Νικόλαος Πλαστήρας

4/11/1883: Έρχεται στη ζωή ο Νικόλαος Πλαστήρας.

***

Στις 4 Νοέμβρη του 1883 ο Χρήστος και η Στυλια­νή αποκτούν το πρώτο τους παιδί, το Νικόλα κι ακολουθούν ο Γιώργος, ο Βασίλης, η Αγγελική. Η μαμή που θα παρατηρήσει στο νεογέννητο Νικολάκη μια ελιά κι ένα μαύρο σημαδάκι πάνω από τον κόκκυγα, θα προφητέψει πως ξεγέννησε ένα μεγάλο άνθρωπο.

Λεύτεροι πια χτίζουν τη ζωή τους, ο Χρήστος είναι ράφτης, η γυναίκα του φτιάχνει περίφημα υφαντά κι ο Νικόλας παίζει με ξύλινα ντουφέκια και κυνηγά με τους συνομηλίκους του, στα παιδικά του παιχνίδια, τους Τούρκους. Ωσότου έρχεται το μαύρο Ενενήντα Εφτά. Δημοκόποι πολιτικοί, πρίγκιπες καλοζωισμένοι κι ανήμποροι αξιωματικοί των καφενείων οδηγούν το στρατό στην ήττα και τη φυγή, το λαό στην ντροπή. «Έρχεται ο Ετέμ», φωνή που θυμίζει τα μεγάλα ελαττώματα του γένους. Καθώς φόβος, πανικός αδειάζει τη Θεσσαλία, η φωνή αυτή μαρτυρεί πόσο κούφια ήταν τα μεγάλα λόγια των κομματαρχών.

Φεύγουν, πρόσφυγες και οι Πλαστηραίοι για την Πεζούλα, στα απρόσιτα για τους βασιβουζούκους του Ετέμ, με ό,τι προλαβαίνουν να πάρουν. Θα γυρίσουν με την ανακωχή, πριν φύγουν ακόμη οι Τούρκοι και βρίσκουν ένα νιζάμη να διαγουμίζει το σπίτι, να θέλει ν’ αρπάξει και πράγματα από το κάρο. Όταν ο θείος του μικρού Νικόλα, ο Καραγιώργης αντιδρά, ο νιζάμης σηκώνει το ντουφέκι. Τότε ο Νικόλας αρπάζει την κάννη, τη γυρίζει επάνω κι έτσι το βόλι ξαστοχεί. Δεν ήταν το μόνο μήνυμα για την ψυχή του δεκατετράχρονου παιδιού που ήταν μαθητής της Δευτέρας του Ελληνικού Σχολείου τότε. Πάλι πριν εκκενώσει τη Θεσσαλία με τη συνθήκη ειρήνης ο τουρκικός στρατός, ο Νικόλας δείχνει πως τίποτε δε λογαριάζει. Μια μέρα που ο γιος ενός μπέη χτυπά μικρότερα ελληνόπουλα, ορμά και του δίνει κάμποσες πριν προφτάσει να έλθει ο τσαούσης από το γειτονικό καφενέ. Ξεσηκωμός στο σπίτι. Ο μικρός πρέπει να φύγει. Άλλο που δε θέλει ο Νικόλας. Φεύγει με το τρένο, μ’ έναν πιστικό του σπιτιού για το Βόλο όπου σαν βοηθός βαρκάρη πλησιάζει ένα καράβι. Ανεβαίνει από τη σχοινένια σκάλα και κρυμμένος ταξιδεύει για τον Πειραιά.

Με τι λαχτάρα κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά! Ανάστατος ο κόσμος από την ντροπή κι από το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Μόλις που γλίτωσε το θρόνο του ο Γεώργιος και φήμες οργιάζουν για τη ζωή του που κινδυνεύει. Τότε άκουσε ο μικρός Νικόλας να μιλούν κάποιοι για Δημοκρατία. Μα γρήγορα ξεχάστηκε η λέξη. Μαθητής για δύο χρόνια σχεδόν στη Βαρβάκειο, ενώ συγχρόνως δουλεύει για να τα φέρει βόλτα, γυρίζει στην Καρδίτσα όταν λίγους μήνες αργότερα οι Τούρκοι αποχωρούν. Στο Γυμνάσιο η ηγετική του μορφή γίνεται φανερή. Ξεχωρίζει όχι τόσο για την επιμέλειά του όσο για την οξεία αντίληψη, την κρίση, την εξυπνάδα. Περίπατοι στη φύση, κυνήγι, αθλήματα. Σ’ αυτά βρίσκει χαρά κι όχι στα άψυχα τα γράμματα. Στα 1903, όταν με μύριες οικονομικές δυσκολίες τελειώνει το Γυμνάσιο, η απόφασή του είναι σίγουρη: Στον Ελληνικό Στρατό.

Κώστας Χατζηαντωνίου, «Νικόλαος Πλαστήρας», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 20-21.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.