Ο Βασίλης Μπότσιος, δημιουργός της ποιητικής συλλογής «Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), στο «Εργαστήρι του συγγραφέα» του αγαπημένου μας Fractal.
Ο Βασίλης Μπότσιος στο εργαστήρι του συγγραφέα
Το ξημέρωμα που αιμορραγεί, μια ξηλωμένη μνήμη που προσπαθεί να θυμηθεί, η απρόσμενη απώλεια που ανεξίτηλα το πρόσωπο της μάνας ράγισε, ο θάνατος που σκίζει την αγάπη στα δυο, τα δάκρυα του παιδιού ως αντίτιμο στον αγώνα της μάνας να βγει άνθρωπος σωστός στην κοινωνία, μια κόρη που ακόμη και μετά θάνατον την μάνα της φροντίζει.
Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές. Οι θλίψεις, οι μνήμες, οι ελπίδες, οι προσδοκίες, οι χωρισμοί, ένας ταλαιπωρημένος σκύλος που γλύφει τις πληγές του στην άκρη του δρόμου, οι χαμένοι έρωτες, οι κερδισμένοι έρωτες, η βροχή που κάνει το τζάμι να δακρύζει, οι σιωπές που ουρλιάζουν, τα ουρλιαχτά που βουβαίνουν, οι σχέσεις των ανθρώπων που πάντα θα ‘ναι δύσκολες, ο χρόνος που χάνεται, είναι κάποιες φορές σαν το μάτι να μου κλείνουν.
Παντού υπάρχουν, μα τρέχουν γοργά οι αφορμές. Ακόμη κι αν τη λήθη του ύπνου αίφνης αφήσω, κάποιες φορές δεν τις προφταίνω. Κάποια ποιήματα – γραφτό τους είναι – δεν γράφονται ποτέ. Όμως στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές. Κι έτσι κάποια γράφονται, σαν στις άκρες των δαχτύλων ξάγρυπνες τις προφτάσω και νιώσω την αφή τους.
Πηγή: Fractal
***
Για το βιβλίο
***
Για το συγγραφέα
Ο Βασίλης Μπότσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πρέβεζα, όπου και κατοικεί. Σπούδασε νομική, είναι μέλος του Δ.Σ. Πρέβεζας κι εργάζεται ως δικηγόρος. Το 2019 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Στο χείλος του φωτός από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πρεβεζάνικα Χρονικά και Εμβόλιμον, καθώς επίσης και στους ιστοτόπους poiein.gr, bibliotheque.gr και varelaki.blogspot.com. Το βιβλίο Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή.
*
Κάπως σαν χελιδόνι
Αποφόρια απαγχονισμένα οι στιγμές
που μες στα χρόνια περπάτησαν μαζί.
Τα ίχνη των πελμάτων τους όλα
σταματούν μπρος σ’ αυτήν εδώ την ντουλάπα.
Μέσα φθαρμένοι αγκώνες και μανίκια πια.
Κάποτε, σαν τα δυο της φύλλα άνοιγες,
άνοιξη την έλεγες, τη μύριζες
και σε γωνιές και σε παπλώματα.
Προκοπή και ζυμωτό ψωμί στο σπίτι,
στην κουζίνα τα φιλιά να φέρουν ίχνη
πασπαλισμένα από αλεύρι του χιονιού.
Τώρα, απ’ τα δυο της φύλλα ξέφτια ξεπηδούν,
βραδυφλεγείς των ανθών οι κάλυκες.
Κάποτε, σαν άνοιγες, εκπυρσοκροτούσαν
τα χρώματα, οι μυρωδιές τους.
Τώρα και σέπαλα και πέταλα παραδομένα,
άφησαν κάτω μολύβια, κασετίνες και μπογιές,
ανυπόφορα έλκη —αφρόντιστα— κουβαλούν,
τα χέρια τους στο πάτωμα κρεμούν,
αδυνατούν να παραδώσουν ζωγραφιές.
Έξω ίσως άνοιξη, μα πίσω από τα δυο της φύλλα,
μέσα σε δύο καρδιές, αποφόρια ξεφτισμένα,
το ένα δίπλα στ’ άλλο, δίχως σημάδια πια ζωής,
κείνται στοιβαγμένα.
Γύρισαν οι εποχές. Όταν, άνοιξη πάλι,
εκείνη έστριψε στη γωνιά του δρόμου
κι άνοιξε βήμα προς το μέρος του γοργό,
είπε μέσα του:
«Γύρωθεν κι εν όλω σαν βαμβάκι,
από μέσα σαν τηγάνι και στη γλώσσα σαν ψαλίδι».
«Στ’ ακροδάχτυλα ξαγρυπνούν οι αφορμές», Βασίλης Μπότσιος, εκδ. Ιωλκός, σελ. 12-13