«Οι καλοί πεζοπόροι» | News247

Η συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη, «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), συμπεριλαμβάνεται στα «50+1 βιβλία από την Ελλάδα για το 2022», προτάσεις του Θεοδόση Μίχου, για το News247.gr.

 

50+1 βιβλία από την Ελλάδα για το 2022
Το Magazine σταχυολογεί την εγχώρια εκδοτική παραγωγή. Αυτές είναι οι νέες εκδόσεις, μυθοπλασίας και μη, που ξεχωρίζουν.

Μαρία Καλιόρη – «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδ. Ιωλκός).

Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με αναμνήσεις, γρίφους και μυστικά. Το παρελθόν ορθώνεται ως τοίχος, αλλά κι ως λύση στο παρόν. Οι καλοί πεζοπόροι καλούνται να διανύσουν αποστάσεις στο χώρο και στο χρόνο, να μετακινηθούν ψυχικά και σωματικά, για ν’ αντιπαλέψουν το τετελεσμένο, το ανεπίστρεπτο της ζωής, μέσα σε στιγμές που το προσωπικό βίωμα συναντιέται με την πύκνωση της Ιστορίας.

Πηγή: News247.gr

 

***

Για τη συγγραφέα

Η Μαρία Καλιόρη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Διηγήματα, βιβλιοκριτικές και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο. Το 20Ι3 συμμετείχε με διήγημά της στη συλλογική έκδοση Μαθαίνοντας ποδήλατο (εκδόσεις Κέδρος) και το 2022 στο συλλογικό μυθιστόρημα Ηφαίστειο (εκδόσεις Ιωλκός). Οι καλοί πεζοπόροι είναι το πρώτο βιβλίο της.

 

***

Απόσπασμα από το διήγημα «Απάτητο χιόνι», από τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη, «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022)

 

[…]

Κάθε πρωί παρακολουθούσε τη θεία Ρενέ να χτενίζει τα μαλλιά της. Τα έριχνε στο πλάι κι άρχιζε από πάνω προς τα κάτω να τα ξεμπλέκει με το αλεξανδρινό χτένι, που το είχε περί πολλού και δεν το έδινε σε κανέναν. Εκείνος από δίπλα τη μιμούνταν, τα χεράκια του χάιδευαν το ξυρισμένο του κεφάλι και γλιστρούσαν σαν τη χτένα, μέχρι τα γόνατα. Έπειτα η Ρενέ άπλωνε τις κρέμες, άλλη στο πρόσωπο, άλλη στο λαιμό. Έπειτα, έπιανε το φλιτζάνι του καφέ με τη Σφίγγα, σήκωνε στον αέρα το μικρό της δαχτυλάκι, το έφερνε στο στόμα, και ρουφούσε γουλιά γουλιά δίχως θόρυβο. Έφερνε κι εκείνος στο στόμα ένα αόρατο φλιτζανάκι και προσπαθούσε, παιδευόταν να κρατήσει ίσιο το δικό του δαχτυλάκι.

Το βράδυ η Ρενέ άπλωνε τα μαλλιά της πάνω στο μαξιλάρι ακτινωτά, σαν γυαλιστερές κεραίες. Η Ρενέ φεγγοβολούσε μέρα και νύχτα. Ανασηκωνόταν κρυφά στο κρεβάτι του και τη χάζευε. Να ’βλεπε και το δέρμα της κάτω απ’ το νυχτικό, να, προσπαθούσε και γι’ αυτό.

Η μάνα του του τράβηξε άγαρμπα το χέρι:

«Όχι πολλά πολλά με δαύτην, την ψηλομύτα, τη σουρτούκα». 

Μια μέρα η Ρενέ του είπε: 

«Η μάνα σου η έχιδνα σε βάζει να με κοροϊδεύεις; Τι της είπα, μωρέ, να της βγάλω το μουστάκι μ’ αιγυπτιακή χαλάουα, να φωτίσει το μούτρο της!». 

Εκείνος κρύφτηκε στο κοτέτσι κι έκλαψε. Ήθελε μόνο να της πει: «Ρενέ, εγώ όταν σε κοιτάω, φωτάει όλος ο κόσμος!».

Έπειτα έγινε φασαρία. 

«Όπου είμαι εγώ, δε θα είσαι» της είπε η μάνα του, και το μεσημέρι η Ρενέ τα μάζεψε και πήγε στο παρατημένο από χρόνια καλύβι, στους πρόποδες του λόφου κι έζησε εκεί όλη της τη ζωή σαν ερημίτισσα.

[…]

 

Πηγή: Μονόκλ

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.