Αποχώρηση γερμανικών δυνάμεων κατοχής | 1944

4/11/1944: Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πραγματοποιείται η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Τα εγκλήματα που αφήνουν πίσω τους, είναι πολλά…

***

Οι δρόμοι ήταν κατεστραμμένοι, οι γέφυρες είχαν ανατιναχθεί. Κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής αναποδογυρισμένα βαγόνια που είχαν ανατινάξει οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση τους. Τα χωριά καμένα. Οι πόλεις βομβαρδισμένες. Το αίμα νωπό και δε σταματούσε ούτε στιγμή να τρέχει. Οι χωρικοί ρακένδυτοι, σκεφτικοί, κατηφείς. Τι να σκέφτονταν άραγε; Οι αγρότες αξιολύπητοι, με πρωτόγονα μέσα να προσπαθούν να καλλιεργήσουν ξανά τα χωράφια τους, τα πυρπολημένα, τα λεηλατημένα. Αντί για βόδια έσερναν οι ίδιοι τα άροτρα και το υνί, κάθιδροι, ζαρωμένοι, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του Ιούνη.

Καθώς το φορτηγό περιδιάβαινε τους δύσβατους χωματόδρομους της πατρίδας μας, πότε βουλιάζοντας μέσα στις λάσπες και πότε πασχίζοντας να σκαρφαλώσει στα κακοτράχαλα μακεδονικά βουνά, αγκομαχώντας και μουγκρίζοντας, αναρωτιόμουν: «Θα καταφέρει άραγε ποτέ ετούτη η χώρα να ορθοποδήσει; Θα καταφέρει να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της;».

Οι γυναίκες στα μαύρα, καλυμμένες με μαντίλες –ποιον να πενθούσαν, άραγε;– νέες και γριές, να θερίζουν, να ξεχορταριάζουν, να ποτίζουν, να κάνουν δεμάτια, να γεννάνε μέσα στα χωράφια, ανάμεσα στα ξερόχορτα και τους ασπάλαθους, να κόβουν τον ομφάλιο λώρο μόνες τους και μετά να ξαναρίχνονται στη δουλειά. Στη δουλειά την ευλογημένη, μοχθώντας για τους άγιους καρπούς της γης, για τη σοδειά που τόσα χρόνια έτρεφε τον εχθρό.

Κι όμως, σταματήσαμε κάποια στιγμή να πιούμε νερό από μια πηγή, βουτηγμένη μέσα στη βλάστηση, έξω από ένα χωριό, χτισμένο σε ύψωμα, κάπου στη Θεσσαλία. Το νερό το διοχέτευαν σε ποτίστρες για να πίνουν τα ζώα τους, ενώ την ώρα που ξεδιψούσαμε και φρεσκάραμε το πρόσωπό μας, είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τη θέα του κάμπου.
Ατελείωτα, παραμελημένα χωράφια απλώνονταν μπροστά στα πόδια μας, ως εκεί που έφτανε το μάτι, βουτηγμένα στο σύθαμπο της ανυπόφορης ζέστης. Ένα χρώμα μόνο διέκρινε το μάτι. Το κίτρινο του ξερόχορτου. Μονότονο τοπίο θλιβερής εγκατάλειψης. Μάρτυρας της συμφοράς. Αδιαμφισβήτητο τεκμήριο ανατριχιαστικών χρόνων που δεν έλεγαν να πάρουν τέλος.

Χριστιάννα Λούπα, «Στους δρόμους του πεπρωμένου», εκδόσεις Ιωλκός, σελ. 147-148.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.