Στάχτη | Διάφανος χρόνος | Αβραάμ Σεκέρογλου

Διήγημα: «Στάχτη»

του Αβραάμ Σεκέρογλου

 

Δεν είναι ότι δε σε αγαπώ πλέον… απλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο…

 

Την κοιτούσε τόσο έντονα που το βλέμμα του θα μπορούσε να ανοίξει τρύπα στο παλιοκαιρισμένο κίτρινο χαρτί. Τα μάτια της, αν και χαμένα βαθιά μέσα στις κόγχες τους, κρατούσαν ακόμα μια λάμψη. Τη λάμψη ενός ανθρώπου που ισορροπεί οριακά ανάμεσα στη λογική και την τρέλα. Ποιος θα την αδικούσε; Τα μάγουλά της ήταν ρουφηγμένα στα ζυγωματικά, αλλά παρά το ασπρόμαυρο της εικόνας, είχαν τη ροζ έξαψη της ανέλπιστης χαράς, εκείνης που νομίζεις ότι συμβαίνει σ’ ένα όνειρο. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε ο ίδιος. Βρισκόταν εκεί, λίγο παραπέρα, όταν ο δεκανέας του Κόκκινου Στρατού πατούσε το κλικ στη μηχανή του.

Την έβαλε στην τσέπη του λευκού πουκάμισου με τον κιτρινισμένο γιακά και έκανε γρήγορη ορθοπεταλιά προς τη Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το μυαλό του έτρεχε πιο γρήγορα από τις ρόδες. Γυρνούσε πίσω, πριν τον πόλεμο, όταν μεγάλωναν μαζί στη συνοικία Κάμπελ. Ήταν πολύ μικροί για να θυμούνται το πογκρόμ του 1929, αλλά οι οικογένειές τους για να γλιτώσουν, έφυγαν μαζί και εγκαταστάθηκαν σε διπλανά σπίτια στο Ρεζί Βαρδάρ. Ίσως αυτό τους έφερε τόσο κοντά από μικρά παιδιά. Ο Ιωσήφ και η Ραχήλ, ένα αχώριστο δίδυμο στο παιχνίδι, στη χαρά, στη ζωή.

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε φτάσει στον Πύργο και χάζευε τους δεκάδες μικροπωλητές που τον είχαν περικυκλώσει σαν σμήνος από μέλισσες. Η πολυκοσμία αυτή του θύμισε το στρίμωγμα στα βαγόνια που τους πήγαιναν στο Άουσβιτς. Το ξεδιάλεγμα που τους έκαναν όταν έφτασαν. Το πώς έχασε σε μια στιγμή παππού, γιαγιά, γονείς και τη μικρή του αδερφή. Αν ήσουν μικρότερος από 16 και μεγαλύτερος από 40, τους ήσουν άχρηστος και σε έπαιρναν μακριά. Για πάντα. Σ’ ένα φρικτό θάνατο που στη ζυγαριά του δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν χειρότερος από όσα βίωσαν όσοι επέζησαν.

Την πήρε πάλι στο χέρι του και την κοίταξε. Πόσο όμορφη ήταν παρά τα όσα είχε ζήσει για ένα χρόνο, οκτώ μήνες και 26 μέρες. Μπορεί αυτός να έπρεπε να υποστεί μόνο τα καταναγκαστικά έργα εκτός από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αλλά εκείνη βίωσε τη φρίκη του Μπλοκ 24. Μια πόρνη των Γερμανών στρατιωτών για 637 μέρες και για χιλιάδες στιγμές βιασμού και φρίκης. Ένα μπουμπούκι 16 ετών το είχαν μετατρέψει σε ένα ζωντανό φάντασμα. Και η Ραχήλ, όπως και ο ίδιος, ήταν οι τυχεροί της υπόθεσης. Οι χίλιοι που επέζησαν από μια κοινότητα εξήντα χιλιάδων.

Τη δίπλωσε νευριασμένος και την έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Το γκρι μάλλινο παντελόνι που μισούσε να φορά γιατί τον τσίμπαγε, αλλά ήταν το μόνο που είχε. Ξεκίνησε να κάνει σαν τρελός πετάλι και να περνά σαν σίφουνας ανάμεσα σε πάγκους και ανθρώπους.

 

Γιατί εμείς; Γιατί μόνο εμείς και όχι οι άλλοι; Το έχεις σκεφτεί αυτό; Πώς μπορείς να ζεις με αυτό το βάρος; Πώς;

 

Δεν μπορούσε. Τουλάχιστον, όχι χωρίς αυτήν. Γιατί για εκείνον, ο μόνος λόγος που τα κατάφερε ήταν η Ραχήλ. Δεν περνούσε στιγμή που να μην τη σκεφτόταν. Όταν έσπαγε πέτρες, όταν τον κλοτσούσαν για να ψυχαγωγηθούν, όταν ψηνόταν από τον πυρετό και δεν είχε να πιει ούτε μια σταγόνα νερό. Όταν πεινούσε τόσο που έτρωγε χώμα. Ήξερε πως ήταν ζωντανή γιατί είχαν την ίδια ηλικία, ήταν τέσσερις μέρες μεγαλύτερός της. Η γνώση αυτή και η ελπίδα –λέξη απαγορευμένη από καιρό– του να τη συναντήσει πάλι και να γευτεί το φιλί της, τον βοήθησε να αντέξει. Κι όταν το γεύτηκε, στιγμές μετά τη λήψη της φωτογραφίας που τον έκαιγε αυτήν τη στιγμή στην τσέπη, όταν ρούφηξε το βρόμικο χνώτο της, ένιωσε πως ήταν ό,τι πιο γλυκό θα δοκίμαζε ποτέ. Αλλά δεν ήταν η Ραχήλ που ήξερε αυτή που φιλούσε.

Είχε φτάσει πλέον στο Καραμπουρνάκι. Ούτε που κατάλαβε πώς είχε αντέξει τόση ώρα χωρίς να παίρνει καν ανάσα. Η καρδιά του παρά τις κακουχίες που πέρασε, ή και εξαιτίας αυτών, ήταν δυνατή και νέα σαν τη νεαρή του ηλικία.

Μια αταίριαστη παρέα αστέγων είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη φωτιά που έκαιγε μέσα σε ένα βαρέλι. Μαύρος, δύσοσμος καπνός τον έπνιξε καθώς πλησίασε. Οι κουρελιασμένες ψυχές δεν του έριξαν ούτε ένα βλέμμα. Τους αρκούσε η προσωρινή θαλπωρή της ζεστασιάς. Τα πρόσωπά τους του θύμισαν κάποια από αυτά της φωτογραφίας καθώς την κοίταζε για τελευταία φορά.

Για τον Ιωσήφ δεν υπήρχε ζεστασιά που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει.

Θα μου θυμίζεις όλο αυτό. Κι εγώ δε θέλω να θυμάμαι. Θέλω να πάψω να θυμάμαι. Συγγνώμη.

Έριξε τη φωτογραφία στις φλόγες, την κοίταξε να γίνεται στάχτη, ανέβηκε στο ποδήλατο κι έφυγε.

 

* Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή του Αβραάμ Σεκέρογλου «Διάφανος χρόνος», εκδόσεις Ιωλκός, 2021

 

Πηγή | Copyright: Fractal | Εκδόσεις Ιωλκός

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.