Ο ήχος της βροχής | Ελευθερία Παπασημάκη

Διήγημα από το βιβλίο «Ο ήχος της βροχής» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023) της Ελευθερίας Παπασημάκη.

 

Τα χρώματα της μνήμης

 

Ξημερώματα μιας μέρας. Η πλατεία σηκώνει τα σκούρα της και στις γωνιές της απλώνεται γαλάζιο χρώμα, λίγο νυσταγμένο, λίγο μοβ, λίγο σαν την πρώτη πινελιά ενός ζωγράφου — ενώ ουσιαστικά είναι η τρίτη στρώση μπογιάς. Η πρώτη και η δεύτερη αποτελούν τα νήματα, το βάθος, τη σκέψη, ακόμα και την ύπαρξη αυτής καθ’ αυτής της πλατείας. Στο τέλος, υπερισχύει το νυσταγμένο γαλάζιο, ώστε να ξεχωρίσει την επερχόμενη μέρα από το απερχόμενο βράδυ. Και από τις σκοτεινές διαδικασίες του.

Το βράδυ τα πινέλα τριγυρίζουν σε χρώματα σκούρα. Μετά προσπαθούν να τινάξουν το σκληρό τους πρόσωπο σε βάζα με νέφτι. Στην πλατεία εμφανίζονται κλοσάρ και σκυλιά που χασμουριούνται στη συνέχεια των σιωπηλών αλυχτισμάτων τους.

Το γαλάζιο χρώμα απλώνει, αρχίζει να φωτίζει ο καμβάς περισσότερο και ο δημιουργός της πλατείας αφήνει να φανεί ένα πράσινο λινό φόρεμα με μικρά λευκά λουλουδάκια στο ντεσέν του. Κάθεται νωχελικά σε ένα παγκάκι, δίπλα στον πάγκο ενός κουλουρτζή που σε λίγη ώρα θα πάρει τη θέση του και μετά θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτό το φόρεμα, θα έχει σκεπαστεί από τα πινέλα με τις μπογιές, θα χαθεί με αγωνία.

Το νωχελικό κάθισμα του φορέματος αφήνει να φανούν εκείνα τα πόδια με τα λευκά παπούτσια φορεμένα στην άκρη τους και μια ελιά κατάμαυρη στη μέση της γάμπας. Προσηλώνομαι στην ελιά, θέλω να την πιάσω, να τη μυρίσω, να την αγγίξω με τα χείλη μου, να την κατακτήσω, να την καταλάβω, να καταλάβω αν πάλλεται κι αν φοβάται — όχι, δε θα την πλησιάσω με τα δόντια, φοβάμαι και τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ματώσει, δεν μπορώ άλλωστε τα αίματα.

Τα μπράτσα απλώς στηρίζουν τον κορμό. Κι έτσι ξαφνικά ένα σύννεφο σκούρων μαλλιών απλώνεται και γεμίζει το βλέμμα μου. Σκούρα μαύρα μαλλιά. Πολύ σκούρα. Σε λευκό δέρμα. Σκούρα μαλλιά σε λευκό δέρμα απλωμένα. Το πρόσωπο, ακόμα ανύπαρκτο στη μνήμη μου, στρέφεται και το μόνο που διακρίνω είναι τα σκούρα μαύρα μάτια, η πρώτη πινελιά, η πρώτη μπογιά. Μόνο αυτά. Μόνο τα σκούρα μάτια κάτω από ανύπαρκτα φρύδια. Αν συνεχίσω έτσι δε θα μπορέσω να δω όλο το ξημέρωμα, θα σηκωθώ και θα φύγω γεμάτος ενοχές, που δεν πήρα την ελιά στο στόμα μου, που δεν μπόρεσα να γεμίσω με το σπέρμα μου το εσωτερικό του φορέματος.

Θα μείνει η πλατεία σκούρα τελικά. Το αισθάνομαι, πάλι γεμίζει μούδιασμα η καρδιά μου, αρχίζουν οι παλμοί και ανεβαίνουν, τα βλέφαρα μισανοίγουν, άσπρος σοβάς —σκληρό πράγμα— περιχύνεται παντού, στον πάγκο του κουλουρτζή, στο πράσινο φόρεμα με τα λευκά λουλουδάκια στο ντεσέν του, στα πόδια με τα λευκά παπούτσια φορεμένα στην άκρη τους, στην ελιά, στα μπράτσα και εκείνα τα σκούρα μαύρα μαλλιά και μάτια χάνονται ολοκληρωτικά.

 
***

Τρέχω να προλάβω το τρένο. Δε βρίσκω θέση σε παράθυρο. Η συνάντηση είναι σε μισή ώρα. Θα προλάβω.

Στον σταθμό Αττικής ανεβαίνει πολύς κόσμος. Τους έφερε το μετρό. Στριμώχνονται πάνω μου και γύρω μου. Μυρίζω κορμιά, μυρίζω μαλλιά, μυρίζω παπούτσια, μυρίζω πορτοκάλια και καραμέλες mentos. Ενδιάμεσα μια άλλη έντονη μυρωδιά από δέρμα στα ρουθούνια μου κάθεται εκεί και παραμένει. Γυρνάω λίγο. Η κυρία δίπλα μου δυσανασχετεί. Ακούμπησα πάνω της. Τραβάει την τσάντα της και στρέφεται προς την άλλη μεριά.

Κοιτάζω. Την ψάχνω. Κάπου εκεί θα είναι χωμένη. Κλείνω λίγο τα μάτια, όπως κάνουν τα μωρά όταν βυζαίνουν με ευδαιμονία μυρίζοντας το δέρμα. Το δέρμα της. Τη διακρίνω άκρη άκρη στην πόρτα. Σκούρα μαύρα μαλλιά σε λευκό δέρμα. Το δέρμα της. Η πόρτα κλείνει πίσω της, το πρόσωπό της φαίνεται καθαρά. Σκούρα κατάμαυρα μάτια. Με κοιτάζουν περιπαιχτικά — νομίζω. Τα φρύδια της σαν μισοφέγγαρα στολίζουν το μέτωπο, στολίζουν τα μάτια. Ο λαιμός μου κλείνει.

Ανοίγω το στόμα και λέω:

«Εσύ εκεί!».

Άστοχο και ηλίθιο. Γυρνάνε όλοι, ντροπιάζομαι, στρέ­φομαι μπροστά.

Το τρένο πλησιάζει στον σταθμό, σηκώνομαι, σπρώχνω αγκώνες, στομάχια, πόδια, χέρια, πλάτες, πλησιάζω. Να κατέβω; Θα κατέβει κι εκείνη; Σπρώχνω μία ακόμα φορά και κατεβαίνω. Τη χάνω. Στρέφομαι και κοιτάζω τις ανελέητες πόρτες του τρένου να κλείνουν. Πίσω τους εκείνη με κοιτάζει — νομίζω.

***

Στη στοά. Στο καφέ που είναι το στέκι μου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι το στέκι μου. Ζήτημα ασυμβατότητας μάλλον με τα θέλω μου, τις απαιτήσεις και τα μπορώ μου. Εξού και το άθλιο αποτέλεσμα της μοναχικότητάς μου.

Περνάω τα πρώτα δύο τραπέζια. Έχει γούστο τώρα να ξανάρθει η καφετζού, που λέει το μέλλον από αηδιαστικά γεμάτα σάλια μονοπάτια καφέ, στολισμένα κάπου κάπου με αστέρια, καράβια, γράμματα κεφαλαία και τέρμινα.

Κάθομαι και ζητάω καφέ, πολυτέλεια ο καπουτσίνο για μένα, αλλά είναι μία από τις ελάχιστες που απολαμβάνω πια.

«Όχι εκείνον, είναι πικρός. Τον άλλον θέλω, με στέβια» λέω για χιλιοστή φορά.

«Εκείνος δεν είναι πικρός, η στέβια θα φταίει» μου λέει η σερβιτόρα.

«Όχι, η στέβια είναι πιο γλυκιά» λέω ξανά.

Μια παράνοια η όλη συζήτηση, αλλά μου αρέσει, μου κρατάει μια κάποια σταθερότητα, μια κάποια αναγκαιότητα ύπαρξης εντέλει — υποπτεύομαι το ίδιο ισχύει και για τη σερβιτόρα.

Ανοίγω την εφημερίδα μου. Ανεβάζω πιο ψηλά τα μάτια, προσποιούμαι, απλώνω τη ματιά μου πάνω από την εφημερίδα. Τσεκάρω μία μία αυτές που μπαίνουν κι αυτές που βγαίνουν. Μπήκαν και δύο άντρες.

Σήμερα έχει κόσμο. Λέει και τα χαρτιά κάθε Τρίτη και Πέμπτη.

Την πρώτη φορά που έκατσα εδώ την είχα δει. Είχα ένα ραντεβού με συμβολαιογράφο από πάνω στην πολυκατοικία, πούλησα κάτι — δεν έχει σημασία τι, σημασία έχει ότι την είδα.

Έβγαινε από «μέσα», έτσι μου είπε η σερβιτόρα όταν τη ρώτησα από πού βγαίνουν όλες αυτές, «από μέσα» μου είπε, «τι είναι το μέσα;» τη ρώτησα, «λένε τον καφέ» μου είπε.

Δεν την πρόλαβα γιατί δεν έτρεξα να την προλάβω, έμεινα να κοιτάζω τα σκούρα μαύρα μαλλιά της που στην άκρη τους ήταν άσπρα, πιο κοντά από παλιά, και τα σκούρα μαύρα μάτια της να με κοιτάζουν άδεια παντελώς. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Σαν ο ζωγράφος να ξαναφάνηκε και να άρχισε πάλι να ζωγραφίζει την πλατεία, αλλά μετά ξεχάστηκε και άφησε το φως του ήλιου να τα σβήσει όλα με σοβά, σκληρό πράγμα ο χρόνος, ο χρόνος και ο σοβάς.

Ύστερα ήταν που ντράπηκα κιόλας. Τι να πω; Έτσι μπήκα κι εγώ «μέσα» και ήπια καφέ σε φλιτζάνι λευκό και μου είπε η καφετζού τα γιατί και τα διότι της ζωής μου.

 

***

Hondos, Ομόνοια. Οι κυλιόμενες σκάλες ανεβαίνουν και κατεβαίνουν αντίθετα και ταιριαστά. Ανεβαίνω για τον τρίτο. Τη βλέπω. Κατεβαίνει για τον δεύτερο. Το λευκό της χέρι στηρίζει τον κορμό της όρθιο στη συνεχόμενη λαβή. Μυρίζω το δέρμα της. Την ελιά της νομίζω ότι την είδα, πράγμα απίθανο, αλλά έτσι νομίζω, ανάμεσα στους μηχανισμούς και στα γρανάζια, στα σίδερα και στις συνεχόμενες, αλλεπάλληλες φωτογραφίες των διαφημίσεων. Ανάμεσα από σκληρά δεδομένα βλέπω την ελιά της.

Κοιταζόμαστε, ντροπιαζόμαστε, ειρωνικά αλλά με θάρρος χαμογελάμε, σηκώνω το χέρι σε ένα ανείπωτο «γεια», ίσως το μοναδικό, χανόμαστε. Γυρνάω τρέχοντας από την άλλη μεριά, παίρνω ανάποδα τη σκάλα, το τέλος της άδειο. Ο διάδρομος φωτίζεται από φώτα νέον και γέλια από πιτσιρικαρία.

Τον τελευταίο καιρό δεν αντέχω και πολύ τους θορύβους, τους κρότους, τη ζωή.

***

Στα μαθήματα ζωγραφικής μαθαίνουμε πώς ξεκινάει ένας καμβάς και γίνεται ύφος, γίνεται θέμα, γίνεται τέχνη. Ξεκινάω να ζωγραφίζω την πλατεία που ανοίγει τα σκούρα της. Αυτό ήθελα, αυτό ζήτησα, αυτό κάνω. Πρέπει να ζωγραφίσω και μια γυναίκα, καθισμένη κάπου, «σε ένα παγκάκι» λέω «δίπλα στον πάγκο ενός κουλουρτζή».

«Η καινούργια μαθήτρια θα έρθει αύριο, μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για μοντέλο, αν θέλει κι εκείνη. Είναι όπως την έχεις φανταστεί» λέει η Έλλη. Η ζωγράφος. «Έχεις ταλέντο» λέει η Έλλη η ζωγράφος.

Η κοπέλα που έρχεται την άλλη μέρα, με τα σκούρα μαύρα μαλλιά και τα κατάμαυρα μάτια, με κοιτάζει με απορία.

«Σας γνωρίζω;».

«Κι εγώ από κάπου σας γνωρίζω».

«Μα από πού στο καλό;».

«Κάπου θα έχουμε συναντηθεί. Mπαράκι, ταβέρνα, νησί, σοκάκι, γειτονιά;».

Ένα ολόκληρο πρωινό κάθεται ακίνητη. Της μιλάω συνέχεια.

«Μου αρέσει αυτός ο χώρος. Μαζεύω πληροφορίες από τον κήπο του για τις γάτες, έχει πολλές γάτες. Μου αρέσουν και τα κουλουράκια του Ψυρρή. Μην κου­νάτε το κεφάλι, τα πόδια πρέπει να είναι σταυρωτά».

«Εγώ να μάθω να ζωγραφίζω θέλω».

«Μοντέλο είστε, καθίστε ακίνητη».

«Από πού κι ως πού μοντέλο;».

«Σας είδα μια φορά σε μια πλατεία, καθόσασταν σε ένα παγκάκι και φοράγατε πράσινο φόρεμα με λευκά λουλουδάκια».

«Αδιανόητο, κύριε, δεν έχω πράσινο φόρεμα».

Άσπρος σοβάς απλώνεται μεμιάς στον καμβά μου, φεύγει εκείνη τρέχοντας, η Έλλη με κοιτάζει περί­εργα.

«Καλά λένε ότι είσαι μπήχτης» μου λέει εκνευρισμένη.

 

***

Το πρωί ξυπνάω και καθώς η πλατεία γεμίζει άσπρο φως βάζω την τηλεόραση και ακούω τις πρωινές ειδήσεις.

Ξενυχτήσαμε στην πλατεία με φίλους το προηγούμενο βράδυ, κοιμήθηκα πολύ αργά. Είχαμε πιει μπίρες στο μπαρ Αλφόνσο, το στέκι μας, μετά στην πλατεία αρχίσαμε να βγάζουμε τα σώψυχά μας όπως πάντα, είχαμε πάρει κι άλλες μπίρες από το «24 ώρες ανοιχτό» περίπτερο.

Οι ειδήσεις το πρωί λένε για την κοπέλα που χάθηκε, χωρίς silver alert. Έτσι μεμιάς χάθηκε, λένε, απίστευτο αλλά έτσι είναι. Έτσι απλά. Χάθηκε. Μόνο τα λευκά της παπούτσια ήταν αφημένα μπροστά σ’ ένα παγκάκι, δίπλα στον πάγκο του κουλουρτζή. Προβλέπεται να μη βρεθεί ποτέ. Όποιος γνωρίζει κάτι, ας καλέσει στο τηλέφωνο που αναγράφεται παρακάτω — πόσο γρήγορα περνάνε οι λεζάντες!

Πάω στο μπάνιο και βγάζω όλη την μπίρα που είχα πιει. Πολλή μπίρα, κατακίτρινα όλα. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, το φως του ήλιου με θαμπώνει. Η πλατεία γεμίζει φωνές, γεμίζει κόσμο, γεμίζει μουσική.

Μετά ασπρίζει. Έτσι απλά ασπρίζει.

Σαν ένας σοβάς να πέφτει μεμιάς από πάνω. Σκληρό πράγμα ο σοβάς. Σαν το άσπρο του ήλιου, σαν κρότος. Σαν τη μνήμη.

 

«Ο ήχος της βροχής», Ελευθερία Παπασημάκη, εκδ. Ιωλκός, 2023, σελ. 11-19

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.