Σε πτώση δοτική | Κωνσταντίνος Γεωργίου

Κριτική της Νόπης Ταχματζίδου για την ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γεωργίου, «Σε πτώση δοτική» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), στο Fractal.

 

Sic itur ad astra

 

Την αλήθεια ως βάση θέασης του κόσμου και την αγάπη ως ανάγκη προσωπική αλλά και ως αναγκαιότητα κοινωνική εξυμνεί η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γεωργίου «Σε πτώση δοτική» (Ιωλκός 2023). Η συλλογή δομείται σε τρεις ενότητες: Το χοροστάσι του ήλιου (23 ποιήματα), Θραύσματα (26 ποιήματα -τα περισσότερα ολιγόστιχα-), Πορεία στη νύχτα (15 ποιήματα). Στις παραπάνω ποιητικές ενότητες υπάρχουν επτά ποιήματα ποιητικής (συμπεριλαμβάνω και «Το ελάχιστον», όπου η ποίηση μπορεί να μην αναφέρεται όμως υπάρχει), ποιητικές αφηγήσεις εμπνευσμένες από μύθους αλλά και κορυφαία κείμενα της αρχαιότητας («Ορφέας και Ευριδίκη», «Το Δημόσιον Σήμα» από την Θουκυδίδου Ιστορία) και ποιήματα που αφιερώνονται επωνύμως σε ποιητές που διαμόρφωσαν ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού (Λειβαδίτης, Χατζηλαζάρου, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Ρίτσος) μέσω της τέχνης αλλά και της κοσμοαντίληψης που εξέφρασαν ζώντας και καλλιτεχνώντας στην Ελλάδα.

Τα ποιήματα στο σύνολό τους (εκτός από το επιλογικό «Το τραγούδι της ζωής», αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο, όπου είναι εμφανείς οι ρίζες της παραδοσιακής ποίησης και στη μορφή και στο περιεχόμενο) είναι γραμμένα με τη μοντέρνα ποιητική τεχνοτροπία και διαφοροποιούνται μεταξύ τους από την άποψη της έκτασης: έτσι έχουμε ολιγόστιχα ποιήματα αποτελούμενα από δύο ή τρεις στίχους, όπου κατατίθεται η σκέψη και τα συναίσθημα του ποιητικού υποκειμένου με τρόπο απολύτως συμπυκνωτικό και κάποιες φορές ρευστό ή και αμφίσημο.

Δὲν γράφουμε ποιήματα,

μόνο τῆς μοναξιᾶς

περίτεχνα φιλοτεχνοῦμε μνήματα.

(«Ακηδεία (†)»)

Παράλληλα παρουσιάζονται πολύστιχα αφηγηματικά ποιήματα, όπου ο ποιητής καταθέτει με τρόπο αναλυτικό τους προβληματισμούς του για τα θέματα που τον απασχολούν. Πρόκειται για μια προσπάθεια να οριστούν τα σημαντικά και ουσιώδη της ζωής, κυρίως η ανάγκη της καθαρής αλήθειας και η αναγκαιότητα της αγάπης, ενώ δε λείπουν και απόπειρες αιτιολόγησης των τοποθετήσεων του ποιητικού υποκειμένου με άμεσες αναφορές στα κακώς κείμενα της σύγχρονης διαβίωσης και έμμεσες προτροπές υιοθέτησης στάσεων ζωής, ικανών να νοηματοδοτήσουν τη ζωή στον ψυχικό και πνευματικό τομέα.

Οἱ γεωπόνοι μίλησαν

γιὰ τὴν ἀκρασία τῆς γῆς καὶ τὴν ἀφορία τῶν δένδρων.

Οἱ δασοφύλακες μίλησαν

γιὰ τοὺς ξέφραγους ἀμπελῶνες καὶ τὰ ἐρειπωμένα κωδωνοστά-

σια τῶν ξωμάχων.

Οἱ γυρολόγοι μίλησαν

γιὰ τοὺς ἀνέγγιχτους πολύτιμους λίθους καὶ τὴν σιτοδεία τῶν

κρίνων.

Οἱ μεσάζοντες μίλησαν

γιὰ τὶς σαπισμένες ντομάτες τῶν κληρούχων καὶ τοὺς ἀθόρυβους

σκώληκες τῶν ἀγρῶν.

Οἱ πράκτορες μίλησαν

γιὰ τὴν ὑποτίμηση τῶν μετοχῶν στὸ χρηματιστήριο ἀξιῶν καὶ

τὴν κρίση τῶν ἀγορῶν.

Οἱ ρήτορες μίλησαν

γιὰ τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματα τῶν φιλήσυχων ἀστῶν καὶ τὶς

ἀπαγορευμένες διακηρύξεις τῶν ἀνθρακωρύχων.

Οἱ δημοδιδάσκαλοι μίλησαν

γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν προγονικῶν κειμηλίων καὶ τὴν σωτηρία

τοῦ ἔθνους.

Οἱ ἐντολοδόχοι μίλησαν

γιὰ τοὺς ἐπώδυνους συμβιβασμοὺς τῶν αἱρετικῶν καὶ τὰ ὀφελή-

ματα τῶν μεγάλων εὐεργετῶν.

Οἱ σκηνοθέτες μίλησαν

γιὰ τὸν ἱστορικὸ ρόλο τῶν προαγωγῶν καὶ τὸ δράμα τῶν ἀνυπε-

ράσπιστων θυμάτων.

Οἱ προφῆτες μίλησαν

γιὰ τὰ σκοτεινὰ σημεῖα τῶν καιρῶν.

 

Ἐκεῖνος μίλησε μὲ τὸ βλέμμα του.

Ὅλοι ἐσιώπησαν.

Σὲ λίγο ξημέρωνε.

[…]

(Από τα «Σημεία των Καιρών»)

Κορυφαίο θέμα και σ’ αυτήν τη συλλογή αναδεικνύεται η αγάπη· παρουσιάζεται ως κορυφαίο συναίσθημα για τον άνθρωπο που την νοιώθει αλλά και ως υψηλό χρέος προς την ανθρώπινη συνύπαρξη.

Εἶχε μάθει ἀπὸ νωρὶς στὴν ζωή του νὰ δίνει. Ἀλλά, ὅταν τὸν λήστεψαν, δὲν εἶχε τίποτα πάνω του.

Ἔτσι, τὸ μόνο ποὺ βρῆκε νὰ τοὺς δώσει ἦταν ἡ ἀγάπη του.

(«Η ληστεία»)

 

Τα χαρακτηριστικά της αγάπης ως συναισθήματος αποδίδονται λυρικά και κοσμούνται με όλα τα παραδοσιακά όπλα της ποίησης. Επίθετα, συνυποδηλώσεις, άρσεις, καταφάσεις, ερωτήματα και εικόνες ζωγραφίζουν τα χαρακτηριστικά της: την αγνότητα, την ανιδιοτέλεια, την επιθυμία για προσφορά, την υποστήριξη, την αποδοχή, τη δοτικότητα. Ακόμη και η επανάληψη δίνεται ως επιβεβαιωτικό στοιχείο της αγάπης με έναν τρόπο που θυμίζει παλιούς ρομαντικούς αλλά που δεν ξενίζει λόγω της γνησιότητας του τρόπου με τον οποίο αποδίδεται από το ποιητικό υποκείμενο. Παρουσιάζεται έτσι όχι μόνο ως ψυχική αλλά και ως πνευματική ανάγκη του δρώντος υποκειμένου στην κοινωνία, γεγονός που αφενός την απαλλάσσει από το σάρκινο περίβλημά της, που ούτως ή άλλως είναι παροδικό και εφήμερο, αφετέρου της προσδίδει την απαραίτητη ηθική διάσταση ώστε να καταστεί αξία και για το άτομο και για το σύνολο. Πρόκειται για έναν λυρισμό γνήσιο και ρωμαλέο, που αναδεικνύει την αγάπη στην καθημερινότητα χωρίς να επιζητεί ούτε καινοφανή θέματα ούτε σπάνιες λέξεις για να εκφραστεί και παράλληλα έμμεσα μεν αλλά αποτελεσματικά εξυμνεί την αλήθεια ως απαραίτητη βάση για τη γένεση, τη διατήρηση αλλά και την εξέλιξή της.

Πληθαίνουν οἱ ὧρες, πληθαίνουν οἱ μέρες,

ἑτοιμόγεννες τῆς πιὸ μεγάλης σιωπῆς,

τῆς σιωπῆς ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν κίνηση τῶν χεριῶν

πάνω στὸ γυμνὸ σῶμα.

Σῶμα γυμνό, σῶμα παραδομένο,

μεθόριο τῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ πόνου,

ναὸς τῆς πιὸ γλυκιᾶς ἐπιθυμίας,

τέμενος ἱερὸ τῆς πρωτογέννητης δύναμης,

τοῦ πόθου ἀγλάισμα

ποὺ κυβερνᾶς τὴν γῆ, τὸν ἥλιο,

τὸν κόσμο.

(«Γυμνό σώμα»)

 

Παράλληλα ο έρωτας, που ακολουθεί την αγάπη, παρουσιάζεται παιχνιδιάρης και απαιτητικός, κυρίαρχος και ορμητικός, μια ανάγκη επιβεβαιωτική της αγάπης, μια ενέργεια καθηλωτική του σώματος αλλά και του πνεύματος, που υπακούει στην ανάγκη του «δούναι και λαβείν» και έτσι για τον ποιητή επιβεβαιώνει τον δοτικό χαρακτήρα του. Επιπροσθέτως η αγάπη και ο έρωτας παρουσιάζονται στο παρόν ως δυνάμεις ζώσες και επομένως ικανές να διαμορφώσουν τις σύγχρονες καταστάσεις στην κατεύθυνση της δοτικότητας, του μοιράσματος, της αλληλοαποδοχής, της κοινής εμπειρίας. Λείπουν οι αναπολήσεις του παρελθόντος, οι στοχασμοί που συνήθως τις συνοδεύουν, οι πολλές αναμνήσεις, που φορτώνουν το κείμενο με συναισθήματα φιλτραρισμένα από τον πανδαμάτορα χρόνο αλλά και από τη λογική, την απαραίτητη συνοδοιπόρο της μνήμης· αντίθετα διαβάζουμε για αγάπες και έρωτες που βλασταίνουν και ωριμάζουν στο παρόν, για συναισθήματα, ενέργειες και επιθυμίες ζώσες που κινητοποιούν το εγώ και το εσύ της αφήγησης, τα πρόσωπα δηλαδή που κυριαρχούν στη θεματική της αγάπης, με τρόπο ενεργητικό, παραστατικό και παρακινητικό για τον αναγνώστη.

Ἔχεις τὴν σάρκα

ὥριμου ροδάκινου

σὲ δαγκώνω

στάζεις

σὲ γεύομαι

στενάζεις

[…]

σὲ μυρίζω

σὲ ρουφῶ

σὲ πιπιλῶ

ξέχειλος ὀπὸς

σὲ γλωττίζω

σὲ ἀναδεύω

τὰ χείλη ὑγρὰ

μὲ ποτίζω

μὲ γεμίζω

μὲ σκορπίζω

[…]

σὲ ροδακινίζω

σὲ ἀνθίζω

τὸ κουκούτσι

δὲν τὸ πετῶ

τὸ κάνω

χάντρα φυλαχτὸ

στολίζει τὸ στέρνο μου

ΜΕ ΡΙΖΩΝΕΙΣ.

(Από το «Φρούτο καλοκαιρινό», στη Μ. Χατζηλαζάρου)

 

Σε τόπο, που δεν ορίζεται, αλλά σε χρόνο απολύτως ορισμένο συνυπάρχουν ποιητικά οι αισθήσεις, έτσι όπως κινητοποιούνται από τον έρωτα, τα συναισθήματα, που ακολουθούν και συμπληρώνουν τις αισθήσεις, αλλά και οι επιλογές του εγώ και του εσύ με τρόπο έλλογο αλλά χωρίς τον, πολλές φορές παραμορφωτικό, μανδύα της μνήμης. Η γυναικεία παρουσία είναι μια μούσα, που κινητοποιεί τον ποιητή στην καταγραφή εμπειριών του παρόντος, στη βίωση συναισθημάτων που δίνουν την εντύπωση ότι θα διαρκέσουν στο διηνεκές ακριβώς επειδή εδράζονται στην ηθική της αλήθειας και της αγάπης και λειτουργούν στο επίπεδο της συνειδητότητας αλλά χωρίς το βάρος της μνήμης.

Διψῶ.

Κι ἄγγιξες τὰ ὑγρά σου χείλη

στὸ ξεραμένο στόμα

γιὰ νὰ μὲ γλυκάνεις.

Πεινῶ.

Κι ἄνοιξες τὸν κόρφο σου

τὸν διπλομπουμπουκιασμένον

γιὰ νὰ μὲ θηλάσεις.

[…]

(Από το «Αφοσίωση έως το τέλος»)

Η άλλη μούσα που κινητοποιεί την ποιητική ευαισθησία είναι η τέχνη της ποίησης. Το ποιητικό υποκείμενο «κομίζει εις την τέχνην» σκέψεις, στοχασμούς και τοποθετήσεις «εν λόγω» περισσότερο και όχι «εν φαντασία». Είναι η ποίηση μια ασφαλής καταφυγή ιδιαίτερα με τον τρόπο που χρησιμοποιείται στη συλλογή, είτε ως μέσον απόδοσης μιας καθημερινότητας, που πολλές φορές μας ξεπερνά, είτε ως τρόπος ωραιοποίησής της με την προβολή των στοιχείων, που δύνανται να διασώσουν αλλά και να αναδείξουν την ανθρωπιά μας σήμερα, που τα στοιχεία του υλισμού φαίνεται ότι κυριαρχούν απολύτως. Για το ποιητικό υποκείμενο είναι η οδός μέσω της οποίας βιώνει το παρόν αλλά και διασώζεται από την ισοπέδωση των αξιών, που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα. Ο διάλογος με την ποίηση, νοητός και πολύ συγκινητικός, προβάλλει επίμονα στη συλλογή και την καθορίζει από την άποψη του περιεχομένου αλλά και της ποιητικής στόχευσης. Είναι ένα κάλεσμα προς τον αναγνώστη που λειτουργεί με διττό τρόπο: και ως αποκάλυψη των στοιχείων που κινητοποιούν το ποιητικό υποκείμενο αλλά και ως κάλεσμα συμμετοχής σε μια διαδικασία αντίληψης των πραγμάτων πέρα και πάνω από τα ίδια τα πράγματα.

[…]

Ἄκουσε, Ποίηση, καὶ σὲ προστάζω καὶ λέγε μου∙

Πῶς νὰ μπορῶ νὰ ἐκφράσω τῆς Κόρης τὸ ἄφατο φάος;

Πῶς νὰ μπορῶ νὰ ἐκφράσω τῆς Κόρης τὸ ἀρυτίδωτο τῆς εὐγένειας;

Πῶς νὰ μπορῶ νὰ ἐκφράσω τῆς Κόρης τὸ κάλλος τῆς Ἐρόεσσας;

Πῶς νὰ μπορῶ νὰ ἐκφράσω τὸ ἀστείρευτο μιᾶς στιγμῆς

ποὺ μᾶς συν-χώρεσε καὶ μᾶς ταξίδεψε στὸν Καιρό;

Σὲ ἱκετεύω, πές μου.

(Από το «Ικέτης Λόγος»)

Στην ίδια κατεύθυνση μπορούν να ενταχθούν και τα ποιήματα που αφιερώνονται σε μείζονες νεοέλληνες ποιητές (Εμπειρίκος και Ρίτσος, οι οποίοι αναφέρονται στο «Οι κήποι της χαράς ή Ωδή εις τον Ανδρέαν Εμπειρίκον» και στο ποίημα «Το κόκκινο που μας πνίγει» αντίστοιχα, ή στον Γ. Σεφέρη στο ποίημα «Μεταμόρφωση» όπου προτάσσεται απόσπασμα από το Τετράδιο γυμνασμάτων) ή και το ολιγόστιχο αφιέρωμα στον Τ. Λειβαδίτη. Πρόκειται για μια απόδοση τιμής από την πλευρά του ποιητικού υποκειμένου προς αυτούς που τον ενέπνευσαν, τον δίδαξαν, τον συντρόφευσαν τις ημέρες της δουλειάς αλλά και της σχόλης, τον στήριξαν ως άνθρωπο αλλά και ως πνευματικό δημιουργό. Αυτό σε συνδυασμό με τα ποιήματα ποιητικής, που εμβάλλονται και στις τρεις ενότητες του έργου, εκφράζει μια στροφή θα έλεγα του ποιητή προς τις ρίζες της ποιητικής του, που δεν υπήρχε στην προηγούμενη ποιητική συλλογή. Τα ποιήματα καταδεικνύουν τις δυνάμεις που καθορίζουν την ανάγκη ποιητικής έκφρασης, γεγονός που προσδίδει καταρχήν ωριμότητα τόσο από την άποψη της εσωτερικής αναζήτησης όσο και από την άποψη της ποιητικής έκφρασης. Παράλληλα διαφαίνονται οι σταθερές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η σύλληψη, η οργάνωση αλλά και η εκφορά του ποιητικού λόγου, γεγονός που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από την άποψη της μελέτης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δημιουργών ως πνευματικών ανθρώπων αλλά και του ίδιου του καλλιτεχνικού προϊόντος: η συλλογή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για τον διάλογο μεταξύ των ποιητών, την ποιότητα του παραγόμενου ποιητικού λόγου επί τη βάσει του προαναφερόμενου διαλόγου και για τις δυνάμεις που καθορίζουν τα στοιχεία που την συναποτελούν, δηλαδή το περιεχόμενο και τη γλώσσα.

Ναί, ναί, ἀδελφέ μου, δὲν κάνεις λάθος,

τὸ κόκκινο ποὺ μᾶς πνίγει

εἶναι τὸ κόκκινο τοῦ ἥλιου τὴν ὥρα ποὺ σκοτώνεται ἀπὸ τὰ βόλια

τῆς νύχτας καὶ βεβαιώνει τὴν ἑπόμενη αὐγή,

εἶναι τὸ κόκκινο τῶν λουλουδιῶν τῆς ἄνοιξης ποὺ κηδεύουν τὸν

θάνατο μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια στὸ κατώφλι τοῦ ἥλιου,

εἶναι τὸ κόκκινο τῆς ἀγάπης ποὺ λιχνίζει τὰ στάχυα της στὸ

ἁλώνι τῆς καρδιᾶς μας τὴν ὥρα τῶν μεγάλων θυσιῶν.

[…]

Τὸ κόκκινο εἶμαι ἐγώ, τὸ κόκκινο εἶμαι ἐσύ, τὸ κόκκινο εἴμαστε

μεῖς.

Εἶμαι ἐσύ, εἶσαι ἐγώ, εἴμαστε μεῖς, ὅλοι, ὅλοι ἐμεῖς ἕνα μεγάλο

κόκκινο,

μιὰ μεγάλη σφραγίδα κόκκινη, ὁλοκόκκινη, ποὺ ὑπογράφει τὸ

δίκιο μας στὶς λευκὲς σελίδες τοῦ κόσμου,

ποὺ σφραγίζει τὸν ὅρκο μας γιὰ τὴν λευτεριὰ καὶ τὴν εἰρήνη στὰ

λυπημένα μάτια τῶν παιδιῶν ὅλου τοῦ κόσμου,

ποὺ χρωματίζει τὴν ζωὴ καὶ τὸν κόσμο μας μὲ τὸ χυμένο μελάνι

τῆς ἀνυποχώρητης τρυφερότητας.

(Από «Το κόκκινο που μας πνίγει», αφιερωμένο στον Γ. Ρίτσο)

 

Η συλλογή εξυμνεί την αλήθεια και την αγάπη ως βάσεις προσωπικής επιλογής αλλά και κοινωνικής δράσης ενώ παράλληλα αναδεικνύει την κρισιμότητά τους στην παραγωγή του ποιητικού λόγου διαχρονικά. Παρουσιάζει τον ποιητή ως λειτουργό της κοινωνίας, ως χορηγό σκέψεων και γνήσιων συναισθημάτων, ως ταγό στη βάση της αλήθειας και της γνησιότητας χωρίς προσπάθειες εύκολου εντυπωσιασμού. Ένα πραγματικά δύσκολο έργο, που ο Γεωργίου το υπηρετεί με συνέπεια και συνειδητότητα. Παραθέτω την απάντηση της Μούσας στον Αλεξανδρινό όταν της παραπονιέται ότι τίποτα δεν καταφέρνει με τους στίχους του (Ο ποιητής και η Μούσα, Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983, επιμ. Γ. Σαββίδη).

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ: Προς τί καλόν, τί όφελος ηθέλησεν η τύχη, κι εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής; Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι αυτοί οι μουσικότεροι δεν είναι αληθείς.[…]

Η ΜΟΥΣΑ: Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον οράς εστίν ο αληθής. Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων— χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή[…].

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.