Η νουβέλα «02-20» (εκδόσεις Ιωλκός, 2024) του Μανώλη Σημαντήρα, προτεινόμενη στο βιβλιοπωλείο «Πολιτεία».
***
[…] Oδηγούσε αργά στον στενό δρόμο, τον μοναδικό που διέσχιζε το νησί από την πόλη μέχρι τις Κουκουναριές. Ένα αυτοκίνητο πίσω του αναβόσβησε τα φώτα του και πριν προλάβει να τραβηχτεί στην άκρη, το ασημί ταξί βγήκε στο αντίθετο ρεύμα και τον προσπέρασε, αναγκάζοντας τον οδηγό από την απέναντι πλευρά να κάνει επικίνδυνο ελιγμό για να τον αποφύγει. Πριν το ταξί εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή ο Γιάννης πρόλαβε να αναγνωρίσει τη Mercedes: Ο Λάζαρος…
Τον χειμώνα πίνανε μαζί τα τσίπουρά τους στην ταβέρνα του Καμπουρέλια, με το ταξί του μόνιμα αραγμένο στο λιμάνι. Τώρα, τρέχει σαν αφιονισμένος, μην υπολογίζοντας κανόνες και κώδικες κυκλοφορίας, να προλάβει τα δρομολόγια, να βγάλει τα σπασμένα της χρονιάς.
Συνεχίζοντας τον δρόμο του ο Γιάννης πέρασε διαδοχικά τις πρώτες κοντινές παραλίες, Μεγάλη Άμμο, Βασιλιά, προσπέρασε ακόμα και τις Αχλαδιές που είχαν πια μετονομαστεί, επί το τουριστικότερο, σε Εσπερίδες, όπως επέβαλε ο ιδιοκτήτης του συνώνυμου ξενοδοχειακού συγκροτήματος που είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της παραλίας.
Οδηγώντας αργά, παρατηρούσε με προσοχή τη βλάστηση που είχε ξεπεταχτεί: καταπράσινες φτέρες και πουρνάρια σε κάθε πλευρά του δρόμου. Στην ανηφόρα, πριν τη διασταύρωση για την Κεχριά, αναγκάστηκε να επιβραδύνει καθώς το μηχανάκι μπροστά του αγκομαχούσε. Με επιβάτες δυο νεαρούς δυσκολευόταν να σκαρφαλώσει στην απότομη κλίση της ασφάλτου.
Ξαφνικά, ο συνεπιβάτης της μηχανής πέταξε το τσιγάρο του στο πλάι, η γόπα καρφώθηκε στο χορτάρι του κράσπεδου.
Ο Γιάννης έκοψε ταχύτητα, τράβηξε το αμάξι του στην άκρη και στάθμευσε. Βγήκε και αναζήτησε το αποτσίγαρο. Δεν το εντόπισε. Γύρισε πίσω, αλλά δεν ξεκίνησε. Με τα μάτια καρφωμένα εκεί που υπολόγιζε ότι βρισκόταν το αποτσίγαρο, περίμενε.
Το περασμένο καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα, το δάσος πάνω από την Αγία Παρασκευή καιγόταν, τα πυροσβεστικά που διέθετε το νησί δεν επαρκούσαν και ο δήμαρχος ζήτησε ενίσχυση από τον Σταθμό του αεροδρομίου.
«Επίσημα δεν μπορώ να το επιτρέψω» του είπε ο αερολιμενάρχης «κανένα πυροσβεστικό όχημα δε βγαίνει από το αεροδρόμιο, απαγορεύεται, έχουμε είκοσι αεροπλάνα την ημέρα».
Κι έτσι τις επόμενες τρεις μέρες, μόλις ο ήλιος έδυε κι έκλεινε ο αερολιμένας, ο Γιάννης έπαιρνε το βαρύτερο πυροσβεστικό και τραβούσε κατά το βουνό. Χωρίς ορατότητα λόγω του πυκνού καπνού κι έχοντας δίπλα του μικρά πεζοπόρα τμήματα του στρατού που είχαν έρθει με ελικόπτερα από τον Βόλο για βοήθεια, έριχνε νερό με το κανονάκι ή τις μάνικες.
Μόνος πολλές φορές απέναντι στη φωτιά που καταβρόχθιζε πεύκα και πουρνάρια, όλη την άγρια βλά-στηση του νησιού, πάλεψε τρεις νύχτες να περιορίσει το πύρινο μέτωπο.
Έκανε ό,τι μπορούσε. Η πυρκαγιά έσβησε όταν έφτασε στη θάλασσα.
Από τότε δεν είχε ησυχία, κάποιες βραδιές πεταγόταν στον ύπνο του.
Πέρασε μισή ώρα στο αυτοκίνητο κι αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έβγαινε καπνός, γύρισε προς την πόλη.
Η Αγγέλα θα άφηνε το πιάτο του σκεπασμένο και θα ξάπλωνε. Δεν τον περίμενε όπως παλιά.
«02-20», Μανώλης Σημαντήρας,, εκδ. Ιωλκός, 2024, σελ. 14-16
***
Για το βιβλίο
***
Για τον συγγραφέα