα εργοστάσιο στην Αθήνα, «μπήκε στα σαλόνια», απέκτησε σχέσεις με πολιτικούς της βενιζελικής παράταξης μετά το 1909 και κατά τον Μεσοπόλεμο ανοίχτηκε σε άλλες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, εξασφάλισε μια σύμβαση το 1924 για την αποστράγγιση της λίμνης Τάκα (στο οροπέδιο της Τεγέας, 10 χιλιόμετρα από την Τρίπολη), αναλαμβάνοντας να ιδρύσει εκεί υδροηλεκτρικό σταθμό και σε αντάλλαγμα να λάβει 15.000 στρέμματα γης. Εικάζω ότι η σύμβαση υπογράφηκε επί πρωθυπουργίας Παπαναστασίου, που ήταν ο πιο στενός πολιτικός της οικογένειας. Αλλά η εμπλοκή με την πολιτική έχει και το κόστος της. Το όλο διάβημα, με τις καθυστερήσεις που προκάλεσαν οι πολιτικές αλλαγές και αντιπαραθέσεις της εποχής και με τη δυσκολία να βρεθεί κατάλληλη χρηματοδότηση, οδήγησε την επιχείρηση στην έκπτωση και την καταστροφή.

Το μέρος του βιβλίου που αφιερώνεται στην οικογένεια Παπανικολάου, είναι ιδιαίτερα διεισδυτικό και θα έλεγα συναρπαστικό. Ο πατέρας Σπυρίδων, πραγματικός «πατέρας-αφέντης», ήταν «πολυμήχανος επαρχιώτης έμπορος» κατά τον συγγραφέα, και στην οικογένεια ίσχυε ο «άγραφος, πλην σιδηρούς κανόνας να επικρατεί η γνώμη του πατέρα». Αυτός παρακολουθεί τα πάντα, έχει γνώμη για τα πάντα. Η εξωστρεφής πολιτική των γιων, οι μάχες που δίνει δημοσίως ο Βασίλης απέναντι σε ισχυρούς ανταγωνιστές επισύρουν την επίκριση του πατέρα και προκαλούν «σύγκρουση γενεών». Η μάνα, κόρη γιατρού, είναι ο «εγγυητής της ενότητας» της οικογένειας. Μιας οικογένειας που ήταν μυστικοπαθής, στενά δεμένη και βαθιά θρησκευόμενη (έγιναν παλαιοημερολογίτες μετά το 1923). Η περίπτωσή της μας παραπέμπει σε εκείνες τις επιχειρηματικές οικογένειες της Αγγλίας και της Αμερικής που ήταν Κουάκεροι (Barclays, Lloyds, Clark κ.ά.). Σύμφωνα με τοπικό θρύλο, η μάνα έστειλε τις δύο κόρες να γίνουν μοναχές και επέβαλε στους γιους της τον όρκο της αγαμίας. Ο συγγραφέας δεν υιοθετεί το θρύλο, σημειώνει όμως ότι όλοι οι γιοι έμειναν άγαμοι. Προκαλεί βέβαια έντονη έκπληξη και απορία, μια οικογένεια που έχει κάνει μια τόσο μεγάλη επένδυση, ψυχική και υλική, σε μια επιχείρηση, να μην ενδιαφέρεται για τη διαδοχή της. Από τους 5 γιους, με την επιχείρηση ασχολήθηκαν, εκτός από τον Βασίλη, ο Νίκος, ο πρωτότοκος, που σπούδασε μηχανικός, και ο Κωνσταντίνος, ο μικρότερος, τον οποίο ο πατέρας κράτησε εξαρχής στις Ρίζες.

 

Γιατί κατέρρευσε το όνειρο

Οι «πρωτοπόροι» δεν βρήκαν βέβαια στρωμένο δρόμο στην προσπάθειά τους. Ο Γεωργιάδης δεν κατόρθωσε να πείσει τους αμπελοκτηματίες να συμπράξουν μαζί του για την παραγωγή αφρώδους οίνου, αλλά ούτε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της κυβέρνησης στα πρώτα βήματά του. Κι ύστερα χρειάστηκε να αντικρούσει τις διαδόσεις ότι για την παραγωγή της σαμπάνιας του δεν χρησιμοποιούσε τον φυσικό τρόπο αλλά προσέθετε ανθρακικό οξύ. Διαδόσεις που θα συνόδευαν εξάλλου μεγάλο μέρος της ζωής των παραγωγών της Αρκαδίας. Στον καιρό του, και με αφορμή τη μεγάλη σταφιδική κρίση, και έπειτα την «κρίση των οίνων» στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Βασίλης Παπανικολάου, με άρθρα, διαλέξεις και υπομνήματα, ανέπτυξε δημόσια το όραμά του για τη βελτίωση της ελληνικής οινοποιίας συνολικά. Στηλίτευσε τη μαζική παραγωγή της ρετσίνας και την εξαγωγή χύμα κρασιών που χρησιμοποιούνταν σε άλλες χώρες για αναμείξεις, πολέμησε το σχέδιο προνομιακής παραχώρησης του παρακρατήματος στην εταιρεία που ίδρυσε η Τράπεζα Αθηνών –την Προνομιούχο και την Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων– και πρότεινε «τη σύνδεση του σταφιδικού προβλήματος μετά της οινοπαραγωγής του τόπου» – χωρίς να είναι σαφές, όπως σημειώνει ο Σπυρόπουλος, τι ακριβώς εννοούσε με αυτό. Ζήτησε επίσης την προστασία της οινοποιίας, την απαγόρευση εισαγωγής ξένων κρασιών, την ίδρυση οινολογικών σταθμών και την επιστράτευση όλων των δυνάμεων για τη βελτίωση της ποιότητας του ελληνικού κρασιού.

Κλείνοντας το κείμενό του, ο Σπυρόπουλος θέτει ένα ερώτημα που θα απαιτούσε μεγάλη συζήτηση, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα κατέληγε σε οριστικές απαντήσεις. Το ερώτημα είναι, γιατί δεν έγινε από νωρίς η Αρκαδία μια ανεπτυγμένη περιοχή με βάση την παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιών, εφόσον μάλιστα διέθετε όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια τέτοια εξέλιξη; Ο ίδιος προτείνει ψήγματα απάντησης προς την κατεύθυνση κυρίως του «ελλείμματος πολιτικής ευθύνης», το οποίο ευνόησε την επιλογή της «φθηνής ανάπτυξης».

Είναι ιδιαίτερα ελκυστική αυτή η έννοια της «φθηνής ανάπτυξης», γιατί αποδίδει τα μόνιμα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της οικονομικής πολιτικής, και γιατί αντιστοιχεί σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της ελληνικής βιομηχανίας ώς την πολύ πρόσφατη εποχή. Καταλήγω λοιπόν με μερικά σύντομα σχόλια πάνω στις σκέψεις αυτές του συγγραφέα. Το πρώτο σχόλιο είναι ένα ερώτημα: πόσο μπορούσε να απορροφήσει η ελληνική αγορά τα ακριβά εκλεκτά κρασιά την εποχή εκείνη, και πόσο μπορούσαν αυτά να ανταγωνιστούν στις εξαγωγές τα φημισμένα προϊόντα μεγάλων και παλαιών οινοπαραγωγών χωρών; Το κοινό της σαμπάνιας στην Ελλάδα, προϊόντος με μακρόχρονες τεχνικές παραγωγής και υψηλό κόστος, ήταν εξαιρετικά περιορισμένο – και άλλωστε την εν δυνάμει πελατεία της την είχε ήδη κερδίσει η γαλλική σαμπάνια. Το κίνημα για την υποστήριξη της εγχώριας παραγωγής, που εμφανίζεται από τις αρχές του 20ού αιώνα και αναπτύχθηκε τον Μεσοπόλεμο –στο πλαίσιο των αναζητήσεων περί ελληνικότητας– ευνοούσε τα λαϊκά προϊόντα, δηλαδή τη ρετσίνα, και όχι βέβαια το προϊόν «απομίμησης» ξένων, όπως ήταν η ελληνική σαμπάνια. Σήμερα, η ποιοτική βελτίωση του ελληνικού κρασιού έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά είμαστε σε άλλον αιώνα και σε άλλο βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο.

Το δεύτερο σχόλιο αφορά το «έλλειμμα πολιτικής». Πράγματι υπήρξε τέτοιο έλλειμμα. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι την εποχή εκείνη η δραστική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ήταν εκτός συζήτησης. Το κράτος παρακολουθούσε ως θεατής τις τάσεις που διαμόρφωνε η ίδια η κοινωνία και η οικονομία: και εν προκειμένω, τη θεαματική διάδοση της σταφιδοκαλλιέργειας, η οποία στοίχισε βέβαια πολλά όταν έληξε η χρυσή εποχή της, αλλά στο μεταξύ είχε μεταμορφώσει την ελληνική ύπαιθρο και είχε στηρίξει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Σε κάποιο βαθμό εξάλλου, το κράτος παρενέβη στο επίπεδο που του αναλογούσε, δηλαδή στην εκπαίδευση, στέλνοντας υποτρόφους στη Γαλλία, μια πρακτική που συνεχίστηκε σε μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα. Τελευταίο σχόλιο, η μικροϊδιοκτητική δομή του αγροτικού χώρου, η σημασία του αμπελιού για τις αυτοκαταναλωτικές ανάγκες των νοικοκυριών και για την εξασφάλιση του αναγκαίου χρηματικού εισοδήματος, έθεταν σαφή όρια στις δυνατότητες επέκτασης των επιχειρήσεων οινοποιίας. Η επιθυμία για απόκτηση γης είναι η μόνη δικαιολογία που μπορώ να σκεφτώ για την εμπλοκή των Παπανικολάου στο εγχείρημα της λίμνης Τάκα, εκ των προτέρων καταδικασμένο, εφόσον είναι φανερό ότι δεν διέθεταν ούτε τους πόρους ούτε τις απαραίτητες διασυνδέσεις. Δεν έχει παρά να δει κανείς το παράδειγμα της αποξήρανσης του έλους Λεσίνι, στην Αιτωλοακαρνανία, που ανέλαβε την ίδια εποχή ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, μαζί με πολλούς άλλους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, όπως η εταιρεία των Λιπασμάτων του Κανελλόπουλου και η Εθνική Τράπεζα, για να συνειδητοποιήσει τι σήμαινε ένα τέτοιο τεχνικό έργο.

Τελικά, οι «πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου» ήταν μια ακόμα από τις πολλές μικρές ομάδες που θέλησαν, στο πεδίο τους, να αλλάξουν την Ελλάδα. Ο βολονταρισμός τους δεν έδωσε θεαματικά αποτελέσματα στον ορίζοντα της δικής τους ζωής, αλλά οπωσδήποτε άφησε ίχνη, έβαλε τα πρώτα λιθαράκια σε μια διαδικασία που χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο για να εξελιχθεί.

 

Πηγή: the book’s journal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.