Κριτική της Ευσταθίας Δήμου για την ποιητική συλλογή «Η ξένη ιτιά» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), του Παναγιώτη Χριστοδούλου, δημοσιευμένη στο Literature.gr.
Τα αποκαλυπτήρια της έννοιας του χρόνου [Η ξένη ιτιά, Παναγιώτης Χριστοδούλου]
Η ξένη ιτιά, Παναγιώτης Χριστοδούλου, Εκδόσεις Ιωλκός
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Χριστοδούλου, Η ξένη ιτιά, αποτελείται από μια σειρά ποιημάτων με σαφή και διακριτό τον κεντρικό τους πυρήνα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα σύνολο από εξακτινώσεις που εκπορεύονται από την αίσθηση του ανεπίστρεπτου και του οριστικά χαμένου. Ο ποιητής πλάθει, ποίημα το ποίημα, ένα νήμα που τον οδηγεί στο παρελθόν και μαζί στον βαθύτερο εαυτό του θέτοντας, βασικά, ένα ερώτημα με καίρια υπαρξιακή διάσταση και σημασία. Μήπως, τελικά, ο εαυτός μας είναι ό,τι ζήσαμε στο παρελθόν και το παρελθόν μας ό,τι συγκροτεί τον αληθινό εαυτό μας; Σε κάθε περίπτωση η απάντηση δεν μπορεί παρά να ακροβατεί ανάμεσα στις δύο αυτές εκδοχές, ανάμεσα στις δύο αυτές εναλλακτικές. Κι αυτό γιατί υπάρχει πάντα το παρόν της δημιουργίας, της ποίησης, της τέχνης. Στο πλαίσιο αυτής της διερώτησης ο ποιητής ανοίγει έναν διάλογο με τα στοιχεία της φύσης αλλά και με το άπιαστο, το ασύλληπτο, το αδιόρατο του θανάτου που μοιάζει να πλανάται και να επικρέμαται παντού. Εδώ η ποίηση του Χριστοδούλου αποκτά έναν πιο «ομιχλώδη», πιο «μυστηριακό», πιο τρυφερό και συνάμα τραγικό τόνο έτσι που να παραπέμπει και να ανακαλεί τα δημοτικά τραγούδια που πλάθονταν με κεντρικό θέμα τον θάνατο. Μια ανατομία του θανάτου πραγματοποιεί εδώ, λοιπόν, ο ποιητής όπως τον αντιλαμβάνεται να επενεργεί και να σφραγίζει γνωστά και οικεία τοπία με την απώλεια και το κενό. Είναι μια παράδοξη αίσθηση αυτή που αναδύεται από τα ποιήματα καθώς η κατίσχυση του θανάτου απέναντι σε μικρές κηλίδες ζωής μοιάζει να τεχνουργεί μια βαθιά τραγική ειρωνεία της οποίας μέτοχος γίνεται ο αναγνώστης κι ας ξέρει καλά πως βαδίζει μέσα στο έδαφος της ποίησης, μιας πλασματικής δηλαδή πραγματικότητας: Η αυλή αυτόφωτη ντυνότανε την άνοιξη σιγά σιγά/ με πείσμα στη φθορά της επανάληψης./ Οι βουκαμβίλιες αναρριχιούνταν απ’ τον ξένο φράχτη/ ζητώντας την παρέα απ’ το γεράνι και το δενδρολίβανο./ Θ’ αναστηθεί ξανά ο Λάζαρος και φέτος πριν χαθεί για πάντα./ Δυο σαύρες παίζανε κουτσό με τον αγέρα/ δίχως κανείς να ξέρει το παιχνίδι./ Το χώμα μύριζε ζωή κι απουσία. («Η αυλή, μέσα τ’ Απρίλη»)
Η γλώσσα του Χριστοδούλου είναι απλή, λιτή, όπως ακριβώς την θέλει και την τεχνουργεί το ίδιο το θέμα των ποιημάτων που είναι ακριβώς η αίσθηση μιας απουσίας που πληροί τον χώρο και τον χρόνο, το παρόν του ποιητικού υποκειμένου. Έτσι, ο αναγνώστης εισχωρεί δίχως προσκόμματα στο εσωτερικό των ποιημάτων που μεταμορφώνονται και παίρνουν το σχήμα ενός δωματίου εντός του οποίου συντελείται πάντα μια θαυμαστή αποκάλυψη. Η αποκάλυψη ή, καλύτερα, τα αποκαλυπτήρια της έννοιας του χρόνου. Γιατί η περιήγηση στο εσωτερικό των ποιημάτων και η μεταφορά στο σκηνικό τους οδηγεί στη βίωση μιας εμπειρίας σχεδόν ενωτικής του ποιητή με τον αποδέκτη του ποιήματος. Όχι γιατί ίσως ο δεύτερος αναγνωρίζει κρυφές κοινές σκέψεις ή παρόμοια βιώματα με αυτά του δημιουργού όσο γιατί αφήνεται να τα αποκτήσει μέσα από το ποίημα. Πρόκειται για μια διαδικασία και μέθοδο μέθεξης του αναγνώστη στον κόσμο της ποίησης, έναν κόσμο τόσο αληθινό όσο και η ζωή από την οποία ο δημιουργός αντλεί την πρώτη ύλη του.
Παρά το κοινό θεματικό τους κέντρο τα ποιήματα παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους στο μέτρο και στον βαθμό που καθένα από αυτά καθίσταται όχι απλώς και μόνο μια απόπειρα αλλά, στην κυριολεξία, ένα λιθαράκι με το οποίο συντελείται η πολιορκία της έννοιας του θανάτου, ταυτόχρονα, όμως, και της έννοιας του ανθρώπου. Γιατί την ίδια στιγμή που το ενδιαφέρον του ποιητή μονοπωλεί η απώλεια, την ίδια εκείνη στιγμή αναδεικνύεται ως αντίπαλον δέος η παρουσία, η ανθρώπινη ύπαρξη και δράση, ό,τι τέλος πάντων σηματοδοτεί και σημαίνει τη ζωή. Έτσι, η όλη προσπάθεια τίθεται κάτω από τη σκέψη της συμφιλιωτικής πρόθεσης του ποιητή με μια πραγματικότητα από τις πιο σκληρές αλλά και από τις πιο προσοδοφόρες δεδομένου ότι αποτελεί τη μία από τις δύο μεγάλες δεξαμενές της τέχνης διαχρονικά. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα ποιήματα του Χριστοδούλου τοποθετούνται μέσα σε σκηνικά καθαρά «ανθρώπινα», γνωστά και οικεία σε όλους τους ανθρώπους. Πρόκειται για τοπία και περιβάλλοντα που συνήθως υπάρχουν ανεξάρτητα και πέρα από τον άνθρωπο η παρουσία του οποίου, ωστόσο, τα νοηματοδοτεί διαφορετικά, όπως, άλλωστε, και η απουσία του.
Δεν είναι λίγες οι φορές που, διαβάζοντας κάποιος τα ποιήματα της συλλογής, διαπιστώνει ότι αυτά έχουν τη μορφή αρθρωμένων σκέψεων, εικόνων ή φαντασιώσεων. Ανεξάρτητα από το πόσο ηθελημένη είναι η πρόθεση αυτή του ποιητή το αποτέλεσμα είναι ότι οι συνθέσεις παρουσιάζονται σαν στιγμιαίες συλλήψεις, σαν στοχασμοί που ξεδιπλώνονται με αφορμή κάποια εικόνα πραγματική ή φανταστική. Έτσι ο ποιητής οδηγείται στο στήσιμο ενός σκηνικού που από μόνο του καταδηλώνει όχι μόνο το νόημα, το περιεχόμενο του στοχασμού του δημιουργού, αλλά και το αίσθημα του, την αίσθηση που του αφήνει η ιδέα του θανάτου καθώς εγκαθίσταται πάνω στα πράγματα και πάνω στις λέξεις: Σαν ο Μοντέγος κείτεται νεκρός πλάι σε νεκρή/ και το φαρμάκι δίπλα,/ ο θάνατος ένιωσε τη γύμνια των πρωτόπλαστων/ να τον τυλίγει από παντού. («Δραματική τετραλογία») Αφήνεται, λοιπόν, ο ποιητής να περιηγηθεί στα σχήματα και στα τοπία του θανάτου και μαζί του αφήνει τον αναγνώστη να γνωρίσει τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση μπορεί μέσα από απειράριθμα ποιήματα να προσεγγίσει το θέμα αυτό αποδεικνύοντας, για μία ακόμα φορά τη δύναμη και τη δυναμική της να μετουσιώνει το ένα σε πολλά, το τέλος σε αρχή, τον θάνατο σε δημιουργία.
Πηγή: Literature.gr