«Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» | Ελένη Παπανδρέου

Κριτική του Κωνσταντίνου Γεωργίου για το βιβλίο «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Ελένης Παπανδρέου, δημοσιευμένη στο Fractal.

 

«Παραμύθια από ζάχαρη, μέλι και ποίηση»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γεωργίου //

 

Ανέκαθεν ο κόσμος της Ανατολής ασκούσε με έναν τρόπο μαγικό μια ιδιαίτερη γοητεία στην σκέψη και στο συναίσθημά μου, είτε ως τόπος γεωγραφικός, που πλάταινε μέσα μου την ιδέα του άγνωστου ανεξερεύνητου και της εξωτικής ομορφιάς του, είτε ως τόπος μυθικός, που το αρχέγονο και το μυστηριώδες βάθαινε ακόμα περισσότερο την σιωπή μου μπροστά στο ανερμήνευτο. Θρησκείες, προφήτες και μάγοι, φιλοσοφικά ρεύματα, χαμένοι πολιτισμοί, υπερφυσικές οντότητες, μυθικές πόλεις, παραδόσεις και θρύλοι, ήθη και έθιμα που χάνονται μέσα στην αχλύ του χρόνου και το θάμπωμα της αποκάλυψης, σαν ένας μακρινός απόηχος μιας μαγευτικής μουσικής που κάποτε μας γέννησε στο φως της, σαν ένα φευγαλέο όνειρο στα μονοπάτια της έναστρης νύχτας που χύθηκε στα μάτια μας, σαν ένα παραμύθι που μας χώρεσε στην ιστορία του, για να μας διαβάσει, λίγο πριν κοιμηθούμε, και την δική μας ζωή.

Μια τέτοια αίσθηση απλώθηκε αναπάντεχα μέσα μου, διαβάζοντας τις λέξεις και τις φωτογραφίες στο πρόσφατο, επιβλητικά μεγαλοπρεπές και εκδοτικά πολυτελές έργο τής Ελένης Παπανδρέου, «Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για την Συρία», από τις εκδόσεις Ιωλκός, μια αίσθηση που ξυπνά τις πρώτες μνήμες, ντυμένες με τα μεταξένια χρώματα και τις μεθυστικές ευωδιές της Ανατολής στα souqs (παλιά αγορά) στο Χαλέπι της Συρίας, μια αίσθηση που σε κατακυριεύει από την πρώτη στιγμή σ’ ένα ανεπανάληπτο ταξίδι επιστροφής στην πρώτη εκείνη ουσία της γνώσης και της αλήθειας των μύθων και των ονείρων, που η ποιήτρια τα φιλοτέχνησε με το μοσχοκάρφι και το γαρύφαλλο της καρδιάς της.

«Οι τόποι που συναντήσαμε είναι μικρές επιστροφές σ’ έναν ακριβό όσο και αλλοτινό εαυτό. Ταξιδεύουμε συχνά εκεί, μέσ’ από φωτογραφίες και αναμνήσεις, αναζητώντας την επίγευση μιας προσωπικής αλήθειας. Στα τοπία κοιμούνται οι εικόνες που ονειρευτήκαμε και τα πρόσωπα κουβαλούν τους ψιθύρους μας. Όλα μαζί γίνονται μια περίεργη σημειολογία από ένα άνοιγμα μυστικό σ’ έναν απόκρυφο, δικό μας κόσμο. Πάντα συναντάμε αυτό που είμαστε».

(Απόσπασμα από το εισαγωγικό σημείωμα)

Πρόκειται για ένα βιβλίο λεύκωμα μεγάλου μεγέθους, το οποίο εμπεριέχει ένα εισαγωγικό σημείωμα, μια πρωτοπρόσωπη βιωματική καταγραφή ημερολογιακού χαρακτήρα με ταξιδιωτικές, ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες, εν είδει προλόγου, και έξι παραμύθια ή, αλλιώς, ποιητικές ιστορίες, οι οποίες συνδιαλέγονται αρμονικά και αλληλοσυμπληρωματικά με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, συναιρώντας το παρόν με το παρελθόν, το ορατό με το αόρατο, το πραγματικό με το φανταστικό, σε μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία αυτονομείται, δημιουργώντας μια αυθύπαρκτη οντότητα ενός κόσμου που ισορροπεί στο μεταίχμιο της αλήθειας του μύθου και του μύθου της αλήθειας.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΛΟΝΑΣ (Απόσπασμα)

«ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΜΟΥΝ ΓΗ, ακέραιο σώμα. Γεννήθηκα, όχι από βροντή, αλλά από σιωπή. Εκεί κοιμόταν η ανάσα της Μάνας Γης. Χωρούσε το πριν και το πέραν αυτού του κόσμου κι ονειρευόταν βήματα που πάνω τους θ’ άνθιζαν λουλούδια. Πατέρας μου ήταν ο πρώτος ήχος. Μέσα του πετούσαν τα πουλιά που δεν είχαν ακόμη γεννηθεί και στο φτερούγισμά τους κρυβόταν η λάμψη του κεραυνού.

      Μόλις ξύπνησε η Μάνα, έτρεξε να πλύνει το πρόσωπό της και τότε είδε τα παιδιά της στο καθρέφτισμα του νερού. Αγαλλίασε και σήκωσε το κεφάλι να τα ψάξει. Όπως έτρεχε το νερό, έτσι έτρεξε κι ο πρώτος ήχος μες στην καρδιά της, ώσπου έγινε ρυθμός και μετά τραγούδι. Σηκώθηκε τότε η Μάνα να χορέψει. Πρώτα ξέπλεξε τα μακριά της μαλλιά. Απλώθηκαν τα μαλλιά απ’ άκρη σ’ άκρη κι έγιναν τα έγκατα του κόσμου. Από μέσα τους ξεχύθηκαν κάμποι και βουνά. Ποτάμια έτρεξαν στις όχθες του τραγουδιού και ξύπνησαν σπόροι από ζώα, φυτά και λουλούδια.

      Όταν ο κόσμος είχε πια σμιλευτεί, η Μάνα Γη άπλωσε το ένα χέρι στην ανατολή, το άλλο στη δύση. Έλαμψε η μία πλευρά, σκοτείνιασε η άλλη. Για λίγο σιώπησε η πλάση κι ακούστηκαν οι ρίζες των πρώτων δέντρων. Ώσπου, ξάφνου, καταιγίδα μεγάλη αγκάλιασε τη σιωπή. Κι όσο η Μάνα Γη στροβιλιζόταν, τόσο μεγάλωνε η αντάρα, σαν να ζητούσε μερίδιο απ’ αυτό τον κόσμο. Τότε η Γη ένωσε τα δυο της χέρια και προσευχήθηκε. Ηρέμησε η πλάση. Χόρτασαν νερό οι ρίζες, βγήκε ήλιος και φως απλώθηκε. Ξάπλωσε να ξεκουραστεί η Μάνα. Μπήκαν σύννεφα στο στήθος της, ηλιαχτίδες πλέχτηκαν στα δάχτυλά της κι από τα κλειστά της βλέφαρα γεννήθηκε τ’ όνειρο της Δημιουργίας. Το ταξίδι του μεγάλου μες στο μικρό είχε ξεκινήσει».

Ο μύθος ιστορικά στοιχειοθετεί την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει, να εξηγήσει, να ερμηνεύσει το κοσμικό μυστήριο σε μια προ-εννοιολογική εποχή, κατά την οποία η έλλογη συνείδηση δεν έχει ακόμα αναπτύξει σε επαρκή βαθμό τα μεθοδολογικά εργαλεία του ορθού λόγου, και τα προ-γνωστικά νοητικά σχήματα αδυνατούν να συλλάβουν την οντολογική ή μεταφυσική διάσταση των φαινομένων. Αντιμέτωπη, λοιπόν, με τα δυσεξήγητα και θαυμαστά, και επιχειρώντας, ταυτόχρονα, εν εκστάσει απορούσα, να διεκδικήσει την πνευματική της ωριμότητα και την έξοδό της από το σκοτάδι της άγνοιας και της αμάθειας, πολύ πριν από την ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, κατασκευάζει μυθολογήματα, τα οποία συνταυτίζονται με τον ποιητικό λόγο και αποτελούν το πρώτο είδος θεολογίας και θεοσοφίας.

Η ποίηση και η μυθική επένδυση των θαυμασίων του βίου, σε αυτήν την νηπιακή – παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, είναι, ίσως, ο πιο διαυγής, ο πιο καθαρός τρόπος, ο απόλυτα συνδεδεμένος με το ανεπεξέργαστο, με το γνήσιο, με το πρωτόλειο και πρωτόβουλο κομμάτι της αδιερεύνητης περιοχής του ασυνειδήτου και της αγαθότητος της ανθρώπινης φύσης, που απείραγη ακόμη από την ενοχική της μεταπτωτική πορεία διατηρεί την ευφρόσυνη εδεμική της ακεραιότητα και μπορεί να συλλαμβάνει ως ευαίσθητος πανδέκτης ενορατικά όλες τις δονήσεις της φυσικής τάξης και της νομοτέλειάς της. «Διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν», αναφέρει ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μετά τα φυσικά». Οι άνθρωποι, που αγαπούν τους μύθους, αγαπούν και την σοφία, την σοφία εκείνη που μας συνδέει με την αυτοσυνειδησία μας και τον ακατάλυτο ρυθμό του σύμπαντος κόσμου.

Εξάλλου, ο μύθος, ο οποίος βρίθει συμβόλων και αλληγοριών, χρησιμοποιήθηκε ευρέως και σε μεταγενέστερες εποχές, εκεί όπου οι διαδικασίες της νοήσεως του ορθού λόγου και της επιστήμης δεν μπορούσαν να υπερβούν τα διογκούμενα εμπόδια των περιοριστικών της νόμων και τα όρια της μετα-γνωστικής περιοχής. Η συμβολική νόηση είναι υπέρτερη της λογικής νοήσεως, καθότι με αυτή εκφράζεται περισσότερο βιωματικά αυτό που κατά λόγον δεν λέγεται, που δεν λογικοποιείται, που δεν εννοιολογείται, το άρρητον και το απόλυτον. Και αυτό είναι πέραν του αισθητού και ορατού κόσμου, κινείται στον χώρο της μεταλογικής και του θαύματος, στον χώρο δηλαδή που δεν έχει καμία δικαιοδοσία η επιστήμη και ο ορθός λόγος, αλλά, όμως, είναι και το απολύτως αναγκαίον για την νοηματοδότηση του αισθητού κόσμου. Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών προβάλλει ακριβώς αυτό το στοιχείο της “μέθεξης” του ορατού στο αόρατο, του αισθητού στο νοητό, στο ιδεατό. Αυτή η σύνθεση των δύο κόσμων ενανθρωπίζει ουσιαστικά το ιερό φως και το συμβολοποιεί δίνοντας ένα νόημα, λογικά ασύλληπτο, αλλά μεταλογικά αναγκαίο για την στερέωση της καθολικής και αληθινής πραγματικότητας.

Είναι, λοιπόν, ένα βιβλίο οριακό, με το οποίο η Ελένη Παπανδρέου διευρύνει τα όρια του ποιητικού λόγου, εισχωρώντας στις εσχατολογικές μυθικές του αφετηρίες, και με το οποίο παραμυθεί, διανοίγοντας ένα καινούργιο πεδίο ποιητικής γραφής, που, όμως, όπως φαίνεται, για την ίδια είναι απαραίτητο, αποτελεί το δέον γενέσθαι, γιατί έτσι τα καθολικά αρχετυπικά, ψυχαναλυτικού χαρακτήρα, προσχηματοποιημένα μοτίβα εγγράφονται εναργέστερα στον ταξιδιωτικό χάρτη της ανθρώπινης υπόστασης και το ενεργειακό φορτίο τής υπαρξιακής αγωνίας τής αρχής και του τέλους ή του τέλους και της αρχής, μέσα στο καμίνι του χρόνου, διοχετεύεται πληρέστερα στις μυθικές συνδηλώσεις της εγκόσμιας και υπερκόσμιας τάξης τής δημιουργίας σε μια αρραγή, αδιάσπαστη και ενιαία ενότητα.

Και, αν ο μύθος αποτελεί την συμβολική αποτύπωση της αρχέγονης αληθείας και της πηγής του φωτός με εκδηλούμενη κατεύθυνση το παρελθόν, το όνειρο εικονίζει την προβολή και την κατορθούμενη πραγμάτωσή του στο μέλλον. Ο μύθος και το όνειρο δηλαδή συναποτελούν το ίδιο νόμισμα με τις διαφορετικές του όψεις, συνυπάρχουν, συνταυτίζονται στην κυκλοτερή προοπτική τους, αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλοπεριχωρούνται, συνυφαίνονται στον αργαλειό της ποιητικής τέχνης με τρόπο αξιοθαύμαστο από την Ελένη Παπανδρέου. Ο κυτταρικός πυρήνας του ονείρου είναι ο μύθος και το εστιακό βάθος του μύθου είναι το όνειρο. Η ποίηση είναι ο καμβάς της συνάρθρωσής τους, σ’ αυτήν προσφεύγουν, σ’ αυτήν καταλύουν, σ’ αυτήν προσεύχονται. Αν η ποίηση είναι η ανάσα της ύπαρξης, το όνειρο είναι η εισπνοή της και ο μύθος η εκπνοή της.

Γι’ αυτό και οι ιστορίες τής Παπανδρέου είναι κατεξοχήν ποιητικές, ανάσες ζωής, και ως ανάσες ζωής συγκροτούν λόγο παρηγορητικό, λόγο παραμυθίας, που μοιάζει με παραμύθι, καθώς απευθύνεται στην πρώτη εκείνη φύση της αθωότητας μιας χαμένης παιδικότητας του ανθρώπου, ο οποίος εναγωνίως αναζητεί την αληθινή του ταυτότητα, προσπαθώντας να διαφυλάξει τον ρομαντισμό και την ευαισθησία του σε ένα περιβάλλον δυστοπικό, ρευστό και συγκεχυμένο, όπως το σημερινό. Το ακροατήριο των παραμυθιών είναι συνήθως τα παιδιά, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η συνείδησή τους είναι πιο καθαρή, πιο εύπλαστη και εύπιστη, μπορούν να θυμηθούν ευκολότερα την πρώτη αλήθεια. Κι αυτήν την αλήθεια μαζί με το παιδικό της πρόσωπο η Παπανδρέου νιώθει την βαθύτερη ανάγκη, στην δική της επιστροφή, να την κρατήσει μέσα της αναμμένη, ανάβοντας με την φωτιά τής έμπνευσής της και τις δικές μας αλήθειες.

ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (Απόσπασμα)

      «Ο μικρός Γιούσεφ ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Για κείνον τα παραμύθια ήταν ένα ταξίδι που στέριωνε τη γνώση των ανθρώπων. Στο χωριό τον έλεγαν αλαφροΐσκιωτο, μα διόλου δεν τον ένοιαζε όσο είχε ένα καινούργιο βιβλίο να χαθεί μέσα του. Ο πατέρας του, αγρότης, άνθρωπος αγράμματος, δεν καταλάβαινε τα καμώματα του γιού του, μα ήξερε να τον αγαπά κι αυτό ήταν αρκετό. Όταν η λάβα της λύπης ξερίζωσε το χωριό, ο Γιούσεφ νοιάστηκε μόνο για το μπλε τετράδιο. Εκεί κοιμούνταν οι ιστορίες του που, τώρα πια, θα τις χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ.

      Ένα πρωινό, ξαπλωμένος κάτω από ένα δέντρο, ένιωσε ένα ζωντανό γαργαλητό σε όλο του το σώμα. Στην αρχή άκουσε τα τραγούδια, μετά τον κύκλωσαν ανάσες με άρωμα πούδρας και προτού το καταλάβει, μια βροχή από μικροσκοπικές φιγούρες έπεσε με αλαλαγμούς και χοροπηδητά πάνω στις ανοιχτές σελίδες του βιβλίου του. Τα παραμύθια απλώθηκαν γύρω του με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Οι βασιλιάδες άνοιξαν τα παλάτια, οι κλέφτες ανασκουμπώθηκαν, τα ζώα πήραν τη γνωστή τους θέση και οι ιστορίες άστραψαν κάτω από έναν καλοσυνάτο ήλιο. Το ρυάκι θα γινόταν ποτάμι προορισμένο να ποτίσει τις γενιές που θα έρχονταν. Οι ήρωες ξάπλωσαν προσεχτικά στο μπλε τετράδιο ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα κατοικίσουν στις σελίδες ενός βιβλίου. Ο Ζαχράν ο παραμυθάς ζωντάνεψε και δίπλα του έλαμψαν η Μάχα και η γιαγιά Σάχιρα. Ένα αστέρι γεννήθηκε στον ουρανό και χιλιάδες παιδιά σ’ όλο τον κόσμο ονειρεύτηκαν ένα καινούργιο παραμύθι, καθώς ένα μικρό αγόρι με τη βαλίτσα του γεμάτη μνήμες έψαχνε για μια νέα πατρίδα».

Φυσικά, οι ιστορίες κινούνται στον χώρο του μαγικού ρεαλισμού, καθώς είναι εμφανές ότι η αφηγηματική δράση τοποθετείται κάθε φορά σε έναν κόσμο στον οποίο το λογικά ρεαλιστικό στοιχείο διαπλέκεται και συντίθεται με ανατρεπτικά της λογικής, φανταστικά στοιχεία, τα οποία καθίστανται οικεία για τους ήρωες και μέρος της καθημερινής τους ζωής, αποτελώντας μια κανονικότητα, με την οποία επικοινωνούν, αισθάνονται και ζουν. Το αλλόκοτο, το ασυνήθιστο και το ανοίκειο είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του μαγικού ρεαλισμού και η αληθοφάνειά του προσδίδει προεκτάσεις συμβολικές στις εσωτερικές και εξωτερικές αναπαραστάσεις. Στα αφηγήματά της η Παπανδρέου αξιοποιεί περιγράμματα αληθινά, όπως είναι ο χώρος, οι άνθρωποι και τα πράγματα, για να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, μια θεατρική σκηνή ας πούμε, και ακολούθως, στην πλοκή του μύθου, αναδιατάσσει τους όρους και τις συνθήκες σε έναν ονειρικό κόσμο φωτίζοντάς τον με τα ιδιαίτερα χρώματα της προσωπικής της ποιητικής ματιάς, έναν κόσμο ονειρικό, ο οποίος άλλοτε κατακυριεύει την ψυχοπνευματική υπόσταση των ηρώων σε μια μυστική επικοινωνία μαζί του και άλλοτε μεταλλάσσεται σε ένα επέκεινα αδιαίρετο και συνεχές της αισθητής πραγματικότητας, που εγγίζει και βασιλεύει στον ουρανό και στον οποίο οι ήρωες με άνεση μετοικούν και μετέχουν.

Οι άξονες του έργου, λοιπόν, οι δομικοί πυλώνες του ανάγονται στην σύμφυρση του ρεαλιστικού και του μυθικού. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του λευκώματος —πέραν του ότι ενέπνευσαν και αποτέλεσαν το πρώτο έναυσμα συγγραφής του έργου— υποστηρίζουν τον πρώτο άξονα, του ρεαλισμού, δημιουργώντας την συνολική αίσθηση του χώρου και των προσώπων, της ιστορικότητας και του συγκεκριμένου, της διάρκειας και της φθοράς. Η κάθε φωτογραφική λήψη αποτυπώνει από μόνη της και μια μικρή ιστορία σ’ ένα μωσαϊκό πολύχρωμων στιγμών της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων με τις αντιξοότητες και τις χαρές της, έτσι όπως ξεδιπλώνονται στις σελίδες από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου.

Η προσεκτική παρατήρησή τους μας εισάγει σε μια απεικονιστική διαλεκτική στην οποία η Παπανδρέου θεμελιώνει βασικές αρχές του φιλοσοφικού της στοχασμού. Η κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι με την παραγωγή διαφορετικών ενδιάμεσων αποχρώσεων του γκρίζου δημιουργεί την αίσθηση ενός κόσμου σκιών, που περνά και χάνεται, που κινείται στατικά, ή και ένα αίσθημα ακινησίας, υπό την έννοια της δέσμευσης και του εγκλωβισμού στην ειμαρμένη και στην προσωρινότητά του. Παντού αντιθέσεις… Παρουσία και απουσία, έλλειψη και πλησμονή, το χτες και το σήμερα, τόποι έρημοι σαν σεληνιακά τοπία και τόποι μαζικής συνάθροισης στις λαϊκές αγορές και στα παζάρια της Συρίας. Κάποιες από αυτές επιμένουν στα χαρακτηριστικά των προσώπων, μοιάζουν με πορτρέτα, κάποιες άλλες στα χαρακτηριστικά των τόπων, πορτρέτα κι αυτές, σε μια απόλυτη σύζευξη, συμφωνία, που αποδεικνύει ότι και οι άνθρωποι ως γεννήματα του τόπου είναι οι φυσικοί κληρονόμοι της ρίζας και του δέντρου που τους έθρεψε με το αίμα της.

Η φωτογραφική αποτύπωση συλλαμβάνει την σημαντικότητα του παρόντος και των στιγμών του ως επιβεβαίωση της ύπαρξης αναδεικνύοντας πρωταρχικά την αξία της ζωής. Το παρόν, το βίωμα με την χαρά και την λύπη, το μοίρασμα, η συντροφιά, η επικοινωνία, το συναίσθημα της αγάπης είναι τελικά αυτό που νοηματοδοτεί όχι μόνο το τώρα, όχι μόνο το αισθητό και το ορατό, αλλά και την βαθύτερη υπόσταση του ανθρώπου στο πριν και το μετά, στο ανεπαίσθητο και το αόρατο, προβάλλοντας την αδιάλειπτη συνέχεια της ύπαρξης στην ιστορική της διαδρομή.

Στο επίπεδο του λόγου συναρθρώνονται αρμονικά τα μυθικά και τα ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία είναι προαπαιτούμενα της προβολής μιας περισσότερο διαισθητικής εισόδου στην μαγική εικονοποιία του αλλόκοτου, που συναιρεί υποβλητικά όλες τις διαλεκτικές αντιθέσεις τού πλαισίου αναφοράς. Είναι αξιοσημείωτος ο χαρισματικός τρόπος με τον οποίο η Παπανδρέου καταφέρνει να δημιουργήσει κλίμα, ατμόσφαιρα, σαγηνεύοντας τον αναγνώστη είτε με τις λυρικές περιγραφές είτε με τα δραματικά απρόοπτα είτε με τους εσωτερικούς μονολόγους είτε με τις απροσδόκητες προσωποποιήσεις, τον πλούτο των εκφραστικών μέσων, των σχημάτων λόγου και την αρμόζουσα κατά περίπτωση διαχείριση της φυσικής ροής των λέξεων, που άλλοτε συνηγορούν υπέρ της συμπύκνωσης, της αποφθεγματικότητας και της ακριβούς αποτύπωσης και άλλοτε ακολουθούν το ορμητικό ρεύμα της διάχυσης στο θολό τοπίο των ψυχικών συνυποδηλώσεων.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία μύησης στην οποία το μυούμενο πρόσωπο, ο αναγνώστης δηλαδή, μαθαίνει να διαβάζει και να αναγνωρίζει τους μυστικούς εκείνους κώδικες ενός κόσμου που, ενώ φαίνεται φανταστικός, στην πραγματικότητα είναι περισσότερο αληθινός από κάθε τι άλλο. Γι’ αυτό και οι ιστορίες μοιάζουν με τους αναβαθμούς μιας κλίμακας που συνδέει την γη με τον ουρανό. Γη και ουρανός συναποτελούν ένα ενιαίο σύμπαν. Όλα εμψυχώνονται κι όλα είναι μια επιστροφή στην κυκλοτερή πορεία της εξέλιξης του χρόνου σε ένα αρχικό στάδιο αλλά και σε έναν τελικό προορισμό. Το μοτίβο της επιστροφής, του νόστου, είναι προσφιλές στην Παπανδρέου και ενυπάρχει σε όλες τις ιστορίες. Ο άνθρωπος ως σώμα, είναι πλασμένος από χώμα, από φερτή ύλη, γεννιέται από την Γη. Ποιος όμως ο προορισμός; Η επιστροφή της χωμάτινης ύπαρξής μας υποσημαίνει ως προορισμό πάλι την γη, το χώμα, την αστρική ύλη. Ως ψυχοπνευματική οντότητα όμως επιστρέφει στον ουρανό. Άρα, το τέλος του υλικού στοιχείου στην μορφή που το αναγνωρίζουμε, σηματοδοτεί συνάμα και μια αρχή, η καθοδική κίνηση έχει και την αντίρροπή της ανοδική. Δημιουργείται, λοιπόν, ένας κύκλος, στον οποίο εγγράφεται η αντίληψη του μυστικισμού της απόκρυφης παράδοσης της Ανατολής και των πνευματικών της μυστηρίων, τόσο σύμφωνη με την παραδοξολογία του μαγικού ρεαλισμού και των παραμυθιών της Παπανδρέου.

Η ΘΥΣΙΑ (Απόσπασμα)

      «Ήρθε ένα πρωινό που δεν τους ξύπνησαν τα πουλιά, αλλά ο θόρυβος από τα ποδοβολητά και τις ρόδες των φορτηγών. Σταμάτησαν οι ψίθυροι. Τη θέση τους πήρε η βαριά αίσθηση ενός σώματος που σερνόταν στο έδαφος. Οι τσέπες του θανάτου γέμισαν από ριπές και ανθρώπινα σκουπίδια. Ο πόλεμος ροκάνιζε τον χρόνο αργά και σταθερά. Μέρες έκαναν να σηκωθούν από το κρεβάτι. Ο φεγγίτης τους πλάκωνε το στήθος και τα γυμνά τους σώματα πάλευαν να χωρέσουν τις εικόνες ενός κόσμου που βυθιζόταν στο χάος. Τα’ όνειρο κοιμόταν σε κλεμμένα σεντόνια.

      Την Τρίτη μέρα αποφάσισε η Νάντιρα να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο θάνατος είχε σκάψει μέσα της ένα οχυρό με όλες τις αγέννητες μέρες που η ζωή της είχε τάξει. Τις ξόδευε με προσοχή όταν το σκοτάδι της έτρωγε τα σωθικά. Κι αν είχε τόσες φορές πεθάνει, δεν είχε ξεχάσει να ζει. Άνοιξε τα χέρια της, κοίταξε τον ουρανό μέσ’ από τον φεγγίτη κι άρχισε να τραγουδά – άλλον τρόπο δεν ήξερε να νικήσει το κακό. Το τραγούδι της έγινε κάλεσμα και σηκώθηκε άνεμος δυνατός, που άνοιξε τον πυρήνα του, για να χωρέσουν όλα τα σημαντικά ασήμαντα της ζωής τους. Έλαμψαν οι τοίχοι και τα ρούχα αερίστηκαν από τη βαριά σκόνη. Η μελωδία έφτασε ως τον φεγγίτη, μέχρι που κάλυψε τους θορύβους, που τόσο σκληρά είχαν γαντζωθεί στην ψυχή. Έπεσαν πάλι να κοιμηθούν, ασφαλείς μες στην καρδιά του τραγουδιού. Κανείς τους δεν ξέρει πόσες μέρες κοιμούνταν. Όταν ο Μάχντη ξύπνησε, είδε τη Νάντιρα να κρατάει ένα μωρό. Ονόμασαν Άχμαντ τον γιο τους, όπως και τον πατέρα του και αποφάσισαν να καλωσορίσουν τη ζωή, ξεχνώντας τον πόλεμο που μαινόταν πάνω από τα κεφάλια τους».

Πρόσωπα ονειρικά, παιδικά, νεράιδες των παραμυθιών, μαγικές φιγούρες κοριτσιών, όπως η μοσχοβολούσα, γυμνόποδη Σούχα, η κόρη της Γης, που χόρευε πάνω στα ανθισμένα νερά της νύχτας και στα σπαρμένα θαύματα των άστρων και των γιασεμιών τον ρυθμό της ζωής και της χαράς, όπως ο μικρός Ζαχράν, που τσαλαβουτούσε μέσα στην ζάχαρη, το μέλι και τ’ αρώματα των παραμυθιών του λαϊκού καφενείου, ο μεγάλος παραμυθάς, ο γιατρός των ψυχών και των σωμάτων, όπως ο αλαφροΐσκιωτος Χασάν κι ο αδελφικός του φίλος Μουχάμαντ, που χάθηκαν μέσα στην αγκαλιά της αιθέριας λευκοφορεμένης Κυράς με το δαμασκηνό από φίλντισι μαχαίρι στο χέρι, όπως ο ορφανός Μάχντη, που δεν είχε άλλη οικογένεια από τα πρόβατά του και την αγαπημένη του Νάντιρα, το κορίτσι με τα ζαχαρωτά του πόθου και τα τραγούδια του έρωτα στα χείλη, που μέλωνε τις μέρες και τις νύχτες τους, όπως ο σοφός ράφτης Νουρεντίν και η αδελφή του προφήτισσα Γιασμίν, που αναζητούσαν μέσα στον ελαιώνα του παππού τους Καρίμ το Δέντρο της Ζωής. Ένας κόσμος θαυμαστός, γιομάτος αγάπη και τρυφερότητα για την ζωή, τα κοινά όνειρα των ανθρώπων και την απλότητα του φυσικού βίου, τα γέλια, τα τραγούδια, ο έρωτας, οι μυρωδιές της σάρκας και των λουλουδιών, οι γεύσεις, τα λαϊκά παραμύθια, τα χνότα κι ο ιδρώτας των προσώπων, η αγάπη για τα ζώα, ο πόλεμος, η απώλεια, ο αποχωρισμός, η αγωνία της ύπαρξης μπροστά στο αναπότρεπτο της μοίρας, της φθοράς και του φευγαλέου, ο χρόνος που τρώει τις μέρες μας για να χωνέψει τις φλούδες τους στα σπλάχνα της Γης, το μεγάλο ταξίδι και η επιστροφή.

Μια επιστροφή που δεν έχει σύνορα, δεν έχει πατρίδα, δεν έχει προορισμό, μια επιστροφή που ξεκινά από την κάθε Συρία των ονείρων μας για να αγκαλιάσει τον κόσμο ολόκληρο. Αυτήν την επιστροφή μάς υπόσχεται η Ελένη Παπανδρέου στο έργο της, μια επιστροφή πανανθρώπινη και οικουμενική.

Τα ακοίμητα όνειρα της καμήλας επιστρέφουν, αναζητούν την έξοδό τους στο φως. Και, καθώς η ανθρωπότητα, υποταγμένη στην μοίρα της, ταξιδεύει αργόσυρτα, υπομονετικά σαν το πλοίο της ερήμου μες στα ήσυχα νερά με τα φανάρια του σβηστά, διασχίζοντας τα απειρόκοκκα δευτερόλεπτα του χρόνου στα δύσβατα και τραχιά εδάφη της μοναχικής της πορείας, μέσα της κυοφορεί όλες εκείνες τις ελπίδες, που σαν γεννηθούν, θα κάνουν το τέλος να είναι μια καινούργια αρχή, θυμίζοντάς μας τον μυστικό λόγο του Άγγελου Σικελιανού από το ποίημά του «Ιερά οδός»: «Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:/ «Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ’ρτει η ώρα/ που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,/ κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,/ θα γιορτάσουν μαζί;»/ […]/ κ᾿ έμοιαζ᾿ έλεε:/ «Θά ῾ρτει».

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΓΕΥΜΑ, ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ (Απόσπασμα)

      «[…]Είναι η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Έξι άντρες και δύο αγόρια μοιράζονται ένα ταψί με κρέας και ρύζι. Μπορεί να είναι φίλοι, συγγενείς, γείτονες στην αγορά. Δεν έχει σημασία τι τους συνδέει, αλλά ότι είναι όλοι μαζί.

      Αυτό το ταψί περιέχει πολλά: τη φροντίδα μιας γυναίκας, τις εικόνες της πόλης στην οποία ταξίδεψε και τη λαχτάρα του αγοριού που το κουβάλησε. Αλλά πάνω απ’ όλα περιέχει αγάπη. Η αγάπη μοιράζεται. Είναι στρογγυλή σαν το ταψί. Χωρίς γωνίες. Χωρίς αγκυλώματα. Κάθεται σ’ ένα τραπέζι κι ενώνει τους ανθρώπους».

Και η ποιήτρια κάθεται ανάμεσα στους ανθρώπους και μοιράζεται την δική της αγάπη. Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δίνει κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει…

Και η Γη στρογγυλή, σαν ένα μεγάλο ταψί, γεμάτο νόστιμες λαχταριστές ευωδιές και χαμόγελα μικρών παιδιών, και στην μέση ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί, και γύρω γύρω οι άνθρωποι —λέει— και οι λαοί, και η γη να γυρίζει, να γυρίζει κι όλο να μεγαλώνει και το ψωμί να φουσκώνει, να μεγαλώνει, να φουσκώνει, να ψηλώνει, να πλαταίνει σε Δύση κι Ανατολή, για να χωρέσει μέσα της την αγάπη των ανθρώπων που ονειρεύονται, την αγάπη των ανθρώπων που μοιράζονται το ψωμί τους, τους καημούς, την χαρά και το φιλί τους.

 

Πηγή: Fractal

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.