«Γλυκιά πενικιλίνη» | Νίκαια Γαλλίας

Διήγημα από τη συλλογή «Γλυκιά πενικιλίνη» (εκδόσεις Ιωλκός, 2018), της Μαρίνας Παπαγεωργίου, στο αγαπημένο μας Fractal.

 

Διήγημα: “Θυμάρι σε ματσάκια”

Της Μαρίνας Παπαγεωργίου // *

«Και τώρα τι θα κάνουμε που έχουμε νερό;». Απελπισία τον έπιασε. Τριγυρνούσε στους δρόμους και μονολογούσε: «Τι θα κάνουμε… τι θα κάνουμε…».

Να μονολογεί το συνήθιζε και πρώτα, πριν τον πιάσει η απελπισία. Έλεγε άλλα, όμως, τότε.

«Εν δυο, εν δυο, τέσσερα, εφτά κι οχτώ», «σπάρτα και πουρνάρια», «κότσυφες και κουκουνάρια», τέτοια.

Ό,τι του ερχόταν έλεγε∙ έπαιρνε τις ανηφοριές κατά το βουνό μουρμουρίζοντας ασυναρτησίες.

Μάζευε θυμάρι. Και σκύβοντας στους θάμνους, μονολογούσε. Αυτό έκανε για χρόνια, κάθε Ιούλιο και Αύγουστο, που ήταν η εποχή.

Καμία σημασία δεν του έδιναν. Ούτε πριν ούτε όταν περιέπεσε στην απόγνωσή του. Τον έβλεπαν κάθε μέρα να μονολογεί, ανηφορίζοντας κυρτός με το πάνινο σακούλι του περαστό χιαστί στον ώμο. Το γέμιζε θυμάρι ως επάνω. Ήταν κουρελής κι ακάθαρτος∙ όμως, άφηνε πίσω του μια μυρωδιά θυμαρίσια. Η μοσχοβολιά κάλυπτε τη μυρωδιά σκόνης που είχε πια αποκτήσει το σώμα του από τα χώματα του βουνού κι από τον κουρνιαχτό που σηκωνόταν στα νταμάρια. Όταν δούλευαν τα φουρνέλα, ήταν σαν βομβαρδισμός πάνω από το λεκανοπέδιο.

Άντεχε να φτάνει ως εκεί πάνω.

«Είναι νέος, μην τον βλέπεις έτσι» έλεγαν «είναι που πάει γερτός σαν γεροντάκι και πουντραρισμένος πατόκορφα με τη σκόνη που ξεσηκώνουν τα φορτηγά στο χωματόδρομο».

Ασπροσκονισμένος όλο το χρόνο. Την άνοιξη κίτρινος από τη γύρη που σκόρπαγαν τα πεύκα, σκαρφάλωνε στους βράχους.

Το βουνό ήταν κατάφυτο και γεμάτο σκιερές ρεματιές με πυκνή βλάστηση, ευκάλυπτους, μυρτιές, δάφνες, κουμαριές, πλατάνια. Εκείνος, όμως, ψαχούλευε στις πλαγιές τις άγονες, κάτω απ’ τον ήλιο, στους θαμνότοπους – εκεί που έβρισκε θυμάρι. Σαν το λαγωνικό που τεντώνει τα ρουθούνια του και σαν τον Ινδιάνο ιχνηλάτη που, με μύτη, μάτια και δυνάμεις υπερφυσικές, εντοπίζει τα ίχνη, έτσι μύριζε κι εκείνος στον αέρα το πιπεράτο θυμάρι και κουτσούρευε με το σουγιαδάκι του τις μοβ φούντες.

Ύστερα, κατέβαινε στη βρύση. Μετά τη δύση του ήλιου, με τη δροσιά, την ώρα που ανέδιναν τα πεύκα το νυχτερινό αψύ άρωμά τους κι ένιωθες στα ρουθούνια το ρετσίνι. Καθότανε πιο πέρα από τους άλλους που ξεροστάλιαζαν στη σειρά με τα κανάτια και τα μπιτόνια τους περιμένοντας να γεμίσουν νερό. Δεν τους ζύγωνε, γιατί ήταν όπως ήταν – σαν φασουλής κι αλλόκοτος. Συνέχιζε, όμως, τις παρλάτες του εκεί στην άκρη της πέτρινης πεζούλας: «νερό, νερό, πάρτε νερό…», «πάρτε θυμάρι…», «το θυμάρι στο νταμάρι»… Οι άλλοι τον έκαναν χάζι, όμως, τον είχαν συνηθίσει κιόλας και, με τον καιρό, τον είχαν βαρεθεί. Μόνο τα παιδάκια ξεσήκωναν τα λόγια του και τα ’λεγαν χοροπηδώντας μπροστά του, «το θυμάρι στο νταμάρι!». Και τον πλησίαζαν από πίσω, να δουν πόσο μυριστικό έχει μέσα το πάνινο σακούλι του που έβγαζε εκείνη τη μυρωδιά την πικάντικη.

Το γέμισμα έπαιρνε αρκετή ώρα. Τρία τρία κρατούσαν τα κανάτια που χρειάζονταν για το κάθε σπίτι, για να πίνουν, για να πλένονται και για τη λάτρα. Έτρεχε νερό πολύ, απ’ το βουνό κι όσο άκουγε τη βρύση να τρέχει, ροδάνι πήγαινε και η γλώσσα του. Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει η ουρά για να κατεβάσει στο λαρύγγι του το κρύο νερό και να βρέξει το πρόσωπό του, του άρεσε αυτή η παγωμένη φρεσκάδα και γελούσε με την ψυχή του όταν το πέταγε πάνω στο μούτρο του: «Μπούζι το νερό, μπούζι το νερό…».

 

«Έλα, ρίξε νερό στο κεφάλι σου να φύγουμε!» ο οδηγός του λεωφορείου τον είχε μάθει πια.

Να τον πάλι, πρωί πρωί, στημένος στην πηγή, με τα σακούλια του, απέναντι από την αφετηρία. Είχε ξεράνει το θυμάρι του και ήθελε να κατεβεί στην Αθήνα, στην αγορά με τα βότανα και τα μπαχάρια, να το πουλήσει σε ματσάκια. Έτοιμος στο τιμόνι του, με τη μηχανή αναμμένη, ο οδηγός τού έκανε νόημα την τελευταία στιγμή.

«Εδώ κάτσε, δίπλα μου».

Τον έβαζε πάντα στη θέση του συνοδού πλάι του, για να μην παραπονεθεί κάποιος επιβάτης για την αφροντισιά του. Κι εκείνος κρατούσε σφιχτά τα αιθέρια σακούλια πάνω του και κοιτούσε μπροστά∙ κι απ’ τη χαρά του για το «ταξίδι», του κοβόταν η λαλιά σε όλη τη διαδρομή.

 

***

 

Όταν, όμως ήρθε το νερό, τον έπιασε απελπισία. Όλα τα σπίτια συνδέθηκαν στο δίκτυο. Όσα ήταν εκεί πάνω, δηλαδή, γιατί δεν ήταν ακόμη κανονική γειτονιά∙ μια σκόρπια διαδήλωση ήταν. Διάσπαρτα μικρά σπίτια εδώ κι εκεί, μέσα σε πεύκα, αγριάδες, σκίνα και ψηλά χόρτα που κάθε τόσο θρόιζαν∙ όταν τα ποδοπατούσαν οι χελώνες, ακουγόταν ένας κριτσανιστός ήχος. Μαζί με όλα τ’ άλλα, φύτρωνε εκεί μέσα και μια ετερόκλητη, παρδαλή κοινότητα, που ζωντάνευε κυρίως το καλοκαίρι.

Αυτό το μέρος ντόπιους δεν είχε∙ ντόπιοι και βουνίσιοι είχαν παραδόξως γίνει οι νησιώτες. Πάνω από την μπλε πόρτα του Παναγιώτη του λατόμου, υπήρχε κρεμασμένο ένα ξύλινο τιμόνι ψαροκάικου, βαμμένο άσπρο και κόκκινο με λαδομπογιά. Το σπίτι ήταν μες στα δασόπευκα, αλλά κάτασπρο σαν κυκλαδίτικο νοικοκυριό. Γιατί ο Παναγιώτης ήταν Παριανός, φερμένος από νησί όπως πολλοί άλλοι, για να δουλέψει στο νταμάρι. Σαν βαρκάρης του βουνού, ο Παναγιώτης φορούσε πάντα μαύρο τσόχινο καπέλο ναυτικό. Αλλά κι ο Σωτήρης ο ψιλικατζής ήταν Αναφιώτης∙ άνοιξε το μαγαζί του μόλις έκλεισε το νταμάρι και το έβγαλε Αρμενάκι. Και Σαντορινιοί και Τηνιακοί και Μυκονιάτες είχαν στεριώσει στο βουνό και ούτω καθεξής. Κι έπειτα ήταν οι κτηνοτρόφοι που είχαν έρθει με τα γιδοπρόβατα – Σαρακατσάνοι οι περισσότεροι, Ηπειρώτες ή καμπίσιοι. Αν βάλεις και τους λίγους

Αθηναίους συνταξιούχους παραθεριστές και τον αλαφροΐ­σκιωτο που είχε «φυτρώσει» από το πουθενά, ήταν μια πραγματική πανσπερμία εκεί πάνω. Οι φθισικοί πάλι, έρχονταν τα παλιά χρόνια και κατασκήνωναν στο δάσος το καλοκαίρι. Τους ανέβαζαν οι συγγενείς τους στο βουνό για αέρα καθαρό και οξυγόνο. Κι έπειτα έφευγαν για πάντα.

«Δόξα τω Θεώ…» έλεγαν οι γυναίκες «…να φεύγουν οι χτικιάρηδες».

Οι «χτικιάρηδες» έφευγαν, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο –ούτε που τις ένοιαζε–, αλλά άφηναν το αποτύπωμά τους μες στα πεύκα∙ οι ξύλινες παράγκες τους έχασκαν και τα παιδιά τις έλεγαν στοιχειωμένες. Γύρω γύρω, βουνά από ξερές πευκοβελόνες και καμιά σπασμένη καρέκλα από την παλιά οικοσκευή.

Σε μια τέτοια παράγκα κοιμόταν. Την είχε βρει άδεια με ξηλωμένη την πόρτα και την είχε κάνει σπίτι του. Είχε μια λάμπα θυέλλης κρεμασμένη απ’ το ξεχαρβαλωμένο παντζούρι, έβγαζε κι ένα τραπέζι από παλιοσανίδια έξω τα καλοκαίρια, για να ξεραίνει τα θυμάρια. Ένα κατσαρόλι είχε όλο κι όλο κι έβραζε εκεί μέσα τα ραδίκια που μάζευε στο βουνό∙ και τις φακές και τα κουκιά που του έδιναν οι γείτονες να τρώει με ψωμί και λάδι, σ’ ένα πιάτο εμαγιέ που κι αυτό δωρεά ήταν, μαζί με το κουτάλι.

 

***

 

«Σςςς… είναι μέσα! Μην κάνετε φασαρία, μάγκες! Με το σύνθημα “το θυμάρι στο νταμάρι”, οπισθοχωρούμε προς το ξέφωτο, ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι κοντοί μπροστά!».

Ο ήλιος περνούσε ανάμεσα στα πεύκα∙ πίσω από κάθε κορμό παραμόνευε κι ένας, καρδιοχτυπώντας. Οι έρημες παράγκες ήταν το ζωντανό παραμύθι των παιδιών. Ακόμα και μέρα μεσημέρι, ανατρίχιαζες που τις έβλεπες∙ γεννούσαν ένα σωρό ιστορίες στο μυαλό και τ’ αγόρια έκαναν τα κοριτσάκια να τσιρίζουν, σπαζοχολιάζοντάς τα με διάφορα καψόνια. Μόνο οι γενναίες καρδιές τολμούσαν να περάσουν το κατώφλι παράγκας. Όσοι πιτσιρικάδες ήταν «παλικάρια», τον είχαν κάνει τον άθλο. Αρχηγός τους ήταν ένας νταής, το παιδί του Σάββα, ενός μαρμαρά από την Τήνο, που ήταν πολύ ήσυχος άνθρωπος κι έψελνε και στην εκκλησία. Ο γιος του, όμως, ο Ανέστης ήταν άφοβος και θηρίο ανήμερο. Για να βρίσκει βατράχια και νερόφιδα, χωνόταν ως και στις πιο άγριες ρεματιές με τη ζουγκλώδη βλάστηση, μες στις καλαμιές. Είχε ονομάσει τους υποταχτικούς του «συμμορία της βρύσης». Εκεί μαζεύονταν τα πιο σκληρά από τ’ αγόρια και μαζί ένα δυο αγοροκόριτσα και ξεκινούσαν με ξύλα για εξορμήσεις στο δάσος. Είχε υπαρχηγό του το Δημήτρη, ένα χλωμό, αγέλαστο παιδί που ο πατέρας του ήταν ανάμεσα στους τρεις που είχαν καταπλακωθεί από ογκόλιθο στο νταμάρι.

Τα καλοκαιρινά βράδια, ο Ανέστης κάθιζε τους υπόλοιπους στα σκαλοπάτια των σπιτιών και τους έλεγε τρομαχτικές ιστορίες με φαντάσματα και κρεμασμένους, γυρνώντας το φακό στο πρόσωπό του.

«Είχε φύγει απ’ την παράγκα του νύχτα, σας τ’ ορκίζομαι…» και φίλαγε σταυρό «…είχε πάρει τα βουνά από ώρα, χωρίς το σακούλι του στον ώμο. Εγώ στεκόμουν παράμερα. Όμως, σας τ’ ορκίζομαι, τον είδα ξαφνικά στο παράθυρο, σαν να ήταν ο δεύτερος εαυτός του, μόνο… πολύ πιο ψηλός!».

Στο τέλος, με το «πολύ πιο ψηλός!», έβαλε βροντερή φωνή ο Ανέστης. Ενώ διηγιόταν, κοιτούσε στα μάτια βασανιστικά έναν αδύνατο μικρό, ξανθομάλλη, που ερχόταν από τους Αμπελόκηπους για παραθερισμό με τον παππού και τη γιαγιά του. Ο μικρός, που είχε αλλεργία στη γύρη των πεύκων, ξυνόταν απ’ τη φαγούρα με μανία όσο άκουγε στο σκοτάδι τη φρικιαστική ιστορία με γουρλωμένα μάτια. Ώσπου δεν άντεχε άλλο, πατούσε μια στριγκλιά και ξεσπούσε σε κλάματα. Ήταν κάτι σαν τελετή μύησης για κάθε νέο μέλος∙ ως την τρίτη δοκιμασία, ο «δόκιμος» έπρεπε να φανεί γενναίος. Μόνο τότε θα στεκόταν στη μέση του στρογγυλού νησιώτικου βοτσαλωτού που υπήρχε στην αυλή του αρχηγού και θα έπαιρνε το χρίσμα∙ διαφορετικά, θα ήταν μυξιάρης κι έξω από τη συμμορία.

Μόνο η «συμμορία της βρύσης» κυκλοφορούσε τα βράδια. Όλοι οι άλλοι, μετά το νεροκουβάλημα, κλείνονταν μέσα. Δεν αντάλλασσαν επισκέψεις οι γείτονες μεταξύ τους, τι χρειάζονταν οι επισκέψεις, αφού είχαν την εσπερινή συνάθροιση στη βρύση. Εκεί κουβέντιαζαν τα πάντα. Μετά, είτε κάθονταν στις εισόδους των σπιτιών τους χαζεύοντας τα μυριάδες ζουζούνια που μάζευε γύρω της η λάμπα, είτε κλειδαμπαρώνονταν, γιατί ακόμα και τον Αύγουστο έκανε κρύο εκεί απάνω το βράδυ κι αγριευόσουν κιόλας. Μες στη μαυρίλα των πεύκων, ένα φωτάκι εδώ κι ένα εκεί τα σπίτια, όπως στα φολκλορικά παραμύθια. Και στον έρημο λεωφορειόδρομο οι ξύλινοι στύλοι ηλεκτρισμού έβγαζαν ένα φως χλωμό∙ από μακριά γάβγιζαν αγέλες σκύλων και το βουνό είχε κι αλεπούδες.

«Ανέστη, μαζέψου, βράδιασε. Θέλω να μανταλώσω την πόρτα, μόνο ο παλαβός με τα θυμάρια γυρνοβολάει ακόμα. Και τα σκυλιά». Η γυναίκα του Σάββα, του μαρμαρά, έβαζε τη φωνή και, μες στη σιγαλιά, ακουγόταν τρία τετράγωνα πιο πέρα.

 

***

 

Με το που συνδέθηκαν στο δίκτυο ύδρευσης, έπαψαν οι εσπερινές συναθροίσεις των νοικοκυραίων στη βρύση. Ξεκουράστηκαν οι ώμοι και τα χέρια τους, που έβγαζαν κάλους από τα μπιτόνια. Γλίτωσαν πια να κοψομεσιάζονται. Και η βρύση έμεινε έρημη, να τρέχει άφθονο νερό «μπούζι» από το βουνό.

Άρχισαν οι βεγγέρες στα σπίτια. Στις κουζίνες, όλοι κατέβασαν από τον τοίχο τα κρεμαστά βρυσάκια που είχαν πάνω από το νεροχύτη. Και τόσα κανάτια τι να τα έκαναν πια, μόνο για λάδι ήταν χρήσιμα, γέμισαν οι αποθήκες αχρείαστα μπιτόνια, δοχεία με κάνουλες και τσίγκινες λεκάνες, αυτές που είχαν ως τότε δίπλα τους στο λουτρό, για να ξεπλένουν τα σαπούνια από σώμα και κεφάλι. Ειδικά οι κακομαθημένοι Αθηναίοι που έβγαζαν το αποκαλόκαιρο στο βουνό, έκαναν χαρά μεγάλη που, επιτέλους, θα είχαν λουτροκαμπινέ σωστό. Η γιαγιά του μικρού ξανθομάλλη με την αλλεργία, τον σαπούνιζε πια με την ψυχή της και με άφθονο νερό.

Ήταν όλοι ανακουφισμένοι και δόξαζαν την εταιρεία ύδρευσης και αποχέτευσης.

Μόνο εκείνος δεν είχε ησυχία και γυρνούσε πέρα δώθε σαν το σκύλο που διαισθάνεται το σεισμό.

«Τι θα κάνουμε…» μουρμούριζε. Και συμπλήρωνε τονίζοντας το «ρο»: «…τώρα που έχουμε (στραμπούλιζε τη γλώσσα του) νερ(ρ)ό».

Ανέβαινε και στην πλαγιά που ήταν το υδραγωγείο και γέμιζε το σακούλι του θυμάρι που έβρισκε τριγύρω.

«Βρε, άσε τη μουρμούρα και τα θυμάρια κι έλα εδώ να βοηθάς» του έλεγε εκείνος ο λιγνός, ο Πολύδωρος. Πρώην λατόμος, ήξερε κι αυτός το βουνό όσο λίγοι. Τώρα, όμως, ήταν ο επιστάτης του υδραγωγείου. «Αντί να κάνεις το σταυρό σου που σωθήκαμε, τι έχεις πια και τρώγεσαι…».

Έλεγαν πως μάλλον το φοβόταν το νερό πάνω στο σώμα του, γιατί είχε συνηθίσει τόσα χρόνια την απλυσιά του και γι’ αυτό αγωνιούσε έτσι. Κρίμα, έλεγαν, νέος άνθρωπος να του έχει σαλέψει και να παίρνει κάθε τόσο τα βουνά. Και να μένει στην τρώγλη…

«Μόνο τρελός…» έλεγαν «… θα έμενε εκεί μέσα. Τι θα γινόταν αν δεν είμαστε κι εμείς, χριστιανοί άνθρωποι, που του δίνουμε κανένα φασόλι, έχει φέξει από την αδυναμία. Κι όλη την ώρα να παραμιλάει. Και με αυτά τα τρύπια παπούτσια, που φοράει χειμώνα καλοκαίρι, πώς σκαρφαλώνει στο βουνό, ως και στο νταμάρι φτάνει, θα γίνει κανένα κακό εκεί στις ερημιές, θα τον φάνε οι λύκοι. Από πού μας ήρθε ετούτος, ποιος ξέρει».

Σαν να είχε φανερωθεί μέσ’ από ένα σύννεφο σκόνης.

Είχαν ωστόσο μία υποψία: πως ήταν κρυφός γιος της γριάς πλέκτριας που ζούσε στο ξύλινο σπίτι μες στο ρέμα. Η καλύβα ήταν γεμάτη κούκλες μαλλί για πλέξιμο, βελόνες και βελονάκια, είχε τρία παλιά βιβλία, κι ένα μαύρο γάτο, το Μιρχάν. Έλεγε στην παρέα του Ανέστη όταν περιφέρονταν εκεί κάτω για βατράχους:

«O Μιρχάν είναι ο Μαύρος, από τους “Εμπόρους των Εθνών”».

Βούτυρο στο ψωμί του Ανέστη ήταν αυτό, έφτιαχνε ιστορίες με το «σατανικό» γάτο και «τα βιβλία χειρομαντείας της Κυράς της Ρεματιάς» – δεν ήταν, βέβαια, τέτοια βιβλία, ήταν οι Έμποροι, μια Αγία Γραφή και Οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκώ. Πάντως, ποτέ δεν αποδείχτηκε πως ήταν γιος της ο σαλεμένος – η γιαγιά πέθανε ένα χειμώνα και τίποτα δεν έμαθαν γι’ αυτόν. Όνομα δεν είχε πει ποτέ και, αφού από μόνος του δεν έλεγε, απ’ τα θυμάρια που μάζευε, τον είχαν βγάλει «Θύμιο».

 

«Τόσο νερ(ρ)ό…» έλεγε πάλι μια μέρα όπως ανηφόριζε το μεγάλο δρόμο καμπουριαστός και κατασκονισμένος.

Μπροστά του πήγαινε ο Γρηγόρης, ο φούρναρης∙ όμως, ο Θύμιος ούτε τον είχε δει έτσι σκυφτά που πήγαινε, με τον πάνινο σάκο του λοξά περασμένο στον ώμο.

«Ε και, τι, κακό είναι; Δε λες καλά που συνδεθήκαμε στο δίκτυο;».

Πρώτη φορά δοκίμαζε κάποιος να πάρει απάντηση από τον παράλογο. Ο Γρηγόρης, ο φούρναρης, ήταν πλέον πολύ ευχαριστημένος∙ οι δουλειές πήγαιναν καλά, είχε το φούρνο του πάνω στον κεντρικό δρόμο. Και ποιος νοιαζόταν πια που αποκεί κατηφόριζαν φορτηγά με χώματα και σκόνιζαν το σύμπαν, τώρα έριχνε κάθε μέρα τόνους νερά μπροστά στο μαγαζί του, με το λάστιχο. Κάποιες φορές, κατάβρεχε από τη χαρά του και μόνο.

«Ασκημάδες, άλλα κι άλλα θα μας βρουν, πέντε, έξι, εφτά κι οχτώ» του είπε κοιτώντας χάμω.

Κι ο άλλος τον αγνόησε, τι ήθελε να πιάνει κουβέντες με τον τρελό…

«Ασκημάδες». Ε όχι δα… Καμία «ασκημάδα» για το φούρναρη∙ αντιθέτως όλα όμορφα κι ωραία, γιατί το δίκτυο ύδρευσης έφερε μαζί του χτίστες και υδραυλικούς, μπογιατζήδες και μαρμαράδες, που έχτισαν κι άλλα σπίτια, διώροφα, και η εκκολαπτόμενη γειτονιά μεγάλωσε και πύκνωσε πολύ.

Αυτά τα «άλλα κι άλλα» του άρεσαν πολύ, σ’ όλους άρεσαν. Εδώ λίγο έλειψε κάποτε να τον κλείσει το φούρνο ο Γρηγόρης, και τώρα δεν πρόφταινε να φουρνίζει κι έφτιαξε κι εκείνος δίπατο σπίτι.

Στην κοινότητα άνοιξε και δεύτερο παντοπωλείο, του Ιορδάνη. Κι ο Γιάννης, που είχε σαράντα πρόβατα, το άνοιξε το χασάπικο που ονειρευόταν. Κι ο σιδεράς, ο Σιφνιός –πρώην λατόμος κι αυτός– έκανε χρυσές δουλειές και μαζί, επέκταση κι αυτός στο σπίτι του. Ωστόσο στην αυλή του, πλάι στις βατομουριές, είχε πάντα την περίφημη μαντεμένια άγκυρα, αξιοθέατο για τους περαστικούς. Το ίδιο αξιοπερίεργη ήταν βέβαια πλέον και η οικία του, που είχε αποκτήσει μια μοντέρνα προσθήκη προς τα πίσω και προς τα πάνω, αφήνοντας απείραχτο το παλιό ταπεινό κτίσμα, σαν παράταιρη τσόντα.

 

***

 

«Κάμπιες, παντού κάμπιες! Σιχαμένα σκουλήκια κάνουν παρέλαση μπροστά στην μπαλκονόπορτα! Αμάν αυτά τα πεύκα! Στα Πατήσια δεν είχαμε τέτοιο βάσανο».

Είχαν έρθει και οι «νέοι ντόπιοι». Οι άγριοι κήποι έπαψαν να ’ναι άγριοι και ζούγκλες και οι νεοφερμένοι Αθηναίοι έβγαζαν τα σκίνα από τη ρίζα κι άρχισαν να ποτίζουν με το λάστιχο παρτέρια με φρεσκοφυτεμένα λουλούδια και να ψαλιδίζουν τους θάμνους σε γεωμετρικά σχήματα. Με μεγάλες τσουγκράνες σάρωναν τις πευκοβελόνες∙ αυτό ήταν το αβάσταχτο βάσανό τους, «μάστιγα» ήταν αυτές οι πευκοβελόνες… Και η γύρη βέβαια τους ενοχλούσε πολύ – «φριχτό πράγμα» και η γύρη…

Πότιζαν και το φυτευτό χορτάρι. Μάταια, όμως, γιατί τα πεύκα που είχαν μείνει όρθια, είχαν ρίζες που δεν το άφηναν να φυτρώσει κι έμενε το χώμα φαλακρό. Περνούσε έξω από τους κήπους ο τρελός κι ευχαριστιόταν όταν έβλεπε το χορτάρι να μην «πιάνει», τα πεύκα αντιστέκονταν! Άνοιξαν δρόμοι, περπατούσε τώρα πιο εύκολα προς το βουνό – όμως, τα σπίτια «ανέβαιναν» όλο και πιο ψηλά στην πλαγιά κι έπρεπε να ανεβαίνει κι εκείνος πολύ ψηλότερα για να βρίσκει θυμάρι. Βασανιζόταν, σαν το χρυσοθήρα που ψάχνει για χρυσάφι σουρώνοντας το λασπόνερο –και βρίσκει μόνο πέτρες– και σαν το ραβδοσκόπο που ψάχνει για νερό στην ξεραΐλα με κλαρί διχαλωτό – και το κλαρί του δε λέει να ταλαντευτεί. Ο Ινδιάνος ιχνηλάτης με τις υπερφυσικές δυνάμεις, ρουθούνιζε στον αέρα να μυρίσει το θυμάρι – κι όλο και λιγότερο θυμάρι του μύριζε…

Όλο και λιγόστευαν με τον καιρό και οι παράγκες – του Θύμιου ήταν από τις τελευταίες. Σάπιζαν κι έλιωναν από τη βροχή και δεν έμενε σχεδόν τίποτα. Οι «νέοι ντόπιοι» έχτιζαν τα σπίτια τους εκεί που πρώτα ήταν τα καλύβια. Του Θύμιου το κάστρο, όμως, ήταν απόρθητο. Το τελευταίο μικρό σανατόριο στη γειτονιά.

 

***

 

«Πάρτε κατσαρολικά, πάρτε νυχτικιές!».

Το μοναδικό πράγμα που δεν έλεγε ν’ αλλάξει, ήταν το πανηγύρι του Ιουλίου. Κρατούσε όπως και πρώτα, σαν να μην περνούσε ο χρόνος. Οι πραματευτάδες πουλούσαν τα ίδια και τα ίδια. Κουρδιστά παιχνιδάκια, τσίγκινα κουζινικά μινιατούρες, κούκλες με καρότσι, ροκάνες, παλιακά κεντήματα και τραπεζομάντιλα, ρόμπες, παντόφλες, νυχτικά και, όπως τα παλιά χρόνια της βρύσης, κανάτια σε όλα τα μεγέθη. Μύριζε παντού μαλλί της γριάς. Έστηναν τους πάγκους από τη βρύση ως το προαύλιο της εκκλησίας. Το πανηγύρι κράταγε όλη τη νύχτα. Ερχόταν κι ένας κοκκινοτρίχης που πούλαγε «παπούτσια με το κιλό», πέδιλα, σαγιονάρες με μαργαρίτα, πάνινα, ελβιέλες και σπορτέξ, στοιβαγμένα πάνω στον πάγκο του∙ και είχε και μια σιδερένια ζυγαριά κρεμαστή, του μανάβη, και τα ζύγιζε. Αυτός ερχόταν από του Ψυρρή και είχε πλάκα, δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Είχε τη συνήθεια να βάζει στο στόμα του ένα γλειφιτζούρι κόκκινο, σε σχήμα κόκορα από τον πάγκο με τα ζαχαρωτά, και το διασκέδαζε ώσπου να λιώσει, σαν παιδάκι. Και ήθελε πάντα να έχει δίπλα του το Θύμιο∙ τον έβαζε να στήνει κι εκείνος ένα τραπεζάκι και να πουλάει τα θυμάρια του – δυο δραχμές το ματσάκι.

«Στρώσε λίγο τα μαλλιά σου να γίνεις άνθρωπος, σαν Ζουλού είσαι» του έλεγε «πελάτες θα μας έρθουν». Και ξεκινούσε να καλεί την πελατεία με βροντερή φωνή: «Ελάτε! Εδώ… δε μυρίζει παπούτσια» έλεγε «μοσχομυρίζει θυμάρι φρέσκο του βουνού! Πάρ­τε πεδιλάκια για τα παιδιά, πάρτε και μυριστικό από το φί­λο μου, το Θύμιο, για να βάζετε στο λεμονάτο σας, να μοσχοβολάει!».

Ο Θύμιος δε μιλούσε καθόλου πίσω από το τραπεζάκι του. Ο μετρ του παραμιλητού, που επαναλάμβανε τις ίδιες φράσεις ξανά και ξανά μονολογώντας ασταμάτητα στα μονοπάτια και στις ρεματιές, καθόταν σ’ ένα σκαμνί αμίλητος, με γειρτούς τους ώμους και με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Όσο ζουζούνιζαν γύρω του οι ψιλικατζήδες διαλαλώντας την πραμάτεια τους, «εδώ τα καλά… ετούτα κι εκείνα…», τόσο αυτός ζάρωνε πίσω από τον πάγκο του σιωπηλός. Κάτω από τη λάμπα πετρελαίου, είχε μπροστά του τα λίγα ματσάκια που είχε προλάβει να ξεράνει Ιούλιο μήνα, όμως, μύριζαν θαυμάσια. Εκείνος έμενε μουγγός∙ άλλωστε τα διαλαλούσε και με το παραπάνω ο γείτονας, ο πραματευτής από του Ψυρρή.

 

***

 

Την εποχή που λιγόστεψε το νερό της πηγής, χάθηκε κι ο Θύμιος. Το έλεγε και το ξαναέλεγε η Βικτωρία, η γυναίκα του Νικήτα του ταχυδρόμου, που εκτός από την ελάχιστη αλληλογραφία, μοίραζε τώρα στα σπίτια και τους μακρόστενους φακέλους με το λογαριασμό ύδρευσης. Της άρεσε της Βικτωρίας αυτός ο μύθος του διπλού αφανισμού –των υδάτων και του Θύμιου– και τον επαναλάμβανε διαρκώς, λες και ήταν το μοναδικό ευφυολόγημα που είχε ποτέ κατορθώσει να σκαρφιστεί.

Φυσικά, το γεγονός ήταν τυχαίο. Φαίνεται πως οι κληρονόμοι του οικοπέδου, όπου είχε στήσει κάποτε την ξύλινη παράγκα του ο άγνωστος φυματικός –για να την καταλάβει στη συνέχεια ο μυστηριώδης Θύμιος–, τα βρήκαν μεταξύ τους. Πίσω από τα δύο μυθικά πρόσωπα της καλύβας, βρίσκονταν λοιπόν πεζοί, πρακτικοί άνθρωποι –δύο αδέλφια– που είχαν το οικόπεδο κληρονομιά εξ αδιαιρέτου. Ούτε το είχαν δει, όμως, ποτέ – ζούσαν άλλωστε στον Πειραιά. Η υπόθεση ξεκαθαρίστηκε, το στρέμμα πουλήθηκε και μια μπουλντόζα σάρωσε την παράγκα όπως τσαλακώνεις ένα χαρτόκουτο, μαζί και το σανιδένιο τραπέζι και τις παλιοκαρέκλες. Όλα έγιναν μια μάζα μες στα πούσια των πεύκων. Και μετά ανοίχτηκε εκεί μια βαθιά τρύπα και μπήκαν τα θεμέλια μιας λουσάτης μεζονέτας στο βουνό – με την ταμπέλα του μηχανικού στην περίφραξη.

 

Ήταν άνοιξη όταν συνέβησαν αυτά και στο σπίτι του μαρμαρά του Τηνιακού γινόταν γενική ανακαίνιση. Είχαν πια χτίσει και δεύτερο πάτωμα, έβαλαν επάνω τα υπνοδωμάτια και δεύτερο μπάνιο. Στην είσοδο έβγαλαν την παλιά λάμπα «χελώνα» από τον τοίχο και την αντικατέστησαν μ’ ένα εντυπωσιακό περίτεχνο φανάρι από μπρούτζο. Στο παλιό δωμάτιο του Ανέστη, του καπετάν-τρομάρα της συμμορίας της βρύσης, η μητέρα του μάζευε τις παλιατζούρες που δε θα χρειαζόταν πια ο γιος της. Ο Ανέστης είχε γεμίσει πλέον το ολοκαίνουργιο λακαρισμένο ράφι του, με δίσκους ροκ μουσικής. Είχε βάλει πλώρη για τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων και δεν τον χωρούσε πια ο τόπος. Ανάμεσα σε μια στοίβα σχολικά βιβλία που είχαν πιάσει ένα κίτρινο στρώμα γύρη, η κυρία Βάσω πήρε στα χέρια της ένα που ξεχώριζε από τ’ άλλα. Ένα παμπάλαιο, στραπατσαρισμένο βιβλίο με σκληρό ξεθωριασμένο εξώφυλλο που έγραφε: Φυσική Ιστορία – Φυτολογία, Τόμος Α΄ –της έκανε εντύπωση– ούτε στα μαθητικά χρόνια της δεν είχαν παρόμοια βιβλία, μόνο στα παλιατζίδικα έβρισκες κάτι τέτοιο. Το άνοιξε κι έπεσαν από μέσα ξερά ανθάκια που είχαν γίνει τρίμματα. Το βιβλίο είχε στις σελίδες του αχνές ζωγραφιές φυτών κι από κάτω τις ονομασίες τους: «πλάτανος», «πίτυς» (και δίπλα έγραφε σε παρένθεση «πεύκο»), «κυπάρισσος», «μυρτιά» (του γένους «μύρτος»), «δενδρολίβανον» (και σε παρένθεση rosmarinus), «θύμος» (thymus). Τι πάει να πει «thymus»… κινέζικα. Έβαλε το βιβλίο στην άκρη.

Εκείνη την Κυριακή, έφαγαν στο καινούργιο καρυδένιο τραπέζι της κουζίνας. Μαραθόπιτα και κοπανιστή από το νησί. Ο μαρμαράς γκρίνιαζε πως δεν τον βολεύουν αυτές οι σκληρές καρέκλες:

«Πιάνεσαι όπως στο στασίδι της εκκλησίας. Καλύτερες ήταν οι παλιές, οι ψάθινες».

«Τι καλύτερες, Σάββα;» τον έκοψε η γυναίκα του «Για θυμήσου και τις σκλήθρες που σου είχαν τρυπήσει όλα τα παντελόνια!».

Ο Ανέστης σηκώθηκε, πήγε στο νεροχύτη να γεμίσει το ποτήρι του.

«Μην αφήνεις τη βρύση να τρέχει, ξοδεύεις το νερό» τον μάλωσε η κυρία Βάσω, γιατί το κουσούρι από τα χρόνια με τα κανάτια και τους κάλους στα χέρια, δεν έλεγε να της φύγει με τίποτα. Τον είδε πως ήταν έτοιμος να την κοροϊδέψει όπως πάντα κι άλλαξε θέμα. «Ανέστη, έβαλα στην άκρη και κάτι παλιά πράγματα δικά σου. Κοίτα να τα ξεχωρίσεις, μη σου πετάξω κάτι που θες και σηκώσεις πάλι τον κόσμο στο ποδάρι».

«Εντάξει, μάνα, θα τα δω μετά, τρώμε τώρα, πού πας;».

Η μητέρα του, έφερε το βιβλίο Φυσική Ιστορία – Φυτολογία, Τόμος Α΄.

«Βρήκα κι αυτό, μου έκανε εντύπωση, είναι πολύ παλιό, δεν το είχα ξαναδεί…».

«Α, τι πήγες και ξέθαψες, είναι της συμμορίας. Το παίρναμε μαζί όταν κάναμε τις εξερευνήσεις στη ρεματιά και παριστάναμε τους βοτανολόγους-φυτολόγους, ψάχναμε για

φιδόχορτο. Είχα πει στους άλλους πως ήταν τόμος “αρχαιολογία”, του παππού του παππού μου, ξέρω γω, γιατί είχα τύψεις …που το είχα κλέψει». Πάνω στην εξομολόγηση, κοκκίνισε ο Ανέστης. «Είχα μπει μια μέρα κρυφά στην παράγκα του Θύμιου, όταν εκείνος έλειπε. Είχα βάλει στοίχημα με τον ορφανό, το Δημήτρη. Εκεί μέσα το είχα βρει το βιβλίο».

 

***

 

Ο Θύμιος είχε εξαφανιστεί πριν γίνουν τα γκρεμίσματα της παράγκας του. Που δεν ήταν δική του, δηλαδή, έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ήταν ντόπιος εκεί – στο βουνό εκείνο κανείς δεν είχε ρίζες. Ντόπιο ήταν μόνο το θυμάρι.

«Να πέθανε;» έλεγαν… «Να πήγε στου Ψυρρή με τον άλλο το θεοπάλαβο με τα παπούτσια;» κι αυτό το έλεγαν… «Να ’πεσε σε καμιά χαράδρα στην πίσω πλευρά του βουνού και να τον φάγανε τ’ αγρίμια;» έλεγαν και λυπούνταν. «Μην μπήκε σε σπηλιά κι έμεινε εκεί μέσα ο μουρλός, να φτιάξει άλλο σπίτι…» κάτι τέτοια έλεγαν.

Δεν τον ξαναείδαν. Ο Θύμιος ήταν από κείνους που ποτέ δε συνδέονταν στο δίκτυο.

 

 

*. Από τη συλλογή διηγημάτων «Γλυκιά πενικιλίνη» (εκδόσεις Ιωλκός, 2018) της Μαρίνας Παπαγεωργίου.

 

Ένα διήγημα από τη συλλογή «Γλυκιά πενικιλίνη» της Μαρίνας Παπαγεωργίου (εκδόσεις Ιωλκός, 2018) που επιστρέφει στην εποχή της «άλωσης» των βουνών του λεκανοπεδίου, όταν άρχισαν να κατοικούνται από «νεοφερμένους». Ήταν τότε που άνοιξαν δρόμοι, τα σπίτια «ανέβαιναν» όλο και πιο ψηλά, το θυμάρι μύριζε όλο και λιγότερο και οι άγριοι κήποι έπαψαν να ’ναι άγριοι. Τότε που οι νεοφερμένοι έβγαζαν τα σκίνα από τη ρίζα και πότιζαν με το λάστιχο παρτέρια με φρεσκοφυτεμένα λουλούδια και ψαλίδιζαν τους θάμνους σε γεωμετρικά σχήματα. Σάρωναν με τσουγκράνες τις πευκοβελόνες και πολεμούσαν τις κάμπιες και τη γύρη που κι εκείνη τους ενοχλούσε, το ίδιο και τα ψηλά χόρτα με τον κριτσανιστό ήχο που έβγαζαν όταν τα ποδοπατούσαν οι χελώνες. Μάταια, όμως, πότιζαν το φυτευτό χορτάρι, γιατί τα πεύκα που είχαν μείνει όρθια, είχαν ρίζες που δεν το άφηναν να φυτρώσει κι έμενε το χώμα φαλακρό. Και μόνο ένας «αλαφροΐσκιωτος» του βουνού, ο Θύμιος, ο κάτοικος του «τελευταίου μικρού σανατόριου στη γειτονιά», ευχαριστιόταν όταν έβλεπε το χορτάρι στους κήπους να μην «πιάνει», τα πεύκα ν’ αντιστέκονται!

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.