Ανθοφορία στιγμών | Βαγιάκου-Βλαχοπούλου, Βαρβάρα

Κριτική της Μαρίας Παπαπαναγιώτου για την ποιητική συλλογή «Ανθοφορία στιγμών» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), της Βαρβάρας Βαγιάκου-Βλαχοπούλου, στο Fractal.

 

Η μυσταγωγία της μνήμης
Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου, «Ανθοφορία στιγμών», εκδόσεις Ιωλκός, 2022

Κάποιοι άνθρωποι έχουν τη δύναμη να αποτυπώνουν στις λέξεις την αλήθεια τους. Να σμιλεύουν το λόγο με ενάργεια και ακρίβεια συναισθηματική. Να ζωγραφίζουν με φθόγγους και να δονούν ψυχή και πνεύμα όσων έχουν την ευτυχία να μοιράζονται μαζί τους τις συναισθηματικές αυτές συγκινήσεις. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι και η δημιουργός μας. Η κ. Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου είναι ένας λάτρης της γλώσσας. Σε όλα τα έργα της οι λέξεις αποκτούν πραγματικό νόημα και αξία, δίνουν υπόσταση στις σκέψεις και τα συναισθήματα, αγγίζουν βαθιές χορδές ευαισθησίας που κρύβει μέσα της και καταφέρνουν να πάλλουν και τις αντίστοιχες ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη.

Η κ. Βαγιάκου-Βλαχοπούλου γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου. Μεγάλωσε στην αλμύρα του Ρωμαίικου και αγάπησε το Κάστρο και τους ανθρώπους του, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό αν διαβάσει κανείς ακόμα και λίγες γραμμές της. Παντού μυρίζει θάλασσα, γιασεμί και οι εικόνες της παλιάς αυθεντικής Μύρινας ξεπροβάλλουν πίσω από τις λέξεις. Καθώς αποφοίτησε από το τότε εξατάξιο γυμνάσιο, παντρεύτηκε τον Γρηγόρη Βλαχόπουλο, κτηνίατρο στο επάγγελμα, τον άνθρωπο που τη χάραξε βαθιά και που κουβαλά μέσα της κάθε στιγμή, και με τον οποίο απέκτησε δύο γιούς και πέντε εγγόνια. Στα πλαίσια ενός προγράμματος ανταλλαγής επιστημόνων το ζευγάρι βρέθηκε για 5 χρόνια στην Τυνησία και στη συνέχεια στο Μιλάνο της Ιταλίας. Η κοσμοπολίτικη ζωή και ο ευρωπαϊκός αέρας δεν κατάφεραν ποτέ να αντισταθμίσουν την αγάπη της για τη Λήμνο και τα αγαπημένα της πρόσωπα. Κατά την επιστροφή της στην Ελλάδα και γεμάτη αγάπη για την παράδοση και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά γίνεται ενεργό μέλος του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, το οποίο υπηρετεί με αφοσίωση επί σχεδόν 30 χρόνια και ο ρόλος της υπήρξε καταλυτικός στην επανίδρυση του Λυκείου Ελληνίδων Λήμνου. Συναντιέται με τη λογοτεχνική πένα μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα και η νοσταλγία της για το νησί της την ωθεί σε μια πολύτιμη για εμάς αποτύπωση της μνήμης, του τόπου και του χρόνου, των ηθών και των εθίμων, των προσώπων, αλλά και στην εξωτερίκευση ενός χειμάρρου συναισθημάτων και βιωμάτων.

Τα τελευταία χρόνια που η τύχη, η ευτυχία θα έλεγα, μας έφερε κοντά κι είχα το μεγάλο προνόμιο να μελετήσω τα έργα που μου εμπιστεύτηκε, κατάλαβα πως οι λέξεις αποκτούν περιεχόμενο μόνο όταν έχουν ψυχή, όταν σμιλεύονται με δάκρυ, όταν απηχούν αγάπη, νοσταλγία, οδύνη κι ευγνωμοσύνη. Τα τελευταία δημιουργήματά της στα οποία είχα εντρυφήσει ανήκαν στον πεζό λόγο, που είναι κι εκείνος βέβαια ένα υπέροχο ποιητικό ταξίδι, όμως η ίδια δεν είναι καινούρια στο χώρο της ποίησης. Η «Ανθοφορία στιγμών» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022) είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή. Οι άλλες τρεις εμπεριέχονται στον ποιητικό τόμο με τον τίτλο «Στης μάντρας τα τραφώματα» και φέρουν τους τίτλους Ρωτοπλαγιάσματα, Δάκρυα και Ρυτίδες. Ο τόμος αυτός έχει κυκλοφορήσει το 2014. Μερικοί ίσως τον έχετε ήδη στη βιβλιοθήκη σας.

Η ποίηση είναι ένα ιδιαίτερο είδος λόγου, μια μυστική συνωμοσία ανάμεσα σε δημιουργό και αναγνώστη. Ο πρώτος επιλέγει μυσταγωγικά θα έλεγα τις λέξεις, συνθέτει αριστοτεχνικά τα νοήματα κι επιλέγει με απόλυτη οικονομία χώρου και χρόνου τα όσα θέλει να πει και όσα θέλει να αποσιωπήσει κι ό δεύτερος καλείται να εξορύξει το ποιητικό μέταλλο, να ακουμπήσει στην ψυχή του ποιητή, να γευτεί όσα αυτός επέλεξε να του χαρίσει και να νιώσει όσα δεν του είπε, όσα κρύβονται πίσω από τις λέξεις, όσα τον κάλεσε μυσταγωγικά να βιώσει.

Η «Ανθοφορία στιγμών» είναι μιας τέτοιας μορφής μυσταγωγία. Η ποιήτρια μας καλεί στον πνευματικό και συναισθηματικό της τοκετό, παρακολουθούμε τις ωδίνες της ποιητικής γέννας την ώρα που παράγονται και ο απότοκος είναι άνθη, άνθη συναισθημάτων και σκέψεων. Διάβασα κάπου την ετυμολογία της λέξης «στιγμή». Δεν ξέρω αν έχετε αναρωτηθεί ποτέ… Στιγμή είναι ο κτύπος, ο παλμός, για όσους ξέρουν μουσική είναι το σημείο που τοποθετείται πάνω ή δίπλα στο σημείο της νότας, μεταβάλλοντας την ποιότητα ή την έντασή της, είναι το ελάχιστο χρονικό διάστημα που σε μεταφέρει από τη μία συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, που σηματοδοτεί όλα όσα ζεις, που σε κάνει να νιώθεις ότι υπάρχεις, που χρωματίζει διαφορετικά τις καταστάσεις της ζωής σου, που δίνει το ρυθμό και την ένταση στο χθες , το σήμερα και το αύριο. Αυτές τις δυνατές στιγμές μοιράστηκε μαζί μας η δημιουργός σε αυτό το βιβλιάριο σκέψεων και εξομολογήσεων που κατέθεσε στην Τράπεζα του Χρόνου κι έχει μεγάλη σημασία σε κάθε μας ανάληψη να σκύβουμε με σεβασμό στη στιγμή της και να την αποταμιεύουμε στο δικό μας θησαυροφυλάκιο στιγμών ως σημαντική επένδυση συναισθήματος.

Οι στιγμές της Ανθοφορίας πολλές, διαφορετικές, αλλά με μια συμφωνημένη ακολουθία και συνοχή που υποδεικνύουν την πορεία της ζωής όχι μόνο της ποιήτριας, αλλά και του αναγνώστη. Μια εσωτερική διαδρομή χρονικών και συναισθηματικών τοποσήμων που ανοίγουν διάλογο ανάμεσα σε αποστολέα και παραλήπτη.

Τα συναισθήματα, οι προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, το στροβίλισμα από το «είναι» στο «μη είναι», η αλήθεια που αιμορραγεί και απλώνεται σε κάθε στίχο, η μοναξιά που αποκτά φωνή, που σε αναγκάζει να την αφουγκραστείς, ακόμα κι αν δε θέλεις να την αντιμετωπίσεις πρόσωπο με πρόσωπο, ο χαμένος έρωτας, η μάγισσα θάλασσα που χωρίζει κι ενώνει στιγμές, ανθρώπους, το παρελθόν και το παρόν, το φως και το σκοτάδι;

Είναι όλα αυτά μαζί σ΄ένα «ανάβλεμμα» της ζωής

«ως οι μνήμες να μη γίνουν ποτέ παρελθόν».

 

Κόκκινα τριαντάφυλλα (σελ. 41)

 

Οι ωραιότερες νύχτες είναι
στιγμές!

Στιγμές που ντρέπονται το φως

και κρύβονται μες στο σκοτάδι!

Στιγμές βουβές των εκκωφαντικών αισθητήριων λυγμών.

Στιγμές που κορυφώνουνε τις ηδονές!

Ηδονή η κορυφαία των στιγμών.

ΕΡΩΤΑΣ!

 

Ο ΧΩΡΟΣ που περικλείει τα βιώματα είναι παρών είτε πρόκειται για το χώρο της πεζής καθημερινότητας είτε για τον τόπο που η δημιουργός γεννήθηκε, έζησε, ερωτεύτηκε, πόνεσε. Ο χρόνος διαχέεται, διαπερνά την ίδια τη ζωή, ο χώρος όμως μένει σταθερός, την σηματοδοτεί, την προσδιορίζει. Η αλανιάρα πρωτεύουσα και η πολύβουη λαϊκή αγορά, αυτή η μεγάλη πόλη που γιγαντώνει τη μοναξιά και τη θλίψη. Η θάλασσα, πανταχού παρούσα στα ποιήματα της Βαρβάρας, μια θάλασσα που δεν τη φοβίζει, αλλά τη μαγεύει. Σπάνια την αναφέρει τρικυμισμένη, αλλά και τότε ακόμα την αγαπά και την κανακεύει. Η θάλασσα και ό,τι αυτή περικλείει, καράβια, κοχύλια, γλάρους, ναυάγια, είναι για εκείνη γέφυρα ζωής. Ο πλωτός δρόμος που την παίρνει μακριά από τον αγαπημένο τόπο, ο ίδιος πλωτός δρόμος που την ξαναφέρνει πίσω, τα αντίο και τα καλωσορίσματα, η αύρα και η μυρωδιά του ιωδίου, η ανατολή και η δύση του ήλιου, η ζωή και ο θάνατος. Τα τοπία της Λήμνου με έντονη σφραγίδα στην αναπόληση, στην προσδοκία, στον αποχωρισμό και στο ξαναντάμωμα. Ο Πέτασος και το Αγιονόρος νοηματοδοτούν τις στιγμές της, κεντούν το χάρτη των αναμνήσεων και των συναισθημάτων.

 

Εφήμερες ανάσες (σελ. 74-75)

 

Ιππεύω το κύμα,
σφιχτοδεμένα ονείρατα τα γκέμια,
ονειροπλάνεμα το ταξίδι!

Θάλαττα θάλαττα! Ποτέ δε σ’ έβγαλα απ’ τη ζωή μου!
Ο μικρός μου απέραντος σύμμαχος
των εύκολων και των δύσκολων πατημασιών.

Τι είναι η ζωή; Μικροί ταλαίπωροι θάνατοι είναι.
Τους αρνούμαι, τους αποποιούμαι, αλλά ατέλειωτοι!

Παίρνω το γλάρο καταπόδι,
να κλέψω όσες περισσότερες ελεύθερες ανάσες μπορώ,
πριν φτάσω στον εσπερινό.

Το κυματάκι δροσίζει το ασπρογιάλι
και χαϊδεύει τις γυμνές μου πατούσες.
Μαζεύω κοχύλια μιας χαρούμενης παιδικής μέρας…
Τσαλαβουτώ στους αφρούς, σκίζω ανελέητα τα δαντελιά τους.
Το κύμα θυμώνει, τινάζει πάνω μου τα προικιά του
και λιώνει κομμάτια πόνου χαρακωμένα στο πρόσωπό μου.
Ευεργεσία!

Πηδώ στο πυροφάνι.
Πετώ την πετονιά μου όσο πιο βαθιά μπορώ
για να φοβίσω την καβουρίνα.
Οι παράνομοι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξης!

Ατενίζω μπροστά μου τον ορίζοντα…
κοντεύουμε να τον ακουμπήσουμε.

Εδωνά κάτω από τον Πέτασο έχει μια ξέρα
γεμάτη μύδια και στρείδια.
Μπορούμε να κάνουμε μια στάση αν θες.

Πάντα κάναμε μια στάση στις απολαύσεις του ταξιδιού!
Κανένας Καβάφης, καμιά Ιθάκη,
μόνος προορισμός, το όνειρο στου ταξιδιού την πλώρη.

Γεμάτο γεύσεις θαλασσινές, πιάσαμε τον ορίζοντα θαρρείς.

Μοσχοβολάνε λιβάνια οι Εσπερινοί στο Αγιονόρος.

Ρίχνω την απόχη μου και πιάνω το ηλιοβασίλεμα.
Δεν καίει πια.

Έπεσε ο πυρετός της μέρας…
Αύριο πάλι…

 

Είναι ολοφάνερο στις περισσότερες στιγμές της Ανθοφορίας ότι το παρελθόν και οι ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ έχουν υπαγορεύσει στη δημιουργό ένα πλαίσιο βιωματικό που με έναν εσωτερικό αυθορμητισμό το μοιράζεται μαζί μας καθιστώντας μας εχέμυθους μύστες του αφηγήματος της ζωής της και πνευματικούς συνοδοιπόρους της. Τα παιδικά χρόνια που τόσο όμορφα κέντησαν το σεντόνι της μνήμης, η άχραντη παρουσία της μάνας της, της κυρά Λένης, που εξαϋλώνεται και χάνει την ανθρώπινη διάστασή της, οι άνθρωποι οι σημαντικοί, οι άνθρωποι-ορόσημα στη ζωή της που με μια μεταφυσική συγκυρία γίνονται οι δικοί μας άνθρωποι-σταθμοί, οι στιγμές της οδύνης και του αποχαιρετισμού, στιγμές που όλοι έχουμε βιώσει και μας συγκινούν βαθύτατα. Το κάποτε της ποιήτριας που συναντά το κάποτε της ζωής μας.

Κάποτε (σελ. 32-33)

Η θάλασσα κοιμόταν στα πόδια μου.
Ήταν ολογάλανη κι ήμουν παιδί.
Βλέπαμε ονείρατα μαζί …θυμάμαι!

Οι πλημμύρες άδειαζαν το βαρύ των ποταμών φορτίο
καταμεσής στα σπλάχνα της.
Άλλαζε χρώματα το θαλασσί,
γινόταν αγριεμένη θαλασσογραφία …θυμάμαι.

Θυμός είναι, θα περάσει,
φουρτούνα ναυτική μανιακών ζωγράφων.
Μου ράντιζε με λευκαφρούς την πρόθεση
ποτέ της να μη μ’ αρνηθεί.

[…]

Άμποτε το χαρακωμένο πρόσωπο της γαλάζιας ρυτίδας
να ανταμωθεί μ’ εκείνο το «κάποτε» του τότε καλπασμού!
Απόσυρση – πειρατικό κουφάρι!
Μια φορά κι έναν καιρό, γνώρισα τη ζωή. Κάποτε…

 

Ο τίτλος Ανθοφορία στιγμών δε νοείται να μην περικλείει το βαθύτερο και πιο αχαλίνωτο συναίσθημα του ανθρώπου, τον ΕΡΩΤΑ. Η ποιήτρια είναι ένας άνθρωπος με έντονο συναισθηματισμό. Δεν είναι για εκείνη ο έρωτας ένας απάνεμος και προστατευμένος ορμίσκος. Είναι πάντρεμα αρωμάτων, χρωμάτων. Άγγιγμα και όσφρηση, ζωντάνεμα όλων των αισθήσεων. Κι έχει συνέχεια, έχει διάρκεια, έχει δρόμο κι ένταση. Δεν είναι έρωτας εμπορικός, παροδικός, με χρονικό ορίζοντα. Είναι πάθος, πόθος και αθωότητα, είναι αντάμωμα ψυχών, θέρμη και ψύχος, ανθοφορία και μαρασμός. Όλα είναι ζωντανά, όλα έχουν ρόλο, όλα έχουν υπόσταση. Και η πληγή ματώνει κι η θύμηση προκαλεί πόνο.

 

Η αξία των αποσιωπητικών (σελ. 17-19)

Συναντηθήκαμε τυχαία στου ηλιοβασιλέματος τα τείχη.
Γνωριζόμαστε, θαρρώ.
Κλέβαμε τα ίδια τζάνερα από τις παιδικές μας αυλές.
Μόλις είχε αρχίσει να στεγνώνει το αίμα
στο γόνυ της αλάνας.

Μια μέρα, φορούσες κίτρινο φουστάνι, θυμάμαι.
Οι παλάμες μας πάνω στο ζουμερό κλωνάρι ανταμώθηκαν.
Μια φεγγαράδα ανατριχίλας ροδότρεξε πάνω στο πετσί μας.

«Εγώ το έπιασα πρώτος» είπαμε κι οι δυο μαζί…
και αφήσαμε τα ακροδάχτυλά μας
να φιληθούνε πάνω στο κλαδί.
Ούτε καν το δήθεν δε χωρούσε.
Στα δεκαεφτάχρονα μπαλκόνια των ματιών μας
πλέχτηκε το πρώτο σ’ αγαπώ.
Μοσχοβολούσε πρωτομαγιάτικο στεφάνι.

 

[…]

 

Ως ένας άνθρωπος ζωντανός σύγχρονος και με τεντωμένες κεραίες η κ. Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου αντιδρά με ιδιαίτερη ευαισθησία στα προβλήματα της εποχής, τα αγκαλιάζει, τα κάνει κομμάτι του δικού της βιώματος και της δικής της εξομολόγησης. Ο πόνος του άλλου, η αγωνία, η ταπείνωση, η υποβάθμιση της ανθρώπινης υπόστασης, την πονάν και την βασανίζουν. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ καταλαμβάνει το δικό της χώρο στην ποιητική φωνή. Η κοινωνική, πολιτική, ανθρώπινη παθογένεια ξεδιπλώνονται και προβληματίζουν τον αναγνώστη. Σαν να διαβάζεις την εφημερίδα σου αλλιώς, με ενσυναίσθηση και με
λέξεις γροθιές που δε σου επιτρέπουν να μείνεις αμέτοχος και να τη συνοδέψεις απλά με το καφεδάκι σου εισπράττοντας την είδηση πληροφοριακά και αβασάνιστα. Η ποιήτρια θέλει να σε συγκλονίσει, να μοιραστεί μαζί σου τη συνυπευθυνότητα και το καταφέρνει.

Στοπ (σελ. 26-27)
[…]

Στοπ. Μια στάση εδώ.
Ψάξτε μια πέτρα για τον πετροβολισμό.
Λιθοβολισμό τον θέλει η τραγωδία;
Από τότε ως τα τώρα απόσταση καμία.

Στοπ. Μια στάση εδώ.
Ελήλυθεν η ώρα.
Να φτύσουμε την καραμέλα της θωπείας του παντοπώλη,
του φαρμακοποιού,
του τέρατος-καιροφυλαχτή των μίσχων,
της διατροφικής σκηνοθεσίας,
πρώτης πράξης της ζωής
οραματιζόμενης Επιδαύρους.

Στοπ. Μια στάση εδώ.
Στο ελύληθεν η ώρα της εξέγερσης
του ματωμένου πόνου,
των εμέτων,
των δακρύων,
των ξεσκισμένων εσωρούχων,
των ματωμένων σεντονιών,
για την επαιτεία ενός ρόλου
με προοπτική θανατικής μετάλλαξης.

[…]

 

Το Αιγαίο της, η θάλασσά της, το σκηνικό των ονείρων της μετατρέπεται σε υγρό τάφο, εμεί θάνατο, ξεβράζει κουφάρια. Η ποιήτρια δονείται, ταράζεται, αρνείται να είναι παρατηρητής του δράματος και της θυσίας, εξεγείρεται. Μέσα σε λίγους στίχους ξεσκεπάζει τη βρωμιά και το ξεπούλημα, μετατρέπει το αλισβερίσι ψυχών σε ιερή τραγωδία.

Αλύτρωτα (σελ. 80)

Άνοιξα το παντζούρι
να αντικρίσω το αχνορόδισμα της Ανατολής.
Μια σιταρήθρα πάνω στο αγκαθωτό σύρμα της ζωής
άρχισε το τραγούδι της.
Λοξοκοιταχτήκαμε.
Σήκωσε τις φτερούγες της και σκούπισε το κλάμα μου.
Κρίμα που δεν έχουν παλάμες τα πουλιά!

Παλάμες της ανθρωπότητας.
Παλάμες ξετσίπωτες.
Παλάμες κλεψύδρες!
Πόσο δάκρυ να συγκρατήσετε μπορείτε;

Ένα ολόκληρο Αιγαίο λειψανοθήκη κλαίει την απονιά σας.
Ένα ολόκληρο Αιγαίο ξεπλυμένο χρήμα.
Ένα ολόκληρο Αιγαίο κόκκινο δάκρυ.

 

Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων αυτής της ποιητικής συλλογής δημιουργήθηκε κατά την περίοδο του κορωνοϊού. Αυτό το μακρύ διάστημα που μας μετάλλαξε και μας αλλοίωσε, που καταβρόχθισε τα ψήγματα στιγμών ευτυχίας που υπήρχαν ακόμα μέσα μας, που σάρωσε τη ζωή μας και μας καθήλωσε πίσω από ένα κλειστό παράθυρο δεν μπορούσε να μην επηρεάσει καταλυτικά την ευαίσθητη ποιητική της πένα. Ο COVID 19 τη φορτώνει με ένα φορτίο τεράστιο, οι ώρες της γίνονται κούφιες, λυγίζει. Ίσως από τις λίγες φορές στη ζωή της που λυγίζει μπροστά σε αυτόν τον απρόσκλητο σύνεδρο που σκορπίζει θανατικό παντού. Συνεχίζει, όμως, γονυπετής να ελπίζει, να δυναμώνει την πίστη της, γνωρίζει ότι η πρώτη Ανάσταση πλησιάζει, αντέχει, προσεύχεται και περιμένει υπομονετικά το Φως.

Ο υψωθείς εν τω σταυρώ ακουσίως,
Covid 19 (σελ. 28-29)
[…]

Κύριε, μη τον θυμόν μου ελέγξεις.
Η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα ανθρωπότης
χωρίς προσκυνητάρι φέτος.
Χωρίς δάκρυ απολογίας στο εδώλιο
η ποίηση της Κασσιανής.
Αμύρωτες οι απλωμένες παλάμες των Ευχελαίων,
μ’ ένα παράπονο επαιτείας οι πιστοί.

 

Μια Πέμπτη που δε χωρά ο Σταυρός της
μέσα στη Μεγάλη Πέμπτη.
Τεράστιος όσο ποτέ.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται η ανθρωπότης,
επίπονον όσο ποτέ.
Ένα ποτάμι ματωμένο δάκρυ.
Άλαλοι οι ληστές ένθεν και ένθεν.

 

Άοσμοι οι ναοί,
χωρίς ρόλο οι βιολέτες.
Χωρίς ύδωρ και όξος τα χείλη,
κλείνουν το γόνυ οι επιτάφιοι
μπρος στις περιφορές τους.
Ανάνθιστες οι πασχαλιές.
Όλα τα λούλουδα,
ένας επιτάφιος αστόλιστος!
Τον μυρώνουν μόνοι οι ιερείς.
Οι πιστοί προσκυνούν στο κονοστάσι του σπιτιού.

 

[…]

Είναι πραγματικά αξιοσημείωτη η σημασία της πίστης στην ποίηση της κ. Βαγιάκου. Τα ποιήματά της συχνά αποτελούν αποσπάσματα εκκλησιαστικών ύμνων και μας θέτουν μέσα στο πλαίσιο της βυζαντινής μεγαλοπρέπειας. Οι λέξεις παίρνουν μια άλλη διάσταση, περνούν σε έναν υπερβατικό κόσμο από τον οποίο η δημιουργός αντλεί δύναμη. Από το πρωινό άναμμα του καντηλιού και το κάλεσμα του όρθρου μέχρι τη μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, ο χώρος κι ο χρόνος αποκτούν ιερή διάσταση, η ιερότητα των στιγμών πλημμυρίζει το ποιητικό πόνημα, η ψυχή της δημιουργού γαληνεύει και οι πληγές της ανακουφίζονται μέσω της ιερής επικοινωνίας.

Ω πανύμνητε μήτερ (σελ. 8)
[…]

 

ΟΧΙ …ΟΧΙ ακάνθινο στεφάνι.
Μαγιάτικο πλέξε του, νιότη!
Αμάραντο, αθάνατο, αμόλυντο και άσπιλο.

 

Άσπιλε, αμόλυντε, άχραντε…

Κι η Δέσποινα της προσευχής, η μάνα,
νοηματοδοτεί γοερά στο κωφάλαλο κοινό,
τον αδυσώπητο της προσευχής της σπαραγμό.
Ω πανύμνητε Μήτερ… γιατί;

 

Το συναίσθημα που θα χαρακτήριζε την ώριμη αυτή γλωσσικά και συναισθηματικά ποιητική συλλογή είναι αυτό της ΜΟΝΑΞΙΑΣ. Η ζωή στη μεγαλούπολη, ο Covid, η απώλεια των αγαπημένων της προσώπων που δεν την περιμένουν πια κατά την επιστροφή της στο νησί, το συναισθηματικό κενό, ντύνουν τα ποιήματά της με μελαγχολία. Μια μελαγχολία επενδυμένη με σιωπή, ηχηρή σιωπή που τη διαταράσσουν ήχοι αψύχων και εμψύχων, ήχοι που την τρομάζουν και την αναστατώνουν, αλλά και την κάνουν να νιώθει ζωντανή. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην αντιληφθεί ότι τα πρόσωπα που «έφυγαν» χάραξαν βαθιές πληγές, αλλά συνεχίζουν να είναι παρόντα σε κάθε στίχο, σε κάθε εικόνα, σε κάθε ήχο. Τα συντηρεί η δημιουργός, τα κουβαλά μαζί της, συνεχίζει να ζει μαζί τους και να συνδιαλέγεται με αυτά την ώρα της μοναξιάς. Είναι αμαρτία να ξεχνάς, γι΄αυτό και δεν ξεχνά. Θυμάται, νοσταλγεί, πληγώνεται, αλλά παράλληλα αφουγκράζεται, οσφραίνεται, ζει, προσδοκά, αναζητεί το φως, αγαπά τους ανθρώπους. 

Επαιτεία στιγμών (σελ. 40)

Μέσα στην αυτοκρατορία της νύχτας,
επαίτης στιγμών η αϋπνία
αφουγκράζεται τους τριγμούς του ξύλου,
σκαλοπάτια ερέβους της μνήμης.

Άυλος ο αγέρας της σκιάς σου,
γδούπος αθόρυβος ακόμα ηχεί.

«Δε θέλω τα σκοτάδια να φοβάσαι, παιδί μου».
Σφάλισες την πόρτα… βγήκες.
Ήταν αξημέρωτα σημαδεμένης Κυριακής.
Απουσία μασίφ οι καμπάνες.

[…]
Αποδοχή (σελ. 56)

Όταν ακούς το νερό να σταλάζει στο μπάνιο
και λες: «Πάλι το ξέχασε…»,
όταν ακούς θόρυβο και λες: «Ήρθε…»,
όταν ακούς το τηλέφωνο να χτυπά
και τρέχεις ν’ απαντήσεις·
δεν έχει έρθει ακόμα η μοναξιά…
κι ας έχεις φύγει.

Όταν το νερό τρέχει
και λες: «Πάλι το ξέχασα…»,
όταν ακούς θόρυβο
και λες: «Τα περιστέρια είναι…»,
όταν χτυπά το τηλέφωνο
και λες: «Άσ’ το να χτυπά …»·
αυτό είναι μοναξιά.

Και ήρθε για να μείνει!
Για να μείνει!

 

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στην ποιητική αυτή συλλογή ο τρόπος με τον οποίο η δημιουργός επιλέγει τις λέξεις. Η κάθε λέξη είναι απόλυτα ταιριαστή με αυτό που η κ. Βαγιάκου επιθυμεί να εκφράσει, είναι απάνθισμα κυριολεκτικών αναφορών που εμπερικλείουν όλο το βάθος των συναισθημάτων, των νοημάτων και των προσεγγίσεων στις οποίες στοχεύουν. Και η κυριολεξία μετατρέπεται χωρίς να το αντιληφθείς σε μεταφορά και συνειρμό κι η λέξη σε ταξιδεύει. Όχι, δεν είναι ένα ταξίδι λεξιθηρίας και εντυπωσιασμού. Είναι λέξεις απλές, καθημερινές, κάποιες φορές και αντιποιητικές θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε. Λέξεις του συρμού που αποκτούν ουσία και βάθος κι εκφράζουν με μεγαλοπρέπεια αυτό που φαντάζει ταπεινό και ασήμαντο. Λέξεις ξένες, ορολογίες αδόκιμες απενοχοποιούνται και επενδύονται με λυρισμό εκφράζοντας την αλήθεια της σύγχρονης εποχής χωρίς υποκρισίες και πομφολογία. Το μπουρί, η σκουριά, το τόπι, το λοκντάουν, το black and white.

Η σιωπή του τέλους (σελ. 38-39)

Τούτη η κίτρινη στεφάνη
της πιο κόκκινης του χρόνου πανσελήνου,
κελάηδισμα μου κάνει.
Αγέρας είναι, λένε οι παλιοί αστερισμοί.
Γεράσανε κι αυτοί, όλο σοφίες λένε.

 

Ήρθε, λοιπόν, σαν ψεύτικος ληστής
δυσανεκτικός στην αλήθεια,
δυσλεκτικός στο χιούμορ.
Ένα ουίσκι τονωτικής δυσπραγίας.
Ένα
black and white, χαρμολύπη.

Ήρθε χθες βράδυ μες στη νύχτα.
Σφύριξε, τραγούδησε, σάρωσε όλα τα σκουπίδια στις γωνιές.
Γύρισα κι είδα τις γωνιές.
Μια χαρμολύπη ήσυχη σαν αποβάθρα.
Κορόμηλα νιότης ματωμένα από την πτώση,
ιβίσκοι έρωτες ξεθωριασμένοι,
άοσμα τριαντάφυλλα παντού.
Λείπουν τα κίτρινα.
Πού πήγαν τα δικά μου κίτρινα;
Ψεύτικα θα ’ταν.
Κι εκείνα των γιασεμιών τ’ αρώματα
που στέλναν ραβασάκια στα φεγγάρια;
Λύπη άγευστη.
Νέκρωσε και η λεηλασία.

 

[…]

 

H ποίηση είναι ένας χώρος σύλληψης και γραφής ιδιαίτερος, αλλά κι ένας χώρος πρόσληψης προσωπικός. Είναι ένα νοητικό συναπάντημα του δημιουργού με τον αναγνώστη, δυο δρόμοι αντικρυστοί που πρέπει να ανταμωθούν για να υπάρξει η επικοινωνία. Διαφορετικά, θα χαθούν κι οι δυο ταξιδιώτες στις ατραπούς των λέξεων και στο λαβύρινθο των νοημάτων. Διαβάζοντας της «Ανθοφορία Στιγμών» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022) αντιλαμβάνεσαι εύκολα πως είναι σχεδόν αδύνατο να χαθείς και να μη συναντηθείς με τη δημιουργό, να μην πάρεις τη θέση του ποιητικού υποκειμένου. Η κ. Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου γράφει για εκείνη, με έναν όμως ανεξήγητο και μυσταγωγικό τρόπο γράφει και για σένα, και για μένα, κάνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις στιγμές «απρόσωπα προσωπικές».

Απρόσωπα προσωπικές (σελ. 60)

Είναι κάτι στιγμές εφιαλτικές.
Φοβάσαι μη χάσεις τη ζωή που δε σου ανήκει.
Είναι κάτι στιγμές προσευχές που δεν έκανες.

Είναι κάτι στιγμές πιεστικές.
Να σταματήσει η ιεροτελεστία της λιτανείας

τις μεταλλάξεις των δακρύων
και να φέρει τα δάκρυα που σου ανήκουν.
Το μερτικό σου.

Είναι κάτι στιγμές ισχυρογνώμονες
που δεν ανήκουν πουθενά.
Από μόνες τους ενταφιάζουν το στέμμα της αυτοκρατορίας τους.
Ούτε στη ζωή ανήκουν ούτε στις αποφάσεις της.
Εφιάλτες!
Με τελειωμένες αντοχές μετεωρούν στη διάζευξη
ελευθερία ή θάνατος.

 

[…]

 

Κλείνοντας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η «Ανθοφορία στιγμών» είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται στον τίτλο… ανθοφορία. Η μελαγχολία, ο προβληματισμός, η απώλεια, η μοναξιά δεν λειτουργούν καταθλιπτικά, αλλά καθαρτικά, λυτρωτικά. Είναι μια ενδοσκόπηση, μια συλλογή εσωτερικών και εξωτερικών παραδοχών, ένα μπουκέτο στιγμών απρόσωπα προσωπικών, μια διεισδυτική ματιά στη ζωή που μόνοι μας χαράξαμε που όμως τελικά οδηγεί στο ξέφωτο, δημιουργεί ελπίδα. Η ποιήτρια ξέρει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της σε όλα τα όμορφα που της χαρίζει η ζωή, θεωρεί δική της ευθύνη να ξανασυναντήσει τον Κύριο που ήταν πάντα εδώ, αλλά η ενασχόλησή της με τον ίδιο της τον εαυτό την εμπόδιζε να επικοινωνήσει. Ζητά με ειλικρίνεια συγγνώμη που πλήγωσε τις στιγμές και τα συναισθήματα, που κάποιες φορές προτίμησε το σκοτάδι από το φως. Αγαπά τα όσα έζησε, τα όσα ζει και με ωριμότητα αποδέχεται όλες τις όψεις του θείου δώρου.

 

 Ξέφωτο (σελ. 89)

 Φως εκ φωτός.

Τίνος φωτός;

Του ήλιου;

Της Ανατολής;

Της Δύσης;                         

 

Φως εκ φωτός μιας ανέσπερης χαραμάδας.

Μια ηλιαχτίδα με διαβάθμιση χρωμάτων

όρμησε από τα ανεμοδαρμένα,

αποκοίμισε τον κανόνα

και τον έριξε στα κατ’ εξαίρεσιν.

Ξέφωτο!

 

Πηγή: Fractal

 

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.