«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» | Ελένη Παπανδρέου

Κριτική της Ελένης Γκίκα για το λεύκωμα «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελένης Παπανδρέου, στο Fractal.

 

Το βιβλίο κι ο συγγραφέας του: «Ακροβατώντας στο σκοτάδι των ανθρώπων και στο φως των παραμυθιών»

 

 

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Η αβάσταχτη μοναξιά των αιώνων πήρε τη θέση της. Οι μέρες έσερναν τις ώρες σαν βρεγμένα τσουβάλια με χώμα. Χώμα έγινε η μικρή Σούχα, χώμα οι έμποροι, οι δούλες και οι περαστικοί. Με λυπήθηκε ο χρόνος κι άρχισε να τρώει από πάνω μου γωνίες και σκαλίσματα. Ελευθερώθηκα απ’ τη φθαρτή ομορφιά μου. Έτσι γυμνή περίμενα τους βαρβάρους που ήρθαν, όπως είχε οριστεί.

»Η πόλη ξηλώθηκε. Οι τοίχοι έγιναν κλωστές, που η μία τραβούσε την άλλη. Ήταν αχόρταγες οι φωτιές. Έκρυψαν σε μαύρο σεντούκι τη ζωή, που τόσο προσεκτικά είχαν σκαλίσει οι γενιές των ανθρώπων. Μ’ έναν υπόκωφο ήχο ξάπλωσα πάλι στη γη. Οι περαστικοί είπαν:

“Κοιτάχτε! Μια κολόνα χωρίς σπίτι!”»

Αυτό το μικρό απόσπασμα είναι από την «Ιστορία μιας κολόνας». Περιλαμβάνεται στο περίεργο κι ακατάταχτο βιβλίο της ποιήτριας Ελένης Παπανδρέου [Μάταιος Αύγουστος, Ώρες, Επτά και μισή λύπη] με τον τίτλο «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ιωλκός και το οποίο αποδεικνύει ότι η δημιουργός, εκτός από σπουδαία ποιήτρια είναι και εξαιρετική φωτογράφος και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπογράφει και εξαιρετικές ταξιδιωτικές ιστορίες. Οι οποίες ωστόσο ακροβατούν στην αλληγορία, την ποίηση, το παραμύθι, την προφητεία, τη γοτθική ιστορία.

Με φιλοσοφικούς γρίφους, υπαρξιακά αινίγματα, και με το αραχνούφαντο εκείνο των παραμυθιών η Ελένη Παπανδρέου υπογράφει επτά πυκνοϋφασμένες ιστορίες με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, και διπλή γλώσσα: λογοτεχνική και φωτογραφική.

Συνοδευόμενες από φωτογραφίες που διασώζουν χώρο, χρόνο και ανθρώπους, φτάνουν μέχρι το μεδούλι της ύπαρξης, αγγίζουν το αίνιγμα, μιλούν για την ανθρώπινη τραγωδία και συνθήκη, ανοίγουν φτερά, αναστάσιμες, και φτάνουν απέναντι.

Αποτελώντας τερματικό σταθμό αλλά συγχρόνως και αφετηρία:

«Οι τόποι που συναντήσαμε είναι μικρές επιστροφές σ’ έναν ακριβό όσο και αλλοτινό εαυτό», η δημιουργός τους μάς λέει: «Ταξιδεύουμε συχνά εκεί, μέσ’ από φωτογραφίες και αναμνήσεις, αναζητώντας την επίγευση μιας προσωπικής αλήθειας. Πάντα συναντάμε αυτό που είμαστε. Από το ταξίδι μου στη Συρία κρατώ την υπόσχεση πως κάποτε θα επιστρέψω εκεί. Οι φωτογραφίες είναι μια χειροπιαστή επιβεβαίωση της ύπαρξης, μια ιδιότυπη συλλογή στιγμών, όπου η κάθε στιγμή κουβαλάει μέσα της ένα τέλος οριστικό. Επιλέγω το τέλος ως αφετηρία και δραπετεύω στα παραμύθια, για να θυμηθώ πάλι, πως ο δρόμος των πολλών είναι ο δρόμος του ενός. Κάθε ιστορία είναι δική μου και δική σας. Είμαστε μια ανάσα, ένα φλεγόμενο αντίκρισμα της ματαιότητας και λίγο πριν χαθούμε, καλούμαστε -όντας θνητοί και γυμνοί- να στρέψουμε το βλέμμα στη σιωπηλή ομορφιά της ύπαρξης».

Και διασώζει μια Συρία που μοναχά στο χρόνο του Θεού πια υπάρχει και μέσα στα όνειρα. Καταστάσεις κι ανθρώπους που ήδη μπορούν πια να είναι σε άλλη διάσταση, να έχουν γίνει Ιστορία.

Πιο γήινη στο «Πρόσκληση σε γεύμα», διασώσει μια Συνάντηση στη Στοά κρεοπωλών (23 Δεκεμβρίου 2008, ώρα 15:25).

«Το τέρας του πολέμου κοιμάται ακόμη βαθιά. Θα περιμένει τρία χρόνια για να κατασπαράξει τα περίφημα souqs και μαζί όλη τη πόλη. Το Χαλέπι έχει χαραγμένη στο στήθος του την ιστορία όλων των πόλεων που γκρεμίστηκαν για να φτιαχτούν από την αρχή. Στην καρδιά του άνθισαν, λίγο πριν όλα σιωπήσουν πίσω από τα εκκωφαντικά βήματα της ζωής που αποσύρεται. Άλλωστε πάντα μια επικείμενη καταστροφή κοιμάται μέσα μας. Μπορεί να είναι ένας πόλεμος, μια αρρώστια, μια απώλεια. Κάθε μέρα μας κλείνει το μάτι καθώς ψιθυρίζει: “Αύριο, ίσως”»

Κι αυτό το μαγικό και μαγεμένο βιβλίο μπορεί να έχει φωτογραφηθεί πριν την απώλεια, αλλά μιλά και γι’ αυτήν και για μετά την απώλεια.

«Κι αν ο χρόνος δεν υπάρχει, τότε ίσως να είναι ακόμη 23 Δεκεμβρίου 2008, ώρα μεσημεριανού φαγητού για μια παρέα από άντρες και παιδιά που μοιράζονται ένα ταψί φαγητό. Είναι όλοι ζωντανοί και γελούν με μικρά καθημερινά πράγματα. Το μαγαζί τους δεν έχει καταστραφεί. Στις 18:00 κλείνει η αγορά. Οι έμποροι μαζεύουν τις πραμάτειες τους, οι στοές σιωπούν και οι άντρες με τα παιδιά ξανοίγουν τα βήματά τους για το σπίτι. Στις κατσαρόλες βράζουν μπαχαρικά από τόπους μακρινούς και τα τραπέζια στρώνονται με προσδοκίες και όνειρα. Τα σκυλιά του πολέμου σωπαίνουν ναρκωμένα και οι βόμβες παραμένουν προσεχτικά τοποθετημένες σε παγωμένα ράφια».

«Τα όνειρα της καμήλας» που ακολουθούν είναι η αλλόκοτη ζωή μας αλλά και η Ύπαρξη μέσα από τα μάτια (και τη συνείδηση) μιας καμήλας.

«Η ιστορία μιας κολόνας» αρχίζει από όταν είναι γη, σώμα ακέραιο, μέχρι που τη στιγμή που θα γίνει κολόνα, θρύψαλα κι όλα θα ξαναρχίσουν εξ αρχής. Θ’ ανάβει στον ουρανό, θα θυμηθεί ξανά ότι ήταν γη, θα επιστρέψει σπίτι επιτέλους.

Στην ιστορία «Ζωή σαν παραμύθι» θα συνυπάρξουμε με ό,τι δεν βλέπουμε: τις ιστορίες και τα χίλια δυο μαγικά και μαγεμένα όντα. Μια εξαιρετική αλληγορία για τη γραφή αν την αποκωδικοποιήσεις και την διαβάσεις σε βάθος. Αλλά και στον αφρό της να επιλέξεις εσύ να σταθείς, θα μαγευτείς.

«Η γυναίκα με το λευκό φόρεμα» είναι ό,τι δεν βλέπουν τα μάτια μας αλλά υπάρχει ωστόσο: «Τότε ήταν που ο Χασάν μπήξε- ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση- στον αλλόκοτο χρόνο της. Τα πάντα γύρω του πάγωσαν, εκτός από εκείνη που κατάπινε το πλήθος χωρίς ποτέ ν’ αγγίζει κανέναν. Άστραφταν τα πέπλα της κάτω από έναν ανύπαρκτο ήλιο. Ήταν που είχαν μέσα τους τη μυρωδιά της νοτισμένης γης και μνήμες από μέρες περασμένες».

«Η Θυσία» που ξεκινά από τα πρόβατα του Μάχντη που έζησε για να δει όλη την οικογένειά του σκορπισμένη «σε μικρές και σύντομες τελετές», αξιώθηκε να τους ξαναδεί με τον τρόπο του εκεί όπου κατοικούν «οι μανάδες που δεν πεθαίνουν ποτέ για τα παιδιά τους» και «όλα τα χαμένα γέλια».

Έτσι όταν έρθουν οι «Σκιές στην πόλη» εμείς θα τα έχουμε «δει» όλα: «Τώρα πια ο Νουρεντίν δε χρειαζόταν να σκαρφαλώσει. Πηδούσε απλά από κλαδί σε κλαδί», «πρώτα εξαφανίστηκαν οι φόβοι, μετά οι ενοχές και τελευταία η λύπη» και «ήρθαν κι έλαμψαν τα σώματα, λευκά κι αψεγάδιαστα, όπως στ’ αλήθεια ήταν».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι κι ένας κύκλος που κλείνει. Ένα βιβλίο που είναι ταυτόχρονα παραμυθία, αλληγορία, φιλοσοφία, η πεμπτουσία της ύπαρξης, ποίηση, ιστορία. Η ζωή μας ιδωμένη αλλιώς: μέσα από την ιδιαίτερη διεισδυτική κι ευαίσθητη φωτογραφική και συγγραφική ματιά μιας ιδιαίτερης ποιήτριας.

Θυμίζοντας άλλοτε τον Άντερσεν τον σπουδαίο παραμυθά, και κάποιες άλλες στιγμές τις γοτθικές ιστορίες της Μπλίξεν ή της Γιουρσενάρ τις «Ιστορίες της Ανατολής», τα υπαρξιακά αινίγματα του Μπόρχες, όσο ξαναδιαβάζω «Τα όνειρα της καμήλας» τελικά καταλήγω ότι δεν μοιάζουν με τίποτα, είναι όσον αφορά τη λογοτεχνία μια εξαιρετική, καινούργια σελίδα.

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.