Τριστάν Κορμπιέρ

18/7/1845: Γεννήθηκε ο Γάλλος ποιητής Τριστάν Κορμπιέρ.

«…Το βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών / τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου, / είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών. / Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!»

 

Τριστάν Κορμπιέρ, «Μικρός που πέθανε στ’ αστεία», μετ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, συλ. «Ελεγεία και σάτιρες», σελ. 101.

 

***

 

Ο Τριστάν Κορμπιέρ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1845 στο οίκημα Coat-Congar στο Μορλαί (Φινιστέρ), από το γάμο του Εντουάρ Κορμπιέρ και της Ανζελίκ Ασπασί Πυγιό, οι οποίοι είχαν ηλικιακή διαφορά 33 χρόνια. Κατά τη γέννησή του, ο πατέρας του ήταν 52 ετών και η μητέρα του 19.

Πέρασε τα παιδικά του χρόνια χωρίς προβλήματα στο οίκημα ντυ Λοναί. Όμως, στάλθηκε στα 14 του χρόνια με επίδομα στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Σεν Μπριέ. Την εποχή αυτή υποφέρει από ρευματική αρθρίτιδα, που θα τον κυριεύσει. Στιγματίζεται η ύπαρξή του και η αρθρίτιδα τον κάνει να μιλήσει για τον εαυτό του. Καθώς η κατάσταση της υγείας του χειροτερεύει, ο Κορμπιέρ οφείλει να εγκαταλείψει την επόμενη χρονιά το Σεν Μπριέ για να συναντήσει το θείο του, γιατρό στο επάγγελμα, εγκατεστημένο στην Ναντ. Εισέρχεται στο Λύκειο της Ναντ με την ιδιότητα του εξωτερικού μαθητή. Δυο χρόνια αργότερα, η κατάσταση της υγείας του τον υποχρεώνει να διακόψει τις σπουδές του.

Ankou

Αρχίζει, λοιπόν, περιθωριακή ζωή· ταξιδεύει στη Νότια Γαλλία, όπου διαβάζει τα έργα του Βίκτωρ Ουγκώ, του Μπωντλαίρ και του ντε Μυσέ. Εγκαθίσταται στο Ροσκόφ, σε σπίτι που ανήκει στους γονείς του. Οι κάτοικοι του χωριού του δίνουν το ψευδώνυμο «Ankou», το φάντασμα δηλαδή του θανάτου, κατ’ αναλογία της ισχνότητας και του διαλυμένου βαδίσματός του.

Του αρέσει να ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα του, τον Négrier (τίτλος του πιο φημισμένου μυθιστορήματος του πατέρα του) και να αφήνεται σε ορισμένες εκφράσεις εκκεντρικότητας. Τη μια μέρα διασκεδάζει μεταμφιεζόμενος σε κατάδικο, γυναίκα ή ζητιάνο, την άλλη ξυρίζοντας τα φρύδια του ή ακόμη περισσότερο, καθώς βρίσκεται για επίσκεψη στη Ρώμη, να σέρνει με λουρί ένα γουρούνι μεταμφιεσμένο σε επίσκοπο κατά το πανηγύρι για τον πάπα. Έτσι ξοδεύει τις μέρες του, ώσπου συναντιέται με μία μικρή Παριζιάνα ηθοποιό την οποία ο Κορμπιέρ αρέσκεται να αποκαλεί Μαρσέλ, αντί για το πραγματικό της όνομα Αρμίντα Ζοζεφίνα Κουτσιάνι· αυτή γίνεται και η μούσα του.

Οι κίτρινες αγάπες

Εγκαταλείποντας το κανονικό του όνομα, Εντουάρ Ζοασίμ, για να επωμιστεί εκείνο το πιο υποδωλητικό του Τριστάνου (Tristan Corbière: triste en corps bière: θλίψη πτώματος σε φέρετρο), δημοσιεύει το 1873 τη μοναδική του ποιητική συλλογή Οι κίτρινες αγάπες, η οποία παραμένει στο περιθώριο. Ο Κορμπιέρ, ο οποίος δεν αναγνωρίστηκε καθόλου όσο ζούσε, θα γίνει γνωστός μετά το θάνατό του. O Βερλαίν του αφιερώνει ένα κεφάλαιο από το δοκίμιό του Οι καταραμένοι ποιητές (Les Poètes maudits, 1883).

Ο Κορμπιέρ πέθανε στο Μορλαί την 1 Μαρτίου του 1875. Δεν είχε ακόμη κλείσει τα 30 και δεν είχε γνωρίσει παρά μια ζωή γεμάτη απομόνωση, σύντομη και ταλαίπωρη, συνεχώς καθηλωμένος από αρρώστια, άτυχος στον έρωτα, προσκολλημένος σε ένα πάθος μοναδικό και αποκρουστικό· αναμφίβολα, μεταφορικά, η θάλασσα ήταν η πραγματική του σύζυγος. Ο χρόνος αποκατέστησε τον ποιητή στο φως, και το ταλέντο του έγινε γνωστό, ακόμη κι αργά.

Το προσωνύμιο Κίτρινες αγάπες, από τη μοναδική του συλλογή, δόθηκε στην παλιά δημόσια βιβλιοθήκη στο Μορλαί.

Πηγή: hellenicaworld.com

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.