«Κόκκινο κουκούλι» | Νέες κυκλοφορίες

Η συλλογή διηγημάτων «Κόκκινο κουκούλι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Βάσως Σπηλιοπούλου, μόλις κυκλοφόρησε! Ακολουθεί ένα διήγημα της συλλογής.

 

Αποψίλωση ονείρου
————

Τα μάτια της άνοιξαν στο σκοτάδι και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Από άσχημο όνειρο, ίσως κι όχι· στο νου της το σακατεμένο σπίτι, τα λειψά παράθυρα, η παραβιασμένη πόρτα.

«Δεν έπρεπε να πάω» ψιθύρισε κι ανακάθισε στο στρώμα, γυρνώντας τα πόδια της στο πλαϊνό του κρεβατιού.

Άναψε το χαμηλό φως του πορτατίφ και φωτίστηκε το εσωτερικό των μηρών της, το χλωμό άτονο δέρμα, οι λεπτές, σαν από ύφασμα, πτυχώσεις του. Κρύωνε και φόρεσε πιτζάμες. 04.30 η ώρα το πρωί, μα είχε ξαγρυπνήσει και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ.

«Δεν έπρεπε να πάω» ξανάπε κι η σκέψη της γυρό­φερνε το εξοχικό.

Χρόνια τώρα μετρούσε τις απώλειες, σ’ ένα σκηνικό που έγδυναν επιτήδειοι∙ άντρες, γυναίκες, ντόπιοι ή αλλοδαποί, νύχτα ή μέρα, χειμώνες, καλοκαίρια.

Σαν να τους έβλεπε μπροστά της. Μπαίνουν στο χώρο· το φως του φακού ανοίγει φωτεινούς διαδρόμους στο σκοτάδι, χτυπά στις επιφάνειες, σχηματίζοντας τρεμάμενες λαμπερές στάμπες. Κυκλοφορούν σαν σκιές ανάμεσα στους σκοτεινούς όγκους, σκοντάφτουν, κλοτσούν, βρίζουν μέσ’ από τα δόντια τους. Διαλέγουν, φορτώνουν σε οχήματα, φεύγουν σαν νοικοκυραίοι.

Έρχονται και ξανάρχονται. Οι ίδιοι ή άλλοι. Σηκώνουν καρέκλες, κομοδίνα και μικροαντικείμενα, το κομό με τον καθρέφτη, το βυσσινί καναπέ, το διπλό κρεβάτι.

Κάποτε οι δυο τους αψηφούσαν το κρύο κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα και τα καλοκαίρια ξάπλωναν γυμνοί σ’ άσπρα σεντόνια, με τη γεύση της αρμύρας από ιδρώτα και θάλασσα. Τα κορμιά αγκαλιάζονταν με λαχτάρα· χέρια, μηροί, δάχτυλα, μπλέκονταν, οι παλάμες έσφιγγαν, χάιδευαν, χτυπούσαν τη δροσερή σάρκα. Τα δόντια άφηναν σημάδια, οι ρυθμοί πάλευαν να εναρμονιστούν, ανάσες κοφτές, κραυγές, τρόμαζε το γεράκι στη ροδιά έξω απ’ το παράθυρο, φτερούγιζε μακριά.

Περπατούσαν στο δάσος, έκαναν σχέδια για το μέλ­λον και κάθε άνοιξη αυτή μάζευε αγριολούλουδα. Τις νύχτες πλάγιαζαν ήσυχα, χωρίς κλειδιά πίσω απ’ τις πόρτες. Ακούγονταν τα στριγκλίσματα των φρένων καθώς τα φορτηγά κατηφόριζαν στην παλιά εθνική, ακούγονταν τα αγκομαχητά τους στην ανηφόρα κι αυτοί κοιμόνταν βαθιά, το ένα κορμί ταιριασμένο στο άλλο.

Το πρωί, στο τραπέζι της βεράντας μοσχοβολούσε ο καφές και άχνιζαν οι λουκουμάδες. Όσο ζούσε η μητέρα της, τους έφτιαχνε εκείνη. Καμιά φορά την παρακολουθούσε που ανακάτευε το μείγμα κι έριχνε τη ζύμη λίγη λίγη στο καυτό λάδι. Καλοντυμένη και περιποιημένη πάντα, με τα αρώματα και τα στολίδια της.

«Δεν τα βγάζεις ποτέ τα δαχτυλίδια, ε;» σχολίασε μια μέρα κι η μάνα της γύρισε, την κοίταξε σοβαρή.

«Στα γεράματα τα θέλεις τα χρυσά» αποκρίθηκε. «Τραβάνε τα βλέμματα από τις σκούρες κηλίδες και τις ζάρες. Μην κοιτάς εσύ, είσαι νέα».

Ναι, ήταν νέα. Και το σπίτι ήταν ακέραιο, λουσμένο στον ήλιο, με τα κόκκινα τούβλα του, την κεραμοσκεπή, το κιόσκι και τις ανθισμένες κουτσουπιές του. Με φωνές, γέλια, μουσικές, αέρα γεμάτο μυρωδιές και το κρασί να τρέχει κατακόκκινο απ’ το βαρέλι στη γυάλινη καράφα. Όταν έπεφτε ο ήλιος, έστεκε σιωπηλό κάτω από τ’ άστρα, τυλιγμένο στο φως του φεγ­γαριού.

Έτσι το κουβαλούσε στη μνήμη της. Μ’ όσα περι­είχε στους διάφορους χρόνους και τα στάδια της ύπαρξής του, τις μεταμορφώσεις του από όταν σκάφτηκαν τα θεμέλια έως ότου εξοπλίστηκε πλήρως, τους ανθρώπους που πέρασαν από κει και τις στιγμές που βιώθηκαν, άθικτα στο μυαλό της μέσα, σαν σε άθραυστο κουκούλι προφυλαγμένα.

Λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα κι ας είχε ανατραπεί η ζωή της. Ας μην ήταν τίποτα πια το ίδιο. Χωρίς εκείνον, η μοναξιά στην εξοχή μεγεθυνόταν, το σκοτάδι πύκνωνε περισσότερο, οι ήχοι έμοιαζαν απειλητικοί. Τα σκυλιά αλυχτούσαν μακριά και πεταγόταν από τον ύπνο αλαφιασμένη. Το εξοχικό βρισκόταν κοντά στο δάσος, εύκολος στόχος και το άνοιγαν κάθε τόσο. Με τον καιρό έπαψαν να το κατοικούν κι έρχονταν όλο και πιο σπάνια.

Τα υπόλοιπα σπίτια τριγύρω, βορά κι αυτά επιδρομών, εγκαταλείπονταν το ένα μετά το άλλο. Την τελευταία φορά που ήρθε με την αδερφή της, από το κοντινότερο έλειπε η καγκελόπορτα και τα μισά κεραμίδια της σκεπής. Και στο δικό τους, ρούχα και πράγματα πεταμένα παντού, ανακατεμένα συρτάρια, αράχνες και μαύρα έντομα που κουλουριάζονταν, μπαλίτσες, στο πέρασμά τους. Έπιασε την αχυρένια σκούπα να σκουπίσει.

«Τι νόημα έχει;» είπε η αδερφή της και βγήκε στον κήπο.

Μα εκείνης δεν της έκανε καρδιά να βλέπει την ακαταστασία κι έπιασε να το νοικοκυρέψει. Έβαλε και σε μια άκρη μερικά βιβλία και το καλάθι με τα ραφτικά της μάνας της, να τα πάρει φεύγοντας. Δεν τα ’χαν καταδεχτεί σε καμιά διάρρηξη, μα ένιωσε την ανάγκη να τα σώσει.

Και συνέχισε να τακτοποιεί, ας ήξερε πως ήταν άσκοπο, μέχρι που άκουσε τη γνώριμη φωνή της γειτόνισσας. Η μοναδική μόνιμη κάτοικος της περιοχής, που ζούσε στο μικρό ξύλινο σπίτι κοντά στη λεωφόρο, στεκόταν χαμογελαστή δίπλα στην πικροδάφνη, με τη λουλουδάτη ρόμπα και τις παντόφλες της, και τ’ άσπρα της μαλλιά, λυτά στους ώμους.

«Χαθήκατε» είπε χαρούμενη που θα ’χε παρέα και κάθισαν οι τρεις τους στο κιόσκι να τα πούνε. «Θα μείνετε μέρες;» ρώτησε με αδημονία και στην απάντησή τους, συννέφιασε. «Κρίμα» ψέλλισε απογοητευμένη «είναι τόσο όμορφα αυτή την εποχή, έχει παντού κυκλάμινα».

Της είπαν για τις ζημιές που βρήκαν και για τις κλο­πές που είχαν παραγίνει, μα δε φάνηκε να ταράζεται.

Μόνο μια φορά, είπε, είχαν μπει σπίτι της στα τόσα χρόνια. Δυο άντρες. Την έδεσαν πισθάγκωνα σε μια καρέκλα και τη χτυπούσαν να μαρτυρήσει πού είχε κρυμμένα τα λεφτά. Μα όσο έψαχναν, κατάφερε λύθηκε, πήρε τον πλάστη και τους κυνήγησε, το έβαλαν στα πόδια. Μιλούσε ψύχραιμα, δείχνοντας το σημάδι στο μπράτσο της κι αυτές την κοίταζαν με φόβο και δυσπιστία. Ήταν πάνω από εβδομήντα χρονών, κοντή και λιπόσαρκη, πώς μπόρεσε;

Δεν ήξεραν τι να πουν, άλλωστε η ηλικιωμένη δε γύρευε παρηγοριά. Κουβέντα ήθελε και συζήτησαν για τα παλιά, τότε που ζούσαν κι οι γονείς και τα σπίτια κατοικούνταν όλα. Έφυγαν προτού νυχτώσει.

«Εγώ δεν ξανάρχομαι» είπε η αδερφή της στο γυρισμό. «Ούτε εσύ να ξαναπάς» πρόσθεσε αποφασιστικά και το ’λεγε, το ξανάλεγε προσπαθώντας να την πείσει.

 

Ξαναπήγε. Δυο χρόνια σχεδόν μετά την επίσκεψή τους, μόλις χθες, μόνη της. Την πονούσε η εικόνα του εξοχικού που σκορπιζόταν κομμάτι κομμάτι σαν να δια­μελιζόταν ζωντανό σώμα, μα ένιωθε υποχρέωση να πηγαίνει. Σαν να επισκεπτόταν αγαπημένο συγγενή, γέρο ή ανάπηρο κλεισμένο σε ίδρυμα. Από ενδιαφέρον, αλλά κι από μια νοσηρή περιέργεια να μάθει την εξέλιξη της κατάστασής του. Λες και όφειλε να λογοδοτεί στους δικούς της για τη σταδιακή απογύμνωση του σπιτιού, την αποψίλωση του ονείρου τους.

Στρίβοντας στο χωματόδρομο, έριξε μια βιαστική ματιά στο λυόμενο της γειτόνισσας, μα δεν είδε κίνηση. Κι όταν έφτασε στο βάθος του δρόμου, ο ήλιος καθρεφτιζόταν στα τζάμια του πάνω ορόφου· τ’ αλουμινένια παραθυρόφυλλα έλειπαν κι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη.

Σφίχτηκε το στομάχι της. Όρθια έξω από το αυτοκίνητο, κοίταζε το οίκημα και δίσταζε να μπει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, μα είχε κάνει πολλά χιλιόμετρα. Έπειτα οι διαρρήκτες, δε θα ’ταν τόσο ανόητοι να βρίσκονται εκεί μέρα μεσημέρι. Κάτι γυάλιζε σ’ ένα θάμνο κι έσκυψε, σήκωσε το τηλέφωνο του ντους.

«Έπεσε καθώς έφευγαν» συλλογίστηκε «έτρεχαν ίσως».

Κάποτε είχαν βρει στο δάσος τη ζακέτα της και ένα κουρδιστό μαϊμουδάκι. Και κάτω από ένα πεύκο, άλλη φορά, μια κατσαρόλα μ’ απομεινάρια από γάλα εβαπορέ και φρυγανιές.

Τριγύρω ερημιά και μια σιωπή που την πάγωνε. Ανέβηκε προσεκτικά τα σκαλοπάτια κι έσπρωξε την πόρτα. Ο αέρας έμπαινε ανεμπόδιστος απ’ τα παράθυρα ανεμίζοντας τις κουρτίνες, το καπάκι από το μπαουλοντίβανο ήταν ανασηκωμένο και στο πάτωμα κουβέρτες, σεντόνια, παιδικές σαγιονάρες, ένας ξύλινος καθρέφτης ραγισμένος. Και μαζί πευκοβελόνες, φύλλα από σκίνα, ελιές και τριανταφυλλιές, ιστοί αράχνης που αιωρούνταν στις γωνιές των τοίχων και στα έπιπλα. Μόνο τα βιβλία βρίσκονταν όπως πάντα στη θέση τους.

Στο μπάνιο είχαν ξηλώσει το νιπτήρα, τη λεκάνη, τις βρύσες. Σαν να τους άκουγε. «Τράβα από την άλλη ρε…» βλαστήμιες, χτυπήματα με λοστούς, σφυριά, πένσες. Ποιος θα τους έπαιρνε είδηση στο δάσος;

Τα κλαριά των δέντρων θρόιζαν στον αέρα και της φάνηκε πως άκουσε βήματα στην ξύλινη σκάλα. Μπορεί να ήταν κρυμμένοι και να την παρακολουθούσαν, σκέφτηκε και σαν να αφουγκραζόταν κάπου κοντά την ανάσα τους. Στάθηκε ακίνητη, ν’ ακούσει καλύτερα, δεν ήταν κανείς.

Σ’ όλα τα δωμάτια σκόρπια αντικείμενα και ντουλάπες που έχασκαν ανοιχτές. Στην πίσω κρεβατοκάμαρα, τα καλώδια κρέμονταν από το ταβάνι, χωρίς το φωτιστικό. Κάποιος κάποτε το ’χε σπρώξει άθελά του τινάζοντας ψηλά το σεντόνι, σαν ιστίο. Κατάρτι αυτός, όρθιος, γυμνός πάνω στο κρεβάτι κι η λάμπα ταλαντευόταν σαν εκκρεμές, λες και προσπαθούσε να την υπνωτίσει.

Αυτός, ο άλλος, ο επόμενος. Δε θυμόταν ακριβώς πότε, πώς, τι. Ίχνη άλλων εποχών, μεταφέρονταν μαζί μ’ έπιπλα και σκεύη, σ’ άγνωστα δωμάτια, σε άλλη πόλη, ή κάπου εκεί κοντά, δεν είχε σημασία πού.

Ήταν μάταιο να βλέπει, να θυμάται, να θλίβεται. Δεν είχε κουράγιο να συμμαζέψει και τα άφησε όλα όπως τα βρήκε. Τύλιξε την αλυσίδα στην εξώπορτα, ότι κλείδωνε, μπήκε στο αυτοκίνητό της και γύρισε, κοίταξε το σπίτι.

Απομακρυσμένο απ’ τα άλλα, μόνο του. Κι έφυγε, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω της, παίρνοντας μαζί της ό,τι μπορούσε να πάρει.

Παρ’ όλες τις διαρρήξεις, οι καναπέδες κι οι πολυθρόνες με τα πλεχτά μαξιλάρια της μάνας της, το οβάλ τραπέζι από οξιά, όλα, παρέμεναν στη θέση τους· έπιπλα μινιατούρες στριμωγμένα στις έλικες του εγκεφαλικού της φλοιού, να εξακολουθούν την παλιά τους ζωή. Τόσο ζωηρά σε χρώματα και σχήματα που κάθε φορά που ερχόταν σ’ επαφή με την αλήθεια, ξαφνιαζόταν δυσάρεστα και μελαγχολούσε. Κι έπρεπε να περάσουν μέρες ώσπου να ξεχαστεί το παρόν και να γίνουν πάλι όλα όπως πριν.

 

«Κόκκινο κουκούλι», Βάσω Σπηλιοπούλου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 51-58.

 

***

Για το βιβλίο

Κουκούλιπερίβλημα και χώρος προστασίας, όπου αναπτύσσεται η κάμπια ενός εντόμου και μετατρέπεται σε χρυσαλλίδα, για να εκκολαφθεί στο τέλος ως ένα πλήρως αναπτυγμένο ενήλικο έντομο, το ακμαίο. Όπως η πεταλούδα, που από ένα άχαρο πλάσμα καταλήγει στην εντυπωσιακή χορεύτρια των αιθέρων. Εκτός και αν, προβλήματα διαφόρων ειδών αναστείλουν την ανάπτυξή της.

Κόκκινο κουκούλι ή οικογενειακό καμίνι – το δυστοπικό περιβάλλον μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, που αντί να προστατεύει, να θρέφει, να βοηθά στην υγιή ανάπτυξη των μελών της, εγκλωβίζει σε ρόλους που εμποδίζουν την ωριμότητα, τραυματίζει —καμιά φορά ανεπανόρθωτα—, οδηγεί σ’ εθισμούς.

Κόκκινο κουκούλι και η παθολογική νοσταλγία, όταν οι μνήμες φυλακίζουν σε μια χαμένη νιότη, έναν έρωτα ή ένα γάμο τελειωμένο και το άτομο προσκολλάται στο παρελθόν χάνοντας το παρόν.

 

***

Για τη συγγραφέα

Η Βάσω Σπηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και, ταυτόχρονα, θέατρο στη θεατρική σχολή Σταυράκου. Τη διετία 2000-2002, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα του Καποδιστριακού, στο τμήμα «Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη». Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Το Μάιο του 2019 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Ιωλκός, το μυθιστόρημά της Ασύμβατες διαδρομές. Το Κόκκινο κουκούλι είναι το δεύτερο βιβλίο της.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.