«Αλγερίες» | Αντρέας Μαντάς

Ο Αντρέας Μαντάς, δημιουργός της ποιητικής συλλογής «Αλγερίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), δίνει συνέντευξη στο Θανάση Πάνο και στο IANOS MAGAZINE.

 

Ο Αντρέας Μαντάς στο IANOS MAGAZINE

Του Θανάση Πάνου

Με αφορμή την νέα του ποιητική συλλογή, «Αλγερίες», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιωλκός, συναντήσαμε τον Αντρέα Μαντά στο cafe του IANOY και μιλήσαμε για τη συνάντησή του με τον Οδυσσέα Ελύτη, για την επιρροή του Γιάννη Κοντού, για το εγώ και το όλον στην τέχνη, για το επόμενο βιβλίο του και τις θεατρικές του παραστάσεις.

 

Τι σε φέρνει αρχικά στην ποίηση; Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση;

 

Πρώτη ανάμνηση, είναι ο Οδυσσέας Ελύτης να κάθεται σ’ ένα βράχο και να εξηγεί σε εμένα και σ’ ένα συμμαθητή μου το ότι αυτό που μας είπε η δασκάλα -πρώτη δημοτικού τότε- για ένα συγκεκριμένο ποίημά του, από αυτά που ήταν στα ανθολόγια, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Είχα κάνει κάτι σημειώσεις εγώ στο πλάι, σχετικά με αυτά που μας είχε πει η δασκάλα και το έδειξα στον Ελύτη. Εκείνος χαμογέλασε και είπε «δεν το έγραψα γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά δεν πειράζει». Αυτό εμένα μου έμεινε. Αυτό το «αλλά δεν πειράζει». Δηλαδή ότι η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί και να ερμηνευτεί από οποιονδήποτε όπως εκείνος θέλει. Είναι ανοιχτή η ποίηση. Βλέποντας μετά τον Οδυσσέα Ελύτη να αλλάζει βλέμμα, να μας χαιρετάει και να κατευθύνεται σε αυτό τον ανοιχτό και καθαρό ορίζοντα, ήταν αυτό που με έφερε στην ποίηση. Ήταν μια πυρογραφία, μια θαλασσογραφία στο χέρι μου.

Δεν ήμουν ποτέ μεγάλος φαν του Ελύτη. Τεράστιος ποιητής, δεν το συζητάμε. Αλλά κάπως με τα χρόνια η σχέση μου με την ποίησή του αλλάζει. Πάντοτε γυρνώ όμως εκεί, χωρίς να είναι απαραίτητα η επιρροή μου. Κι αυτό θεωρώ πως είναι από τα πράγματα που πρέπει να κάνει κάποιος: να επιστρέφει σε εκείνους που δεν είναι οι άμεσες επιρροές του. Να κοιτάξεις από έναν άνθρωπο που δεν έχει καμία σχέση με την δικιά σου πραγματικότητα και με τη δική σου στάση ζωής, να κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα και να δεις τα πράγματα πως μπορεί να φαίνονται τόσο μεγάλα.

 

Η δεύτερη ανάμνηση;

 

Ο Γιάννης Κοντός, είναι η δεύτερή μου ανάμνηση με την ποίηση. Είναι μια σημαντική επιρροή μου. Είχα ξεκινήσει να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα σε ηλικία δεκατριών χρονών σε post it, επηρεασμένος από την ταινία του Αντονιόνι, «Blow-Up», που ακόμα και τώρα είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες. Έχω πάει, λοιπόν, στο Γιάννη τον Κοντό που είχε έρθει στο αμφιθέατρο του σχολείου -είχε εκδώσει τότε την συλλογή του «Αθλητής του τίποτα»- και του διαβάζω δυο ποιήματα. Μου είπε ότι θυμίζουν Λόρκα, ότι «λορκίζουν» ή κάτι τέτοιο, εγώ του ανέφερα ένα άλμπουμ του Tim Buckley που ήταν αφιερωμένο πάνω στην ποίηση του Λόρκα, αυτός μου ανέφερε τους Pink Floyd. Η γενναιοδωρία του ήταν μεγάλη. Σταματάει κάποια στιγμή την εκδήλωση στο σχολείο και λέει «ας καλωσορίσουμε αυτή τη στιγμή έναν νέο ποιητή, τον Αντρέα Μαντά». Το λέω και ανατριχιάζω. Και έτσι απήγγειλα το πρώτο μου ποίημα μπροστά στο αμφιθέατρο του σχολείου, το οποίο ήταν και λίγο σόκινγκ, να σου πω την αλήθεια.

 

Οι «Αλγερίες» πώς προκύπτουν;

 

Οι «Αλγερίες» είναι ένα ταξίδι. Γράφτηκαν το μεγαλύτερο μέρος τους στο Ρότερνταμ. Γενικά είμαι της άποψης ότι, ακόμα και στο πιο μακρινό μέρος της γης κι αν ταξιδέψεις, πάλι θα καταλαμβάνεις τον ίδιο χώρο. Και αυτό τώρα το σκέφτομαι, επειδή έχει περάσει κι ένα μεγάλο διάστημα, έχω βιώσει και κάποιες απώλειες και όλη αυτή η απώλεια του έρωτα, είναι βασικά η απώλεια του εαυτού. Και οι «Αλγερίες» είναι ένα νησί, το νησί του έρωτα και της απώλειας του έρωτα. Το θέμα είναι να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα στον έρωτα και μέσα στην τέχνη. Οι «Αλγερίες» είναι ουσιαστικά ένα νησί – νάρκες. Βασική επιρροή ήταν η ταινία, «Η μάχη της Αλγερίας», όπου εγώ ερωτευμένος με το ολλανδικό τοπίο, που το έβλεπα σαν γιαπωνέζικα λουλούδια, έγραψα τις «Αλγερίες». Ουσιαστικά ο κάθε τόπος έχει την αλγερία του, ο κάθε τόπος έχει τη νάρκη του. Αυτό είναι οι αλγερίες: ο πόνος και η νάρκη του.

 
Έχεις μια φράση μέσα στο βιβλίο που νομίζω τα συμπεριλαμβάνει όλα αυτά που λες. Γράφεις «ο κόσμος είναι παλιό λάθος/ είναι ο κόσμος του κρυμμένου εγώ». Ήταν προσωπική σου ανάγκη να κάνεις αυτό το κρυμμένο εγώ, όλον μέσω της ποίησης;

Βέβαια. Είναι το κρυμμένο εγώ το δικό μου, είναι το δικό σου, όλες ας πούμε οι «αμαρτίες» των προγόνων, αλλά και των απογόνων. Είναι σαν να βάζεις αποσιωπητικά και να λες κοιτάζω ακόμα κάτω με πόνο γι’ αυτό που υπήρξε. Γράφοντάς το, αλλάζει αυτό και λες κοιτάζω πάνω με πόνο γι’ αυτό που υπήρξε και γι’ αυτό που θα υπάρξει. Αλλά πλέον με μια ελευθερία, για τις αποφάσεις που παίρνεις. Για το πριν και το μετά. Εκεί βασίζονται και οι αλγερίες. Στο διάστημα ανάμεσα στο πριν και το μετά. Για αυτό είναι και ένα μεγάλο ποίημα, μια μεγάλη επιστολή ουσιαστικά με τίτλο «Για πάντα όσο κρατήσει». Έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν είναι; Για πάντα όσο κρατήσει. Είσαι ας πούμε με έναν άνθρωπο, χαϊδεύεις τα μαλλιά αυτού του ανθρώπου και τα χαϊδεύεις με τέτοιο τρόπο ώστε η τρίχα να είναι κάθε δευτερόλεπτο. Και λες «σ’ αγαπώ για πάντα». Για πάντα όσο κρατήσει. Και στο «κρατήσει», σε αυτό το τελευταίο «ι», υπάρχει μια συνέχεια· δεν σταματάει ποτέ η αγάπη. Απλώς σταματάνε πολλές φορές οι ανάγκες. Κι αυτό το λάθος ποτέ δεν ξέρεις τι είναι. Το λάθος κάποτε ήταν και σωστό.

 

Αυτός ο πόνος και η απώλεια από τα οποία δημιουργείται η τέχνη, κατά πόσο σε επηρεάζει σαν ποιητή και σαν ηθοποιό;

 

Προσπαθώ πάντοτε να βιώνω τα πράγματα με ακρίβεια. Με διαβήτη. Παίρνω το διαβήτη του πόνου εκείνης της στιγμής και χαράζω. Και αυτό με έχει βοηθήσει. Είναι μια υπαρξιακή τραγωδία, είναι ένας μεταφυσικός πόνος όλο αυτό που γίνεται· ανάμεσα, παράλληλα, έξω, μέσα – το βλέπω απ’ όλες τις μεριές. Αλλά κυρίως από μέσα. Η αλήθεια είναι όταν “κάθεται” -και “κάθεται” όταν το βλέπεις απ’ έξω πια- είναι πολύ πιο ισχυρό. Και τώρα που έχει περάσει ένα πολύ μεγάλο διάστημα από τότε που γράφτηκε αυτό το βιβλίο, από τη στιγμή που εκδόθηκε και το βιώνω πια απ’ έξω, είμαι πιο σίγουρος πλέον ότι απ’ όλα αυτά τα πράγματα που κατέγραψα, που βίωσα, θέλω να συνεχίζω και στη ζωή μου και στην τέχνη μου με τον ίδιο τρόπο. Ότι δεν θα σταματήσω να είμαι ο φωτογράφος της ιστορίας. Της ιστορίας μου; Της ιστορίας μας; Η δικιά μου γίνεται μας και η δικιά σου γίνεται δικιά μου. Αυτή την αποτύπωση, δηλαδή, θέλω.

 
Ποιο ήταν το πρώτο ποίημα που διάβασες και άλλαξε ο κόσμος σου;

Το «Κοράκι», του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Οι φτερούγες του και το κρα κρα του, ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου. Μένει πάντα εκεί. Αυτός ο κόσμος που δημιούργησε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε σε συνδυασμό με τον στίχο του William Blake, «κάποιοι γεννιούνται μέσα στην γλυκιά ευφορία/ και κάποιοι γεννιούνται μέσα στην ατελείωτη νύχτα», έχει φωλιάσει βαθιά στην καρδιά του μικρού Αντρέα. Είναι το φυλαχτό μου. Και πάντα επιστρέφω εκεί, σε αυτό τον στίχο και σε αυτό το ποίημα. Είναι σαν προσευχή. Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου, οχτώ χρονών παιδάκι, να λέει αυτό το στίχο του Blake. Κι αυτός ο στίχος είναι ευτυχία. Ότι εντάξει, μπορεί εσύ να έχεις γεννηθεί μέσα στην γλυκιά ευφορία κι εγώ μέσα στην ατελείωτη νύχτα και παίρνω τη νύχτα μου και φεύγω. Φοράω την μπέρτα μου που είναι φτιαγμένη από το φεγγάρι και πετάω σαν κοράκι. (γέλια)

 

Θεατρικά, που σε βρίσκουμε αυτόν τον καιρό και που θα σε βρούμε στο μέλλον;

 

Ετοιμάζω ξανά, ένα reprise, της παράστασης του Beckett που είχα κάνει πέρσι στο Bios. Θα την κάνω στο Θέατρο Θησείο του Μαρμαρινού τον Μάιο, όλα τα δευτερότριτα του Μάη. Είναι μια παράσταση αφιερωμένη στη ζωή, στο έργο και βασικά στο πνεύμα του Beckett. Είναι ένα παιχνίδι που έχω κάνει εγώ με τον Beckett, όλος ο Beckett σε μία ώρα. Είναι μια post-punk λειτουργία -έτσι το έχω ονομάσει- γιατί βλέπουμε τον Beckett να περνάει από μπροστά μας σαν πουλάκι. Είναι όλοι οι ήρωες του Beckett που έχουν βγει προς τα έξω και αποφασίζουν να μιλήσουν. Η παράσταση λέγεται «Οι ώρες ανάμεσα», που ουσιαστικά είναι οι «φίλοι ανάμεσα». Να νιώσουμε για πρώτη φορά την κραυγή τους και όχι την αποστασιοποίηση που έχουν. Είμαι εγώ μαζί με τον μουσικό τον Τηλέμαχο Μούσα, που έχουμε φτιάξει χτύπο χτύπο μια πρωτότυπη μουσική στην οποία έχουμε βασιστεί απόλυτα για να φτιάξουμε μια performance, ένα live ντοκουμέντο για την ζωή και το πνεύμα του Beckett.

 
Συγγραφικά για το μέλλον;

Έχω γράψει δύο βιβλία και μία μετάφραση. Το επόμενό μου βήμα (ακόμα θα δούμε είμαι σε συζητήσεις), είναι ποίηση. Ποίηση έτσι όπως θα την έγραφε ο Novalis. Σαν να είναι ο Cartier Bresson. Ο Φωτορεπόρτερ της ιστορίας, όπως είπα και πριν. Επιμένω σε αυτόν τον μεταφυσικό πόνο, ο οποίος έχει φτάσει πια σε ένα άλλο επίπεδο και είναι πια ελεύθερη ποίηση, στα όρια του φιλοσοφικού δοκιμίου.

Πηγή: IANOS Magazine

 

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.