Χωρίς σημαίες | Παπαβασιλείου, Βασίλης Δ.

Η ποιητική συλλογή του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου, «Χωρίς σημαίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2016), παρουσιάζεται στο frear.gr, με την κριτική της Ανθούλας Δανιήλ.

Βασίλης Παπαβασιλείου “Χωρίς σημαίες” – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Αρχίζω με μια ρήση του Ραμπελαί που την επαναλαμβάνει ο Μπαλζάκ κι εγώ με τη σειρά μου: «Το πρώτο βήμα που κάνει ο άνθρωπος στη ζωή είναι και το πρώτο προς τον τάφο». Όμως δεν υπάρχει επιλογή, δεν μ’ αρέσει και γυρίζω πίσω. Θα κάνω όλα τα βήματα και μάλιστα με πολλή χαρά και ας ξέρω πού πάω και ας ξέρω ότι θα θρηνήσω. Σαν άθυρμα η ζωή μου δόθηκε και θα θρηνώ για την απώλειά της. Τον Εγγονόπουλο στεναχωρούσε η ιδέα πως όταν πεθάνει δεν θα είναι πολίτης της ελληνικής επικράτειας. Και τον Καβάφη γιατί δεν θα μιλούσε την ωραία ελληνική γλώσσα. Οι Αρχαίοι, επειδή θα έχαναν το φως του ήλιου. Οι Νέκυιες στη λογοτεχνία είναι πάμπολλες και όλες μιλούν για το αγαθό της ζωής, το «μέγα καλό και πρώτο». Όσα παρηγορητικά και αν βρούμε να πούμε σε κάποιον που πενθεί, όλα μάταια είναι. Το θέμα δεν σηκώνει διόρθωση ή παρηγοριά. Γίνεται όμως παρηγοριά –μικρή παρηγοριά- η δημιουργία.

«η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα»

Με τον τίτλο «Χωρίς σημαίες», σαν αντίστιξη στον Γιάννη Ρίτσο όπου «η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα», αποχαιρετά ο Βασίλης Παπαβασιλείου τον πατέρα του. Είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που υπαγορεύει το «με» ή το «χωρίς σημαίες». Και όχι μόνο αυτό. Είναι η περίσταση που γεννά και κεντρίζει ευαίσθητα σημεία του εγκεφάλου ή της ψυχής. Στον πρώτο η Φιλοσοφία στεγάζει την ανησυχία της περί των ορίων του όντος και στο δεύτερο η Ποίηση. Με το πρώτο φιλοσοφείς, με το δεύτερο καλλιτεχνείς. Με τη φιλοσοφία βγάζεις την ιδιοτροπία σου, με την τέχνη την ψυχή σου.

Εκείνη η λεπτή γραμμή που χωρίζει το εδώ από το εκεί και πέρα, εκείνη η ελάχιστη στιγμή, γίνεται σχισμή που διευρύνεται όσο αντέχει η ανάπτυξη του επιφωνήματος του πόνου – εκείνο το Αχ!, του καημού και του προβληματισμού. Εκείνο που από πληγή γίνεται φως, όπως είπε ο Μπρακ, δηλαδή τέχνη, δηλαδή «αλληλεγγύη της οδύνης», όπως την όρισε ο Αλμπέρ Καμύ. Μια διαχείριση πένθους και ευθύνης για τη ζωή που ούτως ή άλλως κινδυνεύει.

Το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει για τίτλο μια ημερομηνία, σήμα τομής του χρόνου: «14-4-2014», κει τον απάλλαξε ο καιρός, θα έλεγε ο Ελύτης, εκεί «Στην καμπή της νύχτας / έστερξε η Πασιθέη» και τότε ελευθερώθηκε σε μια «περιδίνηση / της γλυκιάς μέθης που γέρνει/ τα βλέφαρα κι αποκαλύπτει / το θύρωμα τους άπλετου φωτός». Κάθε λέξη με το ειδικό βάρος της, «στην καμπή της νύχτας» εκεί που τέλειωνε η νύχτα και δεν άρχισε η άλλη μέρα. Ας πούμε, «έστερξε η Πασιθέη», έδωσε ο Θεός και αναπαύθηκε. Η εικόνα της «περιδίνησης», για την οποία μιλάει ο ποιητής, μου θυμίζει πρώτον, το πέρασμα της ψυχής από τις Συμπληγάδες, εκείνη τη στενωπό στον πίνακα του Θεοτοκόπουλου, προς τον αφέντη Θεό, γιατί εκείνος ήταν θρησκευόμενος. Ο Δημόκριτος όμως που δεν ήταν θρησκευόμενος μας δίνει, σε πολλαπλές παραλλαγές την αέναη κίνηση των ατόμων στο σύμπαν. Θα έλεγα πως η δεύτερη εικόνα ίσως, χωρίς να λέω πως είμαι ή δεν είμαι θρησκευόμενη, μου αρέσει πιο πολύ, γιατί γίνεται μέσα στο φως, στον αέρα, στον άπειρο χωροχρόνο.

προετοιμαζόμασταν τόσο, ώστε στο τέλος δεν φοβηθήκαμε

Πιο κάτω ο «Φοβήτορας», ο μέγας και κυρίαρχος φόβος, κατά το «Ηλιάτορας» που είναι ο μέγας και κυρίαρχος Ήλιος, εμφανίζεται για να αναιρεθεί. «Αυτή τη φορά / δεν εμφιλοχώρησε ο χαλκευτής Φοβήτορας»· άρα είχε εμφιλοχωρήσει παλαιότερα. Άρα προετοιμαζόμασταν τόσο, ώστε στο τέλος δεν φοβηθήκαμε. Επειδή η ζωή βρίσκει τον τρόπο να μας εξοικειώνει με το πικρό και να μας προετοιμάζει για την κρίσιμη στιγμή. Κι εκεί που είμαστε ξεφοβημένοι, να το «ιοβόλο ξάφνιασμα», που χτυπάει. Δηλητηριώδες. Οι αφιερώσεις των δύο πρώτων ποιημάτων – «στον πατέρα», «Στον αδελφό μου»- δίνουν το στίγμα το μελανό, δίνουν την ελεγεία. Και ο κόσμος δείχνει τις ρωγμές του.

Κι ενώ τα πάντα έχουν ειπωθεί, από τον Όμηρο κι εδώ, εικοσιπέντε αιώνες, τώρα, τα πάντα επανέρχονται. Πιστεύεις στο θεό; Glaubst du an Gott? Ρωτά η Μαργαρίτα τον Φάουστ, γιατί αν πιστεύει, τότε φοβάται και το θάνατο. Και αν δεν πιστεύεις στο θεό δεν πιστεύεις και στην άλλη ζωή. Ωστόσο, όλα είναι παραμυθίες και το γεγονός ένα. Θάνατος. Ο κλασικός Έλληνας, αρχαίος ή χριστιανός, είναι μαθημένος να πιστεύει σ’ έναν κόσμο που συνεχίζεται κάπου αλλού, πέρα από το θάνατο, πέρα από ετούτον εδώ που κρατάει δέσμιο το σαρκίο μας. Αν, πραγματικά υφίσταται αυτός ο κόσμος, τότε την τελευταία λέξη, λέει ο Ελύτης δεν την έχει ο θάνατος· και η Ποίηση ακριβώς από εκείνο το ελάχιστο σημείο, ανάμεσα ζωής και θανάτου αρχίζει.

Στην «καμπή της νύχτας» είπε ο Παπαβασιλείου. Από εκείνη την απροσδιόριστη καμπή, που είναι αδύνατο να κατανοηθεί. Εκείνο το απειροελάχιστο ένα ανάμεσα στα χρονικά κβάντα, ανάμεσα στο είναι και μη είναι. Ε! Εκείνο που οφείλεις να διευρύνεις και να πλατύνεις και να βαθύνεις και να εκτείνεις, ανάλογα με τη δύναμη που έχει η ανάσα σου, κι αυτό για την τέχνη. Από την άλλη για το ελάχιστο είναι σου υπάρχει η προέκταση, ανάλογα με το μέγεθος που έχει η φιλοδοξία σου, η υπομονή σου στην υποταγή, η ευπείθεια στους κανόνες, για να προλάβεις να κερδίσεις τους στόχους. Και φτάνει η ώρα της αποδέσμευσης, αυτή που ερήμην σου ετοιμάζεται σε όλη σου τη ζωή. Και να ένας στόχος που δεν έλαβες υπόψη, θεωρώντας τον δεδομένο. Τη ζωή την ίδια. Κι ενώ βρίσκεται σε αναμονή, κάνεις και χίλια δυο πράγματα, έτσι για να τιμωρείς το χρόνο και τον μετράς με το ρολόι, και τον δένεις σε ημέρες και εβδομάδες και μήνες και χρόνια.

Τώρα που πέθανες / χοροπήδα όσο θες!

Και μαζεύεις, και πασχίζεις, και αγωνίζεσαι να κερδίσεις τι; Ερώτημα καίριο και περιττό: «Τι κι αν / χαράμισες αλαφιασμένος / ολόκληρη ζωή; / Τώρα που πέθανες / χοροπήδα όσο θες!». Σκληρά λόγια· λόγια από έναν απελπισμένο, από έναν που συνειδητοποιεί την ματαιότητα. Όμως, η ματαιότης γίνεται αντιληπτή ουσιαστικά, όταν έχουν εξαντληθεί όλα όσα χρειάζονταν για να αποκαλυφθεί ότι «κατανάλωσες τον καρπό για τα σκύβαλα». Σαν την φωνή του Κυρίου: Άφρον, άφρον, εν ταύτη τη νυκτί… Αυτή η αντινομία ισχύει πάντα και δια πάντας. Με άλλα λόγια χαράμισες την ουσία για την επιτυχία, ας πούμε, ή με τα λόγια του Σεφέρη «για ένα πουκάμισο αδειανό». Όμως, εκείνο το πουκάμισο ήταν υφασμένο με τόση ηδονή που δεν μπορούσες να το παραβλέψεις. Κι εδώ προκύπτει μέγα θέμα επί του πρακτέου.

Ένα άλλο ερώτημα που αναφύεται είναι: Τι γίνεται όταν πια τελειώσουν όλα; Τι κάνω εγώ που έχω μείνει πίσω; Τώρα «ξυπνάω ιδρωμένος τις νύχτες/ και τον αναπολώ/ με ανοιχτά τα μάτια». Ο ένας ποιητής μου μαθαίνει τον άλλο. Να πώς νιώθεται ο στίχος του Σεφέρη: «οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν». Γιατί εγώ τους βλέπω ζωντανούς μπροστά μου.

Και τα επεισόδια δεν τελειώνουν. Και πάλι το «ξάφνιασμα» το «ιοβόλο», επανέρχεται ύπουλο «χωρίς πόνο χωρίς σύμπτωμα / ένας χαμηλός πυρετός… ‘‘Δεν ανησυχώ’’ μειδίαζε / ‘‘ό,τι και να ναι δε με σκοτώνει’’/ Μόνο μετά την καταληκτική / απολογία του, έμαθε «πως ήταν / πολύ καιρό νεκρός». Ο «Φοβήτορας» είχε δουλέψει κρυφά. Και όπως ο φαινόμενος ως ζωντανός είναι πολύ καιρό νεκρός, έτσι και το μετείκασμα επιμένει, ενώ το σώμα δεν είναι πια εκεί. Και να πώς ο άνθρωπος γίνεται αλαφροΐσκιωτος και βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν βλέπουν.

tertium non datur

Όταν ο ποιητής σημειώνει: «συνεχής εναλλαγή, / άνθιση και μαρασμός. / Σποραδικά περιφέρονται / στον ανεξέλεγκτο άνεμο», μιλάει σαν Όμηρος: «οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών. Φύλλα τα μεν τ᾽ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ᾽ ύλη/ τηλεθόωσα φύει, έαρος δ᾽ επιγίγνεται ώρη·/ως ανδρών γενεὴ η με φύει η δ᾽ απολήγει». Αδρομερώς, η πορεία είναι συγκεκριμένη: από το μαιευτήριο στο νεκροταφείο. tertium non datur.

Χρόνος υπάρχει…; Ακόμα μια καλή ερώτηση. Ποιος ξέρει, αν υπάρχει και πόσος. Εκεί που χθες μιλούσαμε, εκεί και η τομή. Το ρολόι σταματά, ο ρυθμός διασαλεύεται: «ο σφυγμός / πότε αλέγρος, πότε πένθιμος / -κυρίως αδιάφορος- », αυτό οι γιατροί το ονομάζουν αρρυθμία. «Οι ήττες / είναι η κληρονομιά μας / κι η έπαρση νίκης / μια νεκρική πομπή. / Κάποια στιγμή / στο παραμορφωμένο κάτοπτρο / θ’ αναγνωρίσεις το κίνητρο όλων / των απονενοημένων πράξεων», σαν τον Ντόριαν Γκρέι στο πορτρέτο. Εκείνο αίρει τις αμαρτίες. Αλλιώς, το είδωλό μας στον καθρέφτη που επιστρέφει εκείνο που είμαστε, ένα παραμορφωμένο αντίγραφο εκείνου που ήμασταν, παραδομένο στον χρόνο, τον γλύπτη των ανθρώπων παράφορο. Για να γίνω αυτό που φαίνομαι τώρα κατανάλωσα τη ζωή μου. Ο ποιητής ρωτά: «υπάρχει ακόμα/ χρόνος γι’ άφεση;». Αυτό γεννά ένα ακόμα ερώτημα: είμαι ακόμα μέσα στο παιχνίδι, είμαι στην «περιδίνηση» ή με έχουν πετάξει από το παιχνίδι έξω; Είμαι ακόμα μέσα στο κλουβί;

Σίσυφος ο άνθρωπος; Σίσυφος και το δέντρο

«Στη διαστροφή των εποχών / ο ήλιος είναι σωτήρας / κι ολετήρας» (κι ήλιος θάνατος μέσα στους θανάτους είπε ο Καρυωτάκης, καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν, λέει ο Εκκλησιαστής και ο Έλιοτ και ο Σεφέρης). Κι αρχίζει να μπαίνει στον βαθύ συλλογισμό: «Η περίνοια αναστέλλει το ένστικτο», «χρειάζεται φρόνηση και η αλήθεια της μνήμης», «οι λέξεις ξεθυμαίνουν, οι πέτρες / γκρεμίζονται και ξαναχτίζονται, / η βάρκα μπάζει κι εμείς / πρέπει αδιάκοπα να βγάζουμε τα νερά». Σίσυφος ο άνθρωπος; Σίσυφος και το δέντρο που εξακολουθεί να βγάζει φύλλα και η ροδιά να βγάζει ρόδια. Ναι, και αυτή είναι η ζωή· πορεία «προς ένα ανεπαίσθητο σελάγισμα». «Είμαστε ακόμη μακριά,/ αλλά τώρα πια / είμαστε υποψιασμένοι/ η ταχύτητα σταθεροποιείται».

Η ποιητική συλλογή Χωρίς Σημαίες είναι μια καταδήλωση του ποιητή πως εργάζεται με τη λογική, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά είναι γεμάτη από εξάρσεις. Ο νους, ακριβώς επειδή επεξεργάζεται δεδομένα έχει και αυτός καρδιά. Υπάρχουν στίχοι, φράσεις, που άριστα θα μπορούσαν να αυτονομηθούν, να γίνουν αποφθέγματα γιατί εκφράζουν αλήθειες, συνειδητοποιήσεις που μπορείς να έχεις όταν ανεβείς «τα σκαλοπάτια της έπαρσης», όταν καταλάβεις ότι έχασες τον «σεβασμό», όταν «ασύγγνωστα αδιαφόρησες (για) «τους χρησμούς του ανέμου και το θυμό της θάλασσας» και «γέμισες το κεφάλι σου με αναπάντητα ερωτηματικά», ενώ η απάντηση ήταν μπροστά σου. Ο Όμηρος έχει δώσει την καλύτερη απάντηση κοιτάζοντας τα φύλλα του δέντρου και τη «διαστροφή» των εποχών. Η φύση είναι σχολείο, εμείς όμως σταματήσαμε να κοιτάμε τη φύση, κοιτάμε το απείκασμά της στα βιβλία.

Ο Ηράκλειτος το έθεσε απλά: ο Χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Η αρχή της απροσδιοριστίας στον Χάιζεμπεργκ στηρίζεται στα ζάρια, ο Αϊνστάιν όμως, είπε πως ο Θεός δεν παίζει ζάρια. Ποιος λέει αλήθεια; Ο Παπαβασιλείου, που τα ξέρει όλα αυτά, μας λέει: «Ένα τρελό παιδί …. Ένα ταχύπτερο παιδί … υπενθυμίζει / το διηνεκές ξεφάντωμα / των ορχούμενων σπόρων, / στην αγκαλιά του ζωογόνου / και εξολοθρευτή ήλιου» («Γαλήνια γνώση»). Ο «Ήλιος είναι σωτήρας και ολετήρας» βρήκαμε πιο πάνω, ένα διαρκές παιχνίδι στην αγκαλιά του ήλιου, ζωογόνου και εξολοθρευτή. Ένα διαρκές ξεφάντωμα ορχούμενων σπόρων είναι η ζωή.

*

Κι εδώ ο ποιητής μοιράστηκε στα δυο. Αφού είδε από κοντά και θρήνησε απομακρύνθηκε, και είδε από μακριά και φιλοσόφησε. Και αυτή είναι η ζωή. Και αφού είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουμε, το πού και πότε δεν έχει καμιά σημασία, το είπε και ο Καμύ που κι εκείνος βιάστηκε να φύγει, αλλά μάλλον δεν έχει δίκιο. Το νωρίς είναι άδικο. Έτσι κι αλλιώς «σε ασφάλειες, τράπεζες, εφορίες· / συνωθούνται οι νεκροί/ σε τάφους, οστεοφυλάκια, / χωνευτήρια / … πλοία, τρένα, λεωφορεία· / για να κουνήσουν το μαντήλι/ στις απερχόμενες αποβάθρες».

Η συλλογή έχει και μια δεύτερη ενότητα με τίτλο «Προοίμιο». Μα το προοίμιο πρέπει να είναι πρώτο! Γιατί αυτή η ανατροπή (διαστροφή των εποχών);

Πέντε ποιήματα, με ευδιάκριτη τη διαφοροποίηση στο ρυθμό του στίχου. «Αρκείτω βίος» φωνάζει η Κασσάνδρα στο πρώτο. Ο βίος ξυλάρμενος κι ο άνθρωπος παραδομένος στην «κεντρομόλο» ή «φυγόκεντρο», «ματαιόσπουδος», στο δεύτερο. Στο τρίτο, ένα ερώτημα για τον Καβάφη: «κόπιασε, γέροντα και πες / …/ ποια η Ιθάκη κι η αποστολή; / Ποιος ο προορισμός…;». Η απάντηση έχει δοθεί αναδρομικά και ισχύει εξακολουθητικά: «Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια… / Κι έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα,/ ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Στον «Αύγουστο ’78» παίζει ένας έρωτας και στα «Ανθούρια στο Σόρμπιμπορ», «Ο έρωτας / στο κατώφλι του θανάτου/ ευθύς, / απόλυτος/ κι ανίκητος» ορίζει το ένα σκέλος της ζωής, σέρνοντας και τον θάνατο μαζί του. Ο θάνατος άνοιξε τη συλλογή και ο δίδυμος αδελφός του, ο έρωτας, την κλείνει. Και αυτή είναι η ζωή, ένα ταξίδι· και είναι ωραία και φυσικό είναι να θρηνούμε όταν χάνεται. Με ή Χωρίς Σημαίες.

Πηγή: frear.gr

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.