Κάλλας, Μαρία

2/12/1923: Έρχεται στη ζωή η Μαρία Κάλλας.

 

***

 

Η γεννημένη στη Νέα Υόρκη Μαρία Αννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου μετά τον χωρισμό των γονιών της το 1937, άφησε την 192η Οδό στο Μανχάταν όπου είχε μεταφέρει το φαρμακείο του ο Μεσσήνιος Γιώργος Καλογερόπουλος για να εκπαιδευθεί μουσικά στην Αθήνα (έως και το 1945). Ύστερα όμως από 56 παραστάσεις, 20 ρεσιτάλ και αρκετές ραδιοφωνικές εκπομπές, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη –αφήνοντας για πάντα πίσω της και το όνομα Καλογεροπούλου– για να αναδυθεί, από τη δεκαετία του ’50, στη διεθνή σταρ και αγαπημένη του τζετ σετ, έχοντας ήδη χάσει 36 κιλά (κάποιοι ισχυρίζονται ότι χρησιμοποίησε βδέλλες ή «ταινία»!).

Πρώτοι και σημαδιακοί σταθμοί στην «Αθήνα της Κάλλας» ήταν το Μουσείο της Ακρόπολης και το Ηρώδειο όπου η Μαρία Κάλλας μέτρησε δύο θριάμβους το 1944: τον Ιούλιο ως Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του «πατέρα» της Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλη Καλομοίρη και τον Αύγουστο ως Λεονόρα στην ομότιτλη όπερα του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Λεπτομέρεια: ο διευθυντής Λαϊκής Διαφωτίσεως της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη Α. Κωνσταντινίδης είχε χαρακτηρίσει το «έργον του συγγραφέως(!) Μπετόβεν» ως «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους κάτω των 14 ετών»!

Επόμενη στάση, η περιοχή του Θεάτρου στην Πλατεία Κοτζιά (το θέατρο που είχε επισκεφθεί ως έφηβη η Μαριάννα Καλογεροπούλου, εκεί όπου υπέγραφε το 1944 τις πρώτες της καρτ βιζίτ που τύπωσε, γκρεμίστηκε το 1939). Στο χώρο αυτό ακούστηκαν άριες από τις όπερες «Οι γάμοι του Φίγκαρο», «Ντον Πασκουάλε», «Κάρμεν» και «Ορφέας και Ευρυδίκη» ενώ λίγο μακρύτερα, στο ωραίο κτίριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, στο Θησείο, αποσπάσματα από τον «Ριγκολέτο», τον «Κουρέα της Σεβίλλης», το «Ελιξίριο του έρωτα» και τη «Λακμέ» από την Βασιλική Καράγιαννη. Τις άριες αυτές είχε διδαχθεί η ατίθαση και κάποτε αυθάδης έφηβη τραγουδίστρια από τη Μαρία Τριβέλλα η οποία την πήρε στην τάξη της (όταν ο «βαρύς» Φιλοκτήτης Οικονομίδης, διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, δήλωνε απερίφραστα ότι δεν εντυπωσιάστηκε από την παχουλή μικρούλα με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά και την απέκλεισε) αλλά και από τη διάσημη δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο που μεσολάβησε για να εισαχθεί το 1939 στο Ωδείο Αθηνών.

Κάπως έτσι έφτασε, από το βουβό κλάμα για την αρχική «αποτυχία» στο κατώφλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, να παίρνει ρολάκια πρώτα και πρωταγωνιστικούς ρόλους στη συνέχεια προκαλώντας σταδιακά τον φθόνο και τη μήνη συναδέλφων της όπως οι Ναυσικά Βουτυρά-Γαλανού, Αννα Ρεμούνδου, Μιρέιγ Φλερί, Λυσιμάχη Αναστασιάδου. Με την τελευταία μάλιστα υπήρξε θερμό επεισόδιο για το οποίο έγινε αναφορά στη διοίκηση της Λυρικής Σκηνής: για βρισιές που η μετέπειτα διεθνής ντίβα έγραφε ότι «δεν μπορεί καν να καταλάβει» και με κύριο στόχο τη μητέρα της Ευαγγελία ή Λίτσα Καλογεροπούλου την οποία η σοπράνο φέρεται να είχε χαρακτηρίσει στον καβγά «αρχιρουφιάνα». Και αυτό διότι θεωρούνταν ότι καλούσε στο σαλόνι της ιταλούς και γερμανούς αξιωματικούς που θαύμαζαν τη Μαρία σε μίνι ρεσιτάλ.

Όταν είχαν ρωτήσει αργότερα την Κάλλας πώς πληρωνόταν όταν τραγουδούσε για τους κατακτητές, είχε απαντήσει: «Είχα ζητήσει τρόφιμα γιατί όσα χρήματα κι αν σου έδιναν δεν μπορούσες να βρεις τρόφιμα. Και έτσι τελικά είχα το πρώτο μου ρύζι και μακαρόνια και κρέας…»

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης, «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 117-119.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.