Επτά και μισή λύπη | Ελένη Παπανδρέου

H ποιητική συλλογή της Ελένης Παπανδρέου, «Επτά και μισή λύπη» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), παρουσιάζεται στο Fractal, με την κριτική του Κωνσταντίνου Γεωργίου.

 

 

Φιλμογραφώντας απαράμιλλα μικρές στιγμές της καθημερινότητας

 

Ελένη Παπανδρέου «Επτά και μισή λύπη», εκδ. Ιωλκός

 

Το άλλο μισό της λύπης

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ένα ρολόι
και μια απαρνημένη μελαγχολία.
Κάθε πρωί στις έξι
χαμογελούν τα παραθυρόφυλλα.
Αναπνέω τη μέρα
σαν ένα μικρό παιδί που χάνει την αθωότητά του.

Στο κέντρο ένας κύκλος από λευκά σεντόνια
το μικρό σου χέρι
τα βλέφαρα που ταξιδεύουν
τα μαλλιά της νύχτας στο μαξιλάρι.
Για λίγο το δωμάτιο γίνεται ένας μικρός ωκεανός
και το φως στις γρίλιες
οι φυλλωσιές από τα νησιά μας.

 

Όταν το πρώτο φως της μέρας λευτέρωσε τα μάτια μου από τον πέπλο της νύχτας, το μεγάλο ρολόι της κάμαρας έδειξε… Επτά και μισή λύπη. Αυτός είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Ελένης Παπανδρέου. Κι όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση και της τελευταίας σελίδας, αναλογιζόμουν πόσο σημαντικό, τελικά, είναι να γράφονται στις μέρες μας τέτοιας ποιότητας έργα, τα οποία όχι μόνο εξυψώνουν την ανθρώπινη υπόσταση αλλά και την νοηματοδοτούν, διαμορφώνοντας όρους και προϋποθέσεις υψηλής αισθητικής καλλιέργειας και μεστής αναστοχαστικής διερεύνησης τόσο του βιωμένου ανθρωπίνου δράματος ενώπιον του αμετάκλητου της φθοράς όσο και του πνιγηρού αισθήματος της επαναστατημένης συνείδησης ενώπιον του έξωθεν επιβαλλόμενου τυποποιημένου τρόπου ζωής.

 

ΘΑ ΠΕΡΑΣΕ ένα τέταρτο.
Ένιωσα λύπη
για ένα τέταρτο
που λίγοι το είδαν
λίγοι το γεύτηκαν
κι άλλοι πολλοί το αποχαιρέτησαν.
Έκλεισα το παράθυρο
στα μάτια των περαστικών.

 

Η ΑΣΦΥΞΙΑ του πλήθους.
Μέσα της έχει ένα λεπίδι.
Κόβει στα δέκα τη μέρα
δίνει πίσω δυο πακέτα τσιγάρα.
Γεμίζει ο σταθμός τις τσέπες του
με αποτσίγαρα κι άλλα σκουπίδια.

Επτά
και μισή λύπη έδειξε ο δείκτης
μα ένα χνότο μακριά
τα βαγόνια σαν λιμενεργάτες
κουβαλούν τη βιασύνη του σφυρίγματος
σε επιβάτες δεμένους
για το πουθενά.

 

 

Μέσα στην ασφυξία του συρμού, μέσα στην παραζάλη της ταχύτητας και το αποκάρωμα της συνήθειας, μέσα στους συγκεχυμένους θορύβους του πλήθους και την εντεινόμενη ρηχότητα των επιφαινομένων του καιρού μας, είναι στιγμές που ο άνθρωπος αισθάνεται περισσότερο μόνος από ποτέ, με μια πικρή επίγευση στο στόμα του, με την πικρή επίγευση της γνώσης της τραγικής του μοίρας να προδιαγράφει το πρόσκαιρο των στιγμών που περνούν σαν τα διαβατάρικα πουλιά για άλλες πατρίδες, αφήνοντας πίσω τους τα πούπουλα των φτερών τους σαν μια μικρή θύμηση ότι κάθε αρχή ντύνεται το τέλος της, πριν μεταναστεύσει στους αφτιασίδωτους καιρούς της διαύγειας και της καθαρότητας. Είναι ο χρόνος που μας τρώει, είναι ο χρόνος που μας γερνά, είναι ο χρόνος που μας γεννά, είναι ο χρόνος που φεύγουμε κι ο χρόνος που ερχόμαστε… Κι ανάμεσά του εμείς, μια αδιόρατη κουκίδα στο ρολόι του, να αναπνέουμε τις στιγμές με το άλλοθι μιας ύπαρξης που περιμένει στους σταθμούς κάθε φορά το επόμενο σφύριγμα του τρένου μιας επιστροφής στην ακηλίδωτη χαρά της εφήμερης ζωής μας.

 

ΡΟΔΕΣ με παίρνουν.
Φτερά δεν έχω.
Μόνο βλέμματα
με χείλη σφιγμένα.
Καπνίζουν το πουθενά.

Στο τζάμι μια ταινία
παίζει ξένα μυστικά.
Γλιστρούν μέσ’ από βουβές ιστορίες
στο στοχασμό του πατώματος.
Μαντεύω πως χορεύουν
τ’ όνειρο ενός άντρα που κοιμάται.

Άφωνοι σε θέσεις άδειες
κοιτάμε o ένας τον άλλον
με τη σιγουριά ενός εφιάλτη.

 

 

ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ.
Για σένα μόνο
γυρίζει μέσα μου η γη
κι ο ουρανός ξυπνάει δίπλα μου.
Ανοίγω τα μάτια.
Ούτε πνοή. Ούτε ζωή.

Άλλος ένας θάνατος
θα έδινε κάποιο νόημα στη μέρα τους.
Κάτι να συζητήσουν στη δουλειά.
Κάτι να μοιραστούν στο σπίτι.

 

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής, ενώ οριοθετεί μικροσκοπικά, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, στον άξονα του χρόνου μια συγκεκριμένη στιγμή, συμβατή με την έννοια της περιοδικότητας και της επανάληψης, σε ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας, περισσότερο φιλοσοφικό, παραπέμπει μακροσκοπικά και παραπληρωματικά στην κοσμογονική αρχή της δημιουργίας και της γένεσης του ανθρώπου, σύμφωνα με τις Βιβλικές αναφορές (οι επτά ημέρες της δημιουργίας), στην απαρχή δηλαδή της ζωής και της έλλογης ύπαρξης, η οποία, εκ φύσεως βεβαρυμένη από το άχθος του προπατορικού αμαρτήματος της γνώσης του απαγορευμένου καρπού με συνεπακόλουθο την λύπη της κτιστότητάς της και, ταυτόχρονα, εκ θέσεως καταπονημένη, αλγηδόνα και ρικνή από τις συμπληγάδες του χρόνου, πλανιέται ανέστια και αποθαρρυμένη, καθώς συνειδητοποιεί στην ιστορική της διαδρομή, έκπτωτη πια της μακαριότητάς της, την ανολοκλήρωτη φύση της, αναλογιζόμενη την προσωρινότητά της και την υποκείμενη βιολογική της φθορά. Και η συνείδηση αποζητά έναν δρόμο να μερέψει τους ανησύχαστους φόβους της, να πραΰνει τις διατείνουσες αγωνίες της, έναν δρόμο να δραπετεύσει στον ουρανό, να πετάξει ελεύθερη.

 

ΟΜΟΡΦΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ένα αγόρι.
Σαν επιστροφή σε λησμονημένο τραγούδι.
Ένα σύννεφο είναι ο πατέρας του·
στοιβάζει γέλια και βροχές
στα μεγάλα του χέρια
να διώξει τη σκουριά της πόλης.

Στη μέση μιας αίθουσας μεγάλης
ανάμεσα σε αδιάφορους ανθρώπους
και βήματα πεινασμένα
ένιωσα λύπη κι απόγνωση
που είμαι άνθρωπος και όχι πουλί.

 

 

ΚΙ ΑΠΟΨΕ τίποτα.
Ένα τίποτα αναπνέει την ώρα.
Μια κουκκίδα
κι ο κόσμος στροβιλίζεται
με τα πόδια στερεωμένα στις μέρες
που θα ’ρθουν για να φύγουν.
Ο χορός των χαμένων στιγμών.
Το μάθημα καλά κρατεί.
Η ζωή αλώβητη πανηγυρίζει.

 

 

Ο χρόνος στην ποίηση της Παπανδρέου δεν είναι μόνο ένα φυσικό μετρήσιμο μέγεθος που προσδιορίζει την εξελικτική πορεία του ανθρώπου βιολογικά, χωνεύοντας με λαιμαργία τις μέρες του, αλλά είναι και κάτι παραπάνω, ένα εργαστήρι εκκόλαψης της πνευματικής του αναγωγής που σηματοδοτεί και την ώρα της ωριμότητάς του να αντιληφθεί την περατότητά του. Η βαθιά επίγνωση του πρόσκαιρου και του εφήμερου, που καίγεται κάθε στιγμή και ώρα μέσα στο καμίνι του χρόνου κι αφήνει πίσω του την μυρωδιά της καμμένης σάρκας, καθιστά τον άνθρωπο βαθιά αντινομική ύπαρξη, η οποία αφενός με την συνειδητοποίηση της ματαιότητας συνθλίβεται και υποφέρει αναίτια από το βάρος της ανείπωτης θλίψης, αφετέρου με την αποενοχοποίηση της ηδονικής απόλαυσης της ωραιότητας της ζωής αγωνίζεται με την συγκατάβαση και την αγάπη να υπερβεί όλους εκείνους τους φραγμούς που αναστέλλουν την άφιξη στον τελικό της προορισμό.

 

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΦΩΝΕΣ
μιας πόλης περαστικής
πίσω από φώτα
που σβήνουν τη λάμψη τους
στο θόρυβο αδιάφορων λεπτών
ζει η λύπη της στιγμής
που στέκει ανήμπορη.
Τι κι αν καθαρίζεις
όλες τις κρύπτες της ψυχής;

Πάντα μια γωνία
πάντα μια λέξη
χωρίς ήλιο
στέκει στη μέση
μιας άγνωστης μέρας.

 

Μήπως, όμως, η μισή λύπη αναζητά το άλλο μισό που λείπει; Και τι είναι αυτό; Μήπως η λύπη, τελικά, γίνεται μισή όταν οι άνθρωποι την μοιράζονται, όταν συνδέονται με δεσμούς αγάπης υπερβαίνοντας την φθορά, υπερβαίνοντας τον αδυσώπητο χρόνο και ορίζοντας την αθανασία τους στο ανθρώπινο άγγιγμα, που μετουσιώνεται σε μια αενάως αδιάβρωτη και αμετάβλητη αιθερική μεταστοιχείωση; Μήπως η άλλη μισή λύπη είναι στο συμπλήρωμά της το συνώνυμο της χαράς;

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΗ Η ΖΩΗ.
Είναι που θεριεύει η ψυχή μου λαίμαργη
και δεν έχω με τι να τη θρέψω.
Ώρες πικρές της οργής
μέρες ακόρεστες
θρύψαλα μένουν στα χέρια μου.
Ξεριζωμένη από μέσα
μια λύπη μυστική
μου κρατάει τα χέρια.
Χαιρετώ από μακριά τη ζωή
ξένη κι όμως δική μου.
Προχωρώ σε δρόμο σκληρό
με γέλια και λυγμούς
κάτω από το άγρυπνο φως των θεών.
Αχόρταγη θεριεύει ψυχή
μέσα μου
βαθιά αχόρταγη.

 

ΘΑΡΡΕΙΣ ΠΩΣ ΞΥΠΝΗΣΑ
από ύπνο βαθύ
θέλω να γίνω αιθέρας.
Κι αν είμαι πλασμένος από βράχια
σύννεφα αναπνέω
μα πιο συχνά θειάφι.
Κι αν ζευγαρώνω με τη θύελλα
στην αλλαγή των χρόνων
κατάματα κοιτώ τον ήλιο
αφουγκράζομαι τη μέρα
που ανατέλλει στα μάτια των παιδιών
κι επιστρέφω στη γη.

 

Όλα γίνονται μνήμη, η ίδια η ζωή, τα βιώματα, οι εμπειρίες, ο έρωτας κι ο θάνατος. Όλα φεύγουν ήσυχα πέρα από τα μάτια μας, σε έναν άλλον ορίζοντα που δεν τον ορίζουμε, όμως τον νιώθουμε ότι υπάρχει. Κι όταν φύγουμε κι εμείς, καβάλα στις ώρες μας, να ανταμώσουμε το πεπρωμένο μας, θα μείνει πίσω μας η ενθύμηση διάχυτη στα πρόσωπα και τα πράγματα που τ’ αγαπήσαμε και μας αγάπησαν. Η μνήμη και η ανάμνηση… Στις στάχτες της ζεσταίνεται η αγάπη, το βαθύ εκείνο συναίσθημα που αδυνατεί ο χρόνος να το σβήσει, η υπόσχεση του ανθρώπου στο φως που καίει ακοίμητο στην καρδιά του. Είναι η πύλη εξόδου της ψυχής στην αθανασία και η επανένωσή της με το αστρικό φως της αλήθειας, που την γέννησε και την έθρεψε.

 

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ
έχω για παρέα μέρες καθημερινές.
Δευτέρα και Τετάρτη
είναι μια οικογένεια αλλόκοτη.

Όταν κουράζομαι
ξαπλώνω πάνω σε άγουρα χρόνια
αποθέτω λεπτά στις καρέκλες
μαζεύω τις ώρες
γίνονται μέρες καινούργιες.
Κοιμάμαι πάνω τους.
Η ζωή που έξω συνεχίζεται
είναι σεντόνι
κι εγώ δυο φορές το διπλώνω πάνω μου.
Μια για μένα
μια για σένα.

 

ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ κράτησα
στο χρόνο των χρωμάτων.
Τη μοίρασα σε ανθρώπους άγνωστους
σαν γεωργός που μαζεύει τη σπορά
για να ταΐσει αχόρταγους αστούς.
Κράτησα μόνο λίγο χώμα
και μια σπίθα βροχή
να νοτίσω το στήθος μου.
Αυτό είναι το κέρδος
και τα μαλλιά μου ανακατεμένα
από ξένους ανέμους.

 

 

Πρόκειται για μια δραματοποιημένη αφήγηση ενός σκηνικού μονολόγου, με τον οποίο η Ελένη Παπανδρέου φιλμογραφεί απαράμιλλα μικρές στιγμές της καθημερινότητας του μέσου ανθρώπου στον ορίζοντα μιας ολόκληρης μέρας, ίσως, και μιας ολόκληρης ζωής, επιτρέποντας στον αναγνώστη να αφουγκραστεί στιγμή προς στιγμή, στίχο με στίχο, λέξη με λέξη την ποιητική της οδοιπορία, αναδεικνύοντας την σημαντικότητα των στιγμών που συνθέτουν το βίωμα ως τρόπο και ως έκφραση. Η συνύφανση της πηγαίας λυρικής έκφρασης με την αμείωτη δραματική ένταση του στίχου άλλοτε αναπαράγει έναν λόγο κοφτό, παρατακτικό, πολλές φορές αποφθεγματικό, κι άλλοτε με χάρη και κομψότητα φιλοτεχνεί εικόνες υπερρεαλιστικές με μια διάθεση ρέμβης και νοσταλγίας, εγκαρτέρησης και προσδοκίας.

Η ποίησή της οικονομείται από την ζεστασιά και την αθωότητα των απλών καθημερινών πραγμάτων και οικειώνεται αναπαραστατικά από την φωτογραφική εκφραστική τους απόδοση στην κοίτη των λέξεων. Λέξεις, που με τρόπο θαυμαστό μοιάζουν να αυτονομούνται, να σπάζουν το κέλυφός τους, να αποκαλύπτονται πρωτόπλαστες, γυμνές και να ευαγγελίζονται στο φως των ματιών μας. Λέξεις, που στην ποίηση της Ελένης Παπανδρέου ακούγονται διαφορετικά, ένας ήχος υπόκωφος, ένα άκουσμα σιγαλό, ένα θρόισμα τραγουδιού στα χείλη μας, ψιθυρίσματα που γιγαντώνονται στην ψυχή του αναγνώστη, τρέφονται από αυτόν και τον τρέφουν. Τρέφουν την σκέψη του, τρέφουν την εσώτερη υπόστασή του, τρέφουν τις ώρες του και γίνονται ουρανός να μας αγκαλιάσουν.

 

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ είναι το σπίτι
που μέναμε πέρυσι.
Αν είχε κήπο θ’ άνθιζες εσύ
κι αν ήταν άνοιξη
θα θυμόμασταν τον ήλιο
που ξάπλωσε μέσα μας.
Ζεστάθηκα.
Καθώς περπατάω
η γη παίρνει το σχήμα τ’ ουρανού
μέχρι το στρογγυλό χαμόγελο
των απλωμένων χεριών σου.

 

 

ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ήμουν τ’ όνειρο σε μάτια ανοιχτά
η απόχη των στιγμών·
όλες επέστρεφαν σ’ εσένα.

Καίγονταν τα πόδια μας
μα είχαμε στα χείλη
το άρωμα των ημερών
που είχαν γεννηθεί μόνο για εμάς

 

 

Και η ποιήτρια, με την λυρική της πνοή να τυλίγεται στο φως μιας άλλης μέρας, μιας άλλης χαράς, ένα κορίτσι που κρατά στα χέρια της την ενότητα του κόσμου, ανασαίνει τους ψιθύρους των σιωπών που μετρούν την ευτυχία να ζει κανείς και να μοιράζεται, να δίνει και να πορεύεται, να αγαπά και να ονειρεύεται. Πάλι ξημέρωσε. Ο δρόμος απλώνεται μπροστά μας, μας περιμένει. Κι αυτός ο δρόμος δεν τελειώνει ποτέ…

 

ΒΙΑΣΤΙΚΗ Η ΖΩΗ ξυπνά.
Ανοίγει την πόρτα.
Κάθε μέρα στις έξι και τέταρτο
στο τρένο στις επτά και μισή
στο μάθημα έως τις τρεις.
Ο δρόμος ποτέ δεν τελειώνει.

 

Πηγή: Fractal

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.