Camera obscura | Βάνια Σύρμου

Κριτική της Άννας Αφεντουλίδου για τη συλλογή διηγημάτων «Camera obscura» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Βάνιας Σύρμου, στο diastixo.gr.

 

 

Βάνια Σύρμου: «Camera obscura»

 

H Camera obscura της Βάνιας Σύρμου είναι μια συλλογή από 40 μικροϊστορίες, που αποτελούν καλειδοσκοπικές παραλλαγές ενός κοινού πυρήνα και υπακούουν στην ίδια συνεπή εσωτερική δομή. Πρόκειται για αφηγήσεις σα μικρά στιγμιότυπα, τα οποία όμως μπορεί να περικλείουν εκτός από συμβάντα της καθημερινότητας και ολόκληρη τη ζωή του κεντρικού τους προσώπου, με ένα είδος σπειροειδούς επαγωγικής ανάπτυξης, όπου από το συμβάν οδηγούμαστε στη μακροσκοπική οπτική του χωροχρόνου μιας ολόκληρης ζωής.

Οι αφηγήσεις είτε πρωτοπρόσωπες είτε τριτοπρόσωπες έχουν ως κυρίαρχη εστίαση την εξωτερική, με τρόπο ώστε να κρατούν τον αναγνώστη είτε σε αγωνία για την έκβαση είτε στην άγνοια, επενδύοντας στον αιφνιδιασμό μιας ανατροπής που έρχεται λίγο πριν από το τέλος ακόμα και με την τελευταία φράση τους. Εστιάζουν σε ένα ή το πολύ δύο πρόσωπα, δίνουν κάποιες λεπτομέρειες, οι οποίες με αδρές πινελιές αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα τους ή τον βασικό τους κοινωνικό ρόλο. Με αυτόν τον τρόπο στήνεται η αφηγηματική μηχανή και η προστιθέμενη κάθε φορά πληροφορία στρίβει τις βίδες του σκηνικού της διήγησης, δημιουργώντας το απαραίτητο εκείνο κενό που θα οδηγήσει στην αποκάλυψη του απροσδόκητου ή το ξάφνιασμα μιας ανατροπής στο τέλος.

Τα διηγήματα έχουν έκταση από μία παράγραφο έως έξι περίπου σελίδες. Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα ή και οι αφηγητές τους είναι σε 19 ιστορίες γυναίκες και σε 21 άντρες, εκ των οποίων τα 6 αγόρια ή έφηβοι. Σε όλες τις αφηγήσεις κυρίαρχη είναι η διαυγής ατμόσφαιρα, μια καθησυχαστική απλότητα, η σχεδόν φυσιοκρατική αιτιότητα προθέσεων, γεγονότων και κινήτρων. Ακόμη κι εκεί που συνυπάρχει ένα πένθος βαρύ μαζί με ενοχή, όπως στην «Ανάγνωση», είναι ευδιάκριτη η έλλειψη ιδιοτελούς πρόθεσης ή, όπως στην περίπτωση της ανοϊκής γιαγιάς στην «Υπόσχεση», υπάρχει μεταμέλεια και γίνεται, έστω εξ υστέρου, μια διορθωτική κίνηση, ενώ ακόμη και η κίνηση του εμπρησμού στο «Στρώμα διπλό» προβάλλει όχι βέβαια δικαιωμένη αλλά πάντως αιτιολογημένη. Και στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως η απώλεια του συντρόφου στη «Μουσική δωματίου», που οδηγεί στην κατάθλιψη, στο τέλος αφήνει την ελπίδα να διαφανεί και να εισχωρήσει το φως της αισιοδοξίας. Και ενίοτε, όπως στη «Ψαριανή φορεσιά», αφουγκραζόμαστε το ηχόχρωμα της παιδαγωγικής τάξης πίσω από την αφηγηματική φωνή, μια που η συγγραφέας είναι και χαρισματική δασκάλα, κάτι που αντηχεί σε ορισμένα από τα διηγήματα.

Επιδιώκει να κάνει όμορφο τον πόνο, να δώσει νόημα στο άσχημο, αλλά κυρίως να μεγεθύνει εκείνη τη στιγμή που μας ψιθυρίζει: αυτό, αυτό μονάχα αξίζει, ό,τι εσείς ονομάζετε ανάξιο και ασήμαντο και λίγο.

Τα θέματα που παραλλάσσονται σε αυτές τις 40 ιστορίες αφορούν κυρίως τις ανθρώπινες σχέσεις. Τη μερίδα του λέοντος –σχεδόν τις μισές ιστορίες– έχουν οι οικογενειακές σχέσεις, ιδίως αυτές που αναπτύσσονται ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, στο πλαίσιο μιας, όπως συνηθίζουμε να λέμε, παραδοσιακής οικογένειας. Γονείς και παππούδες, θείες και σύζυγοι μπροστά στην απώλεια ή τη φθορά, μπροστά στις υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν ή μπροστά στον διαφεύγοντα χρόνο που λίγα πράγματα αφήνει όρθια στο πέρασμά του. Αν αθροίσουμε και άλλες 3 ιστορίες που αναφέρονται σε σχέσεις ετεροφυλοφιλικών ζευγαριών, όπως το «Δελτίο Καιρού», που δεν συνιστούν ακόμη οικογένεια, αλλά δυνητικά θα μπορούσαν να είναι σε κάποια άλλη χρονική στιγμή, ενισχύεται η διαπίστωση ότι οι οικογενειακές σχέσεις αποτελούν τον βασικό πυρήνα του καλειδοσκοπικού φακού της αφήγησης.

Τρεις από τις ιστορίες αναφέρονται σε κάποια φωτογραφία κεντράροντας περισσότερο στην τέχνη ή την τεχνική της αναπαράστασης και όχι στο ίδιο το αντικείμενο της απεικόνισης, όπως στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα. Υπάρχουν ακόμη 8 ιστορίες όπου οι ήρωες και οι ηρωίδες έχουν κάποια έκκεντρη ή και οργανική σχέση με μία άλλη τέχνη, τη μουσική, το θέατρο ή τη ζωγραφική, όπως στη «Ρωγμή». Τέλος, 4 από τις αφηγήσεις κεντράρουν στη σχολική ζωή και ιδίως στη σχέση δασκάλου και μαθητή, όπως στο «Μιλώντας με τα δέντρα».

Από αυτές τις βασικές θεματικές, φυγόκεντρες είναι 4 αφηγήσεις που μιλούν για ανθρώπους παρεκκλίνοντες, όπως το «Ανθρώπινο στίγμα», για κάποιο έντονο συναίσθημα, το οποίο μπορεί να οδηγήσει στα όρια, όπως στο «Στρώμα διπλό», ή για την ανθρώπινη μοναξιά και την παραμυθία της αυταπάτης, όπως στον «Τερματικό σταθμό», που μας ζωντανεύει μία εντελώς σημερινή εκδοχή της κυρίας Κούλας του Μένη Κουμανταρέα.

Η Βάνια Σύρμου καλλιεργεί ένα είδος καλειδοσκοπικής μικροαφήγησης τόσο στα πεζογραφικά της κείμενα όσο και στα ποιητικά της (μια που αγαπημένο της είδος αποτελούν τα χαϊκού). Προσβλέπει δηλαδή σε έναν λόγο που αγωνίζεται να αποτυπώσει το καίριο στην πιο απλή –ίσως και απλοϊκή του– εκδοχή, έναν λόγο που μάχεται τον κομπασμό, που προσγειώνει στο απτό χωρίς να αρνείται το καθολικό, που καλεί στην ολοκλήρωση μέσα από το θραύσμα του ελάχιστου. Έναν λόγο που επιδιώκει να κάνει όμορφο τον πόνο, να δώσει νόημα στο άσχημο, αλλά κυρίως να μεγεθύνει εκείνη τη στιγμή που μας ψιθυρίζει: αυτό, αυτό μονάχα αξίζει, ό,τι εσείς ονομάζετε ανάξιο και ασήμαντο και λίγο. Και η συγγραφέας της Camera obscura έχει μπροστά της ανοιχτό τον ορίζοντα, για να κερδίσει στο μέλλον το δύσκολο αυτό στοίχημα.

Με αμύγδαλα ή χωρίς; Στρογγυλοί ή μισοφέγγαρο; Διλήμματα του ουρανίσκου που με κρατούσαν ξύπνιο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Έπρεπε οπωσδήποτε να απαντηθούν τη νύχτα, πριν με ξυπνήσουν αξημέρωτα για τη λειτουργία. Εκείνο ωστόσο που με παρηγορούσε ήταν ότι μετά τη Θεία Κοινωνία, ο μπουφές στο σαλόνι θα ξεκλείδωνε και θα αποκάλυπτε επιτέλους μπροστά μου τις δύο πιατέλες με τους βασανιστικά μυρωδάτους κουραμπιέδες της μάνας μου, που την τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, την έβλεπα ξεροσταλιάζοντας να τους ξεφουρνίζει, να τους ραντίζει με ανθόνερο και να τους πασπαλίζει με άχνη, δίχως κανέναν οίκτο για τους νηστευτές του σπιτιού.

(«Διλήμματα άχνης», σ. 88)

 

Πηγή: diastixo.gr

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.