«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» | Ελένη Παπανδρέου

Ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου γράφει για το βιβλίο «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελένης Παπανδρέου, στο εξαιρετικό Fractal.

 

«Ένα σπουδαίο όνειρο, ναι, αυτό μου φτάνει για να ζήσω» *
Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου //

Ελένη Παπανδρέου: «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία», Ιωλκός, 2023, σελ. 150

 

‘’Η φωτογραφία είναι η έμπνευση που δεν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε’’. Τάδε έφη στον Οδυσσέα Ελύτη ο ‘’ταξιδευτής κι επιστροφεύς’’ Ανδρέας Εμπειρίκος μετά από την ανεπιτυχή προσπάθεια να φωτογραφίσει τον Ιούλιο του ’54 στην Πάρο ‘’μια Ίριδα Αγγελέουσα’’ μόλις βγαλμένη απ’ τον Όμηρο, μία παιδίσκη μ’ ελάχιστο ρούχο, που, σαν αγγελιοφόρος των θεών, πέρασε αστραπιαία από μπροστά του. ’’Μια φωτογραφία ζει’’ λέει ο Εμπειρίκος, ‘’έχει ολόκληρη δική της δράση συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι’’.

Η φαντασία Θάλλει σε περιβάλλον εικόνων, τροφοδοτείται από την πραγματικότητα.

Κάθε αληθινή μορφή ζωής, πριν ανταποκριθεί ψυχικά ανταποκρίνεται οπτικά, ειδικά στην καταπληκτική κινητικότητα της όρασης που συνηθέστατα γλιστράει σαν υπνωτισμένη στην επιφάνεια των τυχαίων και ανέκφραστων εικόνων, σαν να την κεντρίζει κάποιο ανεύρετο όραμα, σαν να τη βιάζει μια σύντομη προθεσμία. Η αξεθύμαστη αναζήτηση της έμπνευσης, εξελίσσει μια ελαστικότατη προσωπική τεχνική που επιτρέπει στην ευφάνταστη σκέψη της Ε.Παπανδρέου να λειτουργήσει σε όλη της την πληρότητα και την ρυθμική πολλαπλότητα. Ο πνευματικός έλεγχος που ασκεί επάνω στην φωτογραφική μηχανή, γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στη μηχανική αναπαραγωγή και την έκφραση. Ένα «μπλε τετράδιο» με αληθινά παραμύθια- οδηγούς επικοινωνίας και ενσυναίσθησης, πλαισιωμένα από 50 φωτογραφικά δοκίμια «δρόμου»του 2008 που, σαν ασπρόμαυρες ακουαρέλες, ‘’διασώζουν’’όπως πολύ εύστοχα γράφει στη κριτική της για το βιβλίο η Ελένη Γκίκα- το Αλέπο [το Χαλέπι] και την προπολεμική Συρία, γίνονται μικρά θαύματα ελεύθερης αναπαράστασης, μεθυσμένης από τους ρυθμούς της ίδιας της ποιητικής γονιμότητας. Σαν μαγικά λυχνάρια οι φωτογραφίες, με το άγγιγμα του ενορατικού βλέμματος της ποιήτριας αποκαλύπτουν, πασπαλισμένο με την χρυσή άχνα του ονείρου, το κράμα αυτό του κόσμου που αντιστοιχεί σε μια εκδοχή αιωνιότητας.

Η κάμερα είναι ένα εργαλείο για την ποιήτρια, όπως ο χρωστήρας για τον ζωγράφο, όπως η γλυφίδα για τον γλύπτη, ένα απλό δηλαδή όργανο, ένας μηχανικός καθρέφτης, τα μαγεμένα όμως από το εμπνευσμένο βλέμμα χέρια που την χειρίζονται,της δίνουν πνοή κι αυτή την εμφυσά στο χαρτί ανασαλεύοντας την ύλη. Κάθε φωτογραφία λειτουργεί σαν ένα δάχτυλο, έναν δείκτη, που πάντα δείχνει κάτι σημαινόμενο.

Η Ε.Παπανδρέου φωτογραφίζει, έχοντας ήδη στο υποσυνείδητο το βάθος των λέξεων που ολοκληρώνουν το παζλ του νοήματος. Η γαλήνια απλούστευση των χρωμάτων στο μαύρο, το φαιό και το λευκό, αναδεικνύει την ελαφρότητα των γραμμών τους, την αέρινη επένδυσή τους στα σχήματα και την ήρεμη αφθονία του εσωτερικού τους φωτισμού, φανερώνοντας το «νόημα του ορατού». Αντιλαμβάνεται την «συνεχή κατάσταση αναχώρισης» κι αφηγείται μέσα από τον φακό της για να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο· έτσι επιστρέφει στο «αέναο παρόν μιας νοητής εικόνας». Καταλαβαίνει ότι οι εικόνες που συλλαμβάνει το κλείστρο της μηχανής, [ο φωτοφράχτης] περιέχουν κάποτε περισσότερα απ’ όσα η ίδια κατά τη λήψη είχε αντιληφθεί ότι περιέχουν. Με επαναλαμβανόμενες εταστικές ματιές, σαν εκείνες με το μεγάλο, μεγεθυντικό φακό που χρησιμοποιούν για να διαβάζουν τα μικρά γράμματα, αποκαλύπτει μια πληθώρα απαρατήρητων, μικροσκοπικών λεπτομερειών που άξαφνα σπινθηρίζουν, σαν διεισδύσεις του απρόοπτου.

Παλεύει να κατατάξει αυτές τις εντυπώσεις. Αγνάντι στο μέλλον οι μονήρεις λίθοι της άλλοτε ‘’Νύμφης της Ερήμου’’, της αρχαίας Παλμύρας και η ΕΠ προσπαθεί να συνταιριάξει, να «τακτοποιήσει μέσα της» το απέραντο ερημικό πεδίο με το φευγαλέο της Ύπαρξης, την τρομαχτική επίθεση του ήλιου με την ροδαλότητα των αμμόλοφων καθώς τα πρωτοχτυπάει το φως. Γοητευμένη από τις αναρτημένες φωτογραφίες και τ’ αντικείμενα στους κατάφορτους τοίχους ενός καφενείου στο Χαλέπι, φοράει τα μάτια, τ’ αυτιά, όλους τους αισθητήρες του μικρού Σύρου κι ανυπομονεί να πλάσει τις ιστορίες τους· ιστορίες και μύθους σαν αυτούς που βλέπει να διαγράφονται στις ίριδες του γερο- Νουρεντίν, ενώ πλάι σε όλες τις μορφές των φωτογραφιών, πλάι ακόμα και στην ίδια, διακρίνει καθαρά τη «Γυναίκα με το λευκό φόρεμα» -ο Σεφέρης, την αναπότρεπτη Μοίρα την έβλεπε μαυρομαντιλούσα- που «κρατάει στο ένα χέρι τους χτύπους των λεπτών και στο άλλο το δαμασκηνό μαχαίρι». Και πάντα, μετά από κάθε ταξίδι γυρίζει πίσω σε στιγμές σαν της 23ης Δεκεμβρίου 2008, ώρα 15.25, να μοιραστεί την στρογγυλή χωρίς γωνίες κι αγκυλώματα αγάπη, να επανέλθει στην ουσία της ζωής.

Με προσεκτική επιλογή της κατάλληλης ώρας και γωνίας, οι λήψεις, εν τω μέσω σύννεφων, καπνών και ανύποπτων βλεμμάτων,διαφυλάττουν ξεκάθαρη την ουράνια προοπτική, τις περισσότερες φορές μέσα από έναν μικρό αλλά υποσχόμενο «φεγγίτη» αιθρίας που προεκτείνεται στις ιστορίες της: πότε σαν ένας «μικρός κήπος» στην έρημο, πότε σαν «άρωμα που αναδίδουν οι ευτυχισμένες στιγμές», πότε σαν τον «γλυκό ήχο των παιδικών τραγουδιών και τα ξέγνοιαστα γέλια των γυναικών», πότε σαν «το μικρό αναμμένο φως» της θνητότητας μέσα στην αιωνιότητα. Με τη λυρική επίνοια που την χαρακτηρίζει, χρησιμοποιεί τις ασπρόμαυρες αποτυπώσεις πέρα απ’ την τεχνική κι από τα επιφαινόμενα· τοποθετεί τις αναπαραγωγές των ερεθισμάτων απ’ τις φωτογραφίες μέσα στις ιστορίες με ξεχωριστό τρόπο για να τις στηρίξει στο συμβολικό και αλληγορικό συνταίριασμα των χαρακτηριστικών λεπτομερειών κάθε νέας, ξετυλιγμένης, νοητής εικόνας. Το κείμενο προσδιορίζεται εκ των έσω, προς μια νέα αίσθηση επανασύνδεσης του εγώ με την οπτική πραγματικότητα του αντικειμενικού κόσμου, προς τη πραγματολογική, τη σιβυλλική, τη φασματική οντότητα της γλώσσας και της σκέψης, προς μια ιδεατή, δηλαδή, ονειροποίηση του κόσμου.

Η θεληματικά αυτόματη λειτουργία φαντασίας, σκέψης και μνήμης, η αποφυγή κάθε προκαθορισμένης ιδέας και θέματος, η απεριόριστη ελευθερία και συγχρόνως, η αποφυγή κάθε συνειδητής αναζήτησης εκφραστικών στοιχείων· όλες αυτές οι λειτουργίες καταλήγουν σε μια ολοκληρωμένη πνευματική ενέργεια: Το ανέβασμα, την υλοποίηση και το γνήσιο αποτύπωμα των απεικονίσεων του υποσυνείδητου. Οι εικόνες των κειμένων, πλήρεις ήχων κι αρμονίας, σαν φωτεροί, αρχιτεκτονικοί και ζωγραφικοί θρίαμβοι νυχτερινών πιδάκων και πυροτεχνημάτων, με όλες εκείνες τις πολύτιμες ιδιότητες των εκπληκτικών ονειρικών καταστάσεων, καταφέρνουν μέσα από τις φουμιές των ναργιλέδων του χρόνου, να εφεύρουν έναν τρόπο που να επιτρέπει στη σκέψη να μην υποτάσσεται στη δεοντολογική λειτουργία της λογικής. Επιθυμίες ανεκπλήρωτες, μυστικές και ανείπωτες ροπές, σκοτεινά ψυχόρμητα, πανάρχαιες αναμνήσεις, αφομοιωμένες κατά διαστήματα και αποτυπωμένες σε μυστικές και λησμονημένες ζώνες, συνοθυλεύονται, συμπιέζονται, ενοποιούνται σε σπάνιες οπτικές παραστάσεις. Το κείμενο συναρθρώνεται με τους μεταφυσικούς κανόνες του γλωσσικού μυστικισμού και του λεκτικού μουσικισμού. Οι συμβολισμοί διαρρηγνύουν τα όρια των ιλουζιονιστικών απεικονίσεων και ο χώρος τείνει προς το ονειρικό άπειρο.Το νόημα μας κοιτάει με μάτια βαθιά, αινιγματικά και κάποτε μας τρυπάει τα σπλάχνα σαν φωνή τραγωδίας:

«…Έκλαιγε για ώρες παρατημένος σ’ ένα δωμάτιο. Κόσμος πηγαινοερχόταν. Μουρμούριζαν πως για όλα φταίει το παράξενο μωρό. Όταν γεννήθηκε, έλεγαν, δεν έκλαψε, μόνο τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά του, σαν να ήθελε να ξεριζώσει το κακό από πάνω του. Η Γιασμίν στο διπλανό δωμάτιο προσπαθούσε να καθησυχάσει τη νεκρή μητέρα, που σάστιζε με το φέρετρο κι όλο έψαχνε το μωρό στο νεκρό της σώμα. Μετά, σαν η μάνα της θυμόταν πως το μωρό ήταν καλά, ησύχαζε, έκλεινε τ’ αυτιά στα μοιρολόγια και πάσχιζε να βγει απ’ το δωμάτιο. Δεν τελείωνε όμως ο εφιάλτης, μόνο λίγο ξαπόσταινε. Δεν είχε στήθος να το θηλάσει και τα χέρια της κουβαλούσαν μόνο αέρα. Αέρα αγκάλιαζε, αέρας πέρναγε από μέσα της, είχε γίνει αέρας. Δεν ήταν πια μάνα».

[Από το παραμύθι ΣΚΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ]

 

Αξίες, αισθήσεις και συναισθήματα πανανθρώπινης διάστασης αποτυπώνονται στην επιφάνεια των φωτογραφιών και των κειμένων: Το έρημο, το γυμνό, το μοναχικό, το μελαγχολικό, το υπεραρκετό του λιτού στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες· το κομψό,το γλυκό, το μελωδικό, το ελεγειακό, η λαμπρή γκάμα των χρωμάτων, στα κείμενα. Με σύνολα λέξεων και εικόνων προσεγγίζει μία άγνωστη για εμάς ηθική αντίληψη του χώρου.Τα φυσικά στοιχεία συνενούνται, συμπλέκονται και δρουν αναμεταξύ τους σαν άνθρωποι:

«…Μοναδικός μου φίλος ήταν ένα κολονάκι φτιαγμένο από απομεινάρια πέτρας. Ζούσε στη σκιά ενός μαρμάρινου τραπεζιού κι έκανε παρέα κυρίως με πόδια και περαστικά ερπετά. Αγαπούσε αυτά τα παρακατιανά πλάσματα, που κανένας δεν τους έδινε σημασία, γιατί του έμοιαζαν. Παιδιά της σκιάς και της γης, χαίρονταν τον ήλιο μόνο από την ασφαλή απόσταση μιας κρυψώνας. Τ’ απογεύματα, φίδια και σαύρες κουλουριάζονταν δίπλα του από ήλιο και άμμο χορτασμένα. Ήταν μια ώρα γλυκιά, μια συμφωνία ρεμβασμού και σιωπής, καθώς το αεράκι ξυπνούσε από βαθιά νάρκη και οι σκιές ψήλωναν μέχρι να φτάσουν τα βιαστικά πόδια των περαστικών….»

[Από το παραμύθι Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ]

 

Ο ρόλος του φωτός καταργεί τοίχους και σύνορα και οι κλειστοί χώροι γίνονται παραρτήματα της υπαίθρου. Η ΕΠ επιχειρεί διάφορες δοκιμές για να «επιστρέφει» σε τόπους μακρινούς, σε άλλες εποχές, περνάει από ψυχολογικούς τομείς και μορφές τέχνης, αναζητώντας τα τελικά και πάγια αντικείμενα οριστικού προσανατολισμού. Η πρώτη γενική εντύπωση που αποκομίζουμε από τη διάταξη και την αλληλοσύνδεση των παραμυθιών καθώς και από τη σχέση των διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ τους είναι πως έχουμε μπροστά μας μια σύνθεση αθροιστική, αποτελούμενη από πλευρές που καθεμιά διακρίνεται για το ξεχωριστό της ύφος και την ειδική προοπτική μέσα στον γενικό χώρο που αναπτύσσεται. Όλα τα συστήματα των αντιθέσεων, συνδυασμοί καταστάσεων και περιπετειών, ξεφεύγουν από τα δίχτυα της εύλογης γνωσιολογίας και βυθίζουν τις ρίζες στο αξεπέραστο άγνωστο του ζωικού μυστηρίου. Ένας ποταμός, ανεβασμένος από τα βάθη του νου χύνεται μέσα στο όνειρο, όπου το συναίσθημα δυναμώνει χωρίς να χρειάζεται να καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και, σε αντίθεση με τις γοτθικές ιστορίες, εξαλείφοντας το φόβο, μια νεότητα πνέει και βασιλεύει. Αυτή η νεότητα που αντιστοιχεί με την Αθανασία.

Δε διστάζει η ΕΠ με το διαδοχικό ξετύλιγμα των εικόνων να κρούσει το άγνωστο, θίγοντας όλα τα προβλήματα και τα εσωτερικά θέματα του συνειδητού ανθρώπου: Η ιστορία κι ο πόλεμος, η ορφανιά κι η προσφυγιά, η έρημος και η αναγέννηση, η Αγάπη και η Απώλεια, η θαλπωρή της Μητέρας Γης, η διασυνδεδεμένη φύση των πάντων· όλα ακολουθούν -σαν από κάποιο βάθος- την προπορευόμενη ποιητική της ματιά. Την κινητοποιεί η ευαισθησία του καλλιτεχνικού ενστίκτου και η φαντασία, αλλά δυνατότερα από κάθε άλλο κίνητρο, την παρορμά ο βαθύς κι ενστικτώδης μεταφυσικός πόθος να γεμίσει την όρασή της με ονειρικές εικόνες, να εκκενωθεί ολόκληρη μέσα σ’ αυτές και εξαγνισμένη να λυτρωθεί από καθετί που επιβουλεύεται, που προτρέχει, που περιορίζει, που υπερφαλαγγίζει το όνειρο. Έτσι ανεβάζει στην επιφάνεια των λέξεων τ’ αστραφτερά δείγματα των κόσμων, καταλύοντας τους φυσικούς κύκλους του καθημερινού εαυτού της.

Και το σούρουπο, καθώς ολόγυρα πληθαίνουν οι σκιές και τα μελανά χρώματα, όταν νοιώθει την ηλιακή ζέστη να παγώνει σιγά σιγά μέσα της, όταν ο νους εγκλωβίζεται στα σουκ, τα κουτιά της βιοπάλης και του κούφιου χρόνου, στις έγνοιες απρόσιτων λογισμών και σε ανέκφραστα βλέμματα, τότε, κάποιο μυστικό ένστικτο, κάτι σαν αισθητική πρόνοια, την επιστρέφει στις «Νεκρές Πολιτείες» για να βιώσει τη δική της νέκυια, ν’ αποτινάξει το βάρος και ν’ αναζητήσει «την αρχή του ουράνιου τόξου» και τα σταθερά σημεία προσανατολισμού μιας παντοτινής αιθρίας. Με μύριους τόπους λυρικής μαγείας, αναπτύσσει ένα αίσθημα ευφρόσυνης ατομικής ζωής, όχι φυλακισμένης στο ψεύτικο Εγώ της, αλλά μυστηριακά ενωμένης με την απειρομορφία και την απεραντοσύνη των πραγμάτων, των αντικειμένων, των στοιχείων.

 

‘’Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό’’ διατείνεται ο ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ και η Ε.Παπανδρέου με τις πύλες της πολυμήχανης λυρικής της φαντασίας ορθάνοιχτες προς τον κόσμο, ανακατατάσσει την τάξη των φαινομένων και δημιουργεί μια νέα φαινομενολογία με δικό της αισθητικό και συναισθηματικό ειρμό. Όμως, η νέα αυτή αισθητική πραγματικότητα δεν είναι παρά ο παλαιός κόσμος, ανανεωμένος και δειγμένος μέσα απ’ το πέπλο μιας νέας μαγείας. Ένας ελεύθερος, απροσδόκητος κάθε στιγμή συνειρμός εικόνων απορροφάται από τα διψασμένα μάτια του αναγνώστη, όπως μια στάλα μελάνι από στυπόχαρτο. Την μυστηριακή ώρα του όρθρου, που στο στερέωμα σμίγουν σε μια γυαλιστερή χλωμάδα η πραγματικότητα που έρχεται και τα όνειρα που φεύγουν, η Ελένη Παπανδρέου οιστρηλατημένη απ’ την ανάγκη να ερευνήσει την πλάση και να την χρωματίσει ψυχολογικά, υφαίνει τα νήματα που συνθέτουν το θαύμα της Ύπαρξης. Έτσι καταφέρνει να διατηρεί πάντα ένα είδος υπεροχής απέναντι στη λογική ζωή, αγγίζοντας όχι μονάχα την ουσιαστική μας πραγματικότητα μα και την μοναδική μας ποιητικότητα, μαντεύοντας το αίνιγμα της ζωής. Λίγοι χουρμάδες, λίγο μουχάμαρα, ένα τυμπερλέκι, ένα αυτοσχέδιο νάι ή ένα ούτι, αρκούν και περισσεύουν για να εγείρουν το αεράκι του ονείρου· του ονείρου που είναι

 

«η σταγόνα που κρύβει όλες τις θάλασσες»

 

* ΛΙ ΜΠΑΪ – μετάφραση Γιώργος Βέης

 

Πηγή: Fractal

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.