Σε ανακηρύσσω νικήτρια

Κριτική του Σπύρου Κιοσσέ για την ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα, «Σε ανακηρύσσω νικήτρια» (εκδόσεις Ιωλκός, 2021), στο περιοδικό «Παρέμβαση» (Τεύχος 207-208, άνοιξη, 2022).

 

Επιμελημένη σκηνοθεσία στιγμών, εμπειριών και συναισθημάτων: για την ποιητική συλλογή Σε ανακηρύσσω νικήτρια του Νίκου Παπάνα (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021)

Η συλλογή του Νίκου Παπάνα Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Εκδόσεις Ιωλκός, 2021), δεύτερη συλλογή του ποιητή, διακρίνεται σε τρεις ενότητες, που φέρουν ως επιμέρους τίτλους «Το ρολόι μου», «Μια ιστορία σε θραύσματα» και «Επίλογος». Καθίσταται, νομίζω, εμφανές ήδη από την επιλογή της συγκεκριμένης δομικής οργάνωσης το στοιχείο της «δραματικότητας», με την έννοια τόσο της αναπαράστασης μιας δράσης όσο και αυτήν της δραματικής έντασης. Αποτολμώντας να αποτυπώσω σε μια φράση την εντύπωση που δημιουργεί η ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια καταλεπτώς επιμελημένη σκηνοθεσία στιγμών, εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, η οποία, ωστόσο, δεν αφήνει την αίσθηση του κατακερματισμού αλλά, αντίθετα, της οργανικής ενότητας. Ακολουθώντας την αριστοτελική οργάνωση σε αρχή, μέση και τέλος, πλέκεται, έτσι, ένας ποιητικός «μύθος», ο οποίος στρέφεται γύρω από μια «πράξι». Η «πράξις» αυτή είναι, σε πρώτο επίπεδο, η ερωτική, με όλη την ένταση, την περιπέτεια, τις μεταπτώσεις, τις αιφνίδιες ψυχοσυναισθηματικές μεταβολές, τις συγκρούσεις, εξωτερικές και κυρίως εσωτερικές, που προκαλεί.

Ο ποιητικός μύθος – και μίτος, που σα να διατρέχει τη δαιδαλώδη ποικιλότητα όσο και το δυσθεώρητο βάθος της εμπειρίας αυτής – εισάγεται στην πρώτη ενότητα με τρόπο κυριολεκτικά παραστατικό: ο αναγνώστης θεάται μπροστά του το ποιητικό υποκείμενο να δρα, να θυμάται, να μονολογεί ή να διαλέγεται – έστω κι αν πρόκειται για τύποις διάλογο, καθώς μονόλογος είναι στην ουσία του ακόμη και η απεύθυνση στο ποθητό και ελλείπον «Άλλο». Μικρές απόπειρες συνομιλίας συνιστούν τα ποιήματα της συλλογής, με αφόρμηση τη μνήμη, συχνά συνδεδεμένη με καθημερινές καταστάσεις ή αντικείμενα. Χαρακτηριστικό το ποίημα με τίτλο «Το ρολόι μου», που παρέχει και τον τίτλο στο πρώτο αυτό τμήμα. Ένα αντικείμενο που λειτουργεί μετωνυμικά για το απόν αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας, που δεν ωφελεί ως υποκατάστατο, ωστόσο το ποιητικό αντικείμενο συνεχίζει να κουρντίζει κάθε μέρα: το βάσανο της μνήμης καθίσταται, εν τέλει, βάσανος της ίδιας της ύπαρξης.

Ένα από τα στοιχεία της συλλογής που κερδίζουν εξαρχής τον αναγνώστη είναι ακριβώς η δραματικά έντονη, η ζωτική σχεδόν, παρουσία της απουσίας. Παρά το οξύμωρο της διατύπωσης, το ποιητικό υπο-κείμενο, παρόν ως εκφέρον τον λόγο, συμπλέκεται άρρηκτα με το ποιητικό αντι-κείμενο, απόν, ωστόσο αποδέκτης του λόγου και, κατ’ ουσίαν, συνδημιουργός του. Αυτό το «εσύ» διατρέχει και συνέχει όλα τα ποιήματα της πρώτης ενότητας (κι όλης της συλλογής), είτε ως ρητή και εκπεφρασμένη ονομαστική προσωπική αντωνυμία («Εσύ») είτε ως εννοούμενο υποκείμενο («κερδίζεις», «αν ήσουν», «αν έρθεις», «εγκατέλειψες», «άφησες»), είτε ως γενική που προσδιορίζει τα ουσιαστικά («άγγιγμά σου», «ανάσα σου», «φωνή σου»), είτε, τέλος, ως αντικείμενο της ρηματικής ενέργειας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καταλέγεται η φράση «Σε ανακηρύσσω νικήτρια», τίτλος ποιήματος αλλά και της συλλογής.

Επιπλέον, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των ποιημάτων καθιστά εμφανές ότι στη συλλογή του Παπάνα αναδεικνύεται όχι μόνο η διαχρονικότητα αλλά και η διακειμενικότητα του έρωτα – κι εδώ εντοπίζεται το δεύτερο επίπεδο της «πράξεως» του έργου του. Ο ποιητής, εκών άκων, συμμετέχει σε έναν διάλογο με τη λογοτεχνική πραγμάτευση του ζητήματος, όπως στο ποίημα Carpe noctem που παραπέμπει ρητά στα Carmina του Ορατίου. Στην περίφημη Ωδή του Ρωμαίου λυρικού (Carm. 1.11), ο ποιητής προτρέπει τη φίλη του Λευκονόη να απολαμβάνει τη μέρα, το «τώρα». Να χαίρεται το «τώρα», να «στραγγίζει» το κρασί, χωρίς έγνοιες για το μέλλον. Στο δικό του ποίημα, ο Παπάνας συμβουλεύει «Άδραξε τη νύχτα». Ωστόσο, δεν προτρέπει το ποίημά του, όπως σπεύδει να ενημερώσει τον αναγνώστη, σε κάποιο θεότρελο πάρτι. Δεν έχει να κάνει με ποτά, χορούς και μουσική. Η «χαρά της νύχτας» είναι συνυφασμένη με την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Ή μάλλον με τη μνήμη της παρουσίας του. Κι επίσης, με τη γραφή (του): Τουλάχιστον, όμως, μπορώ, γράφει ο ποιητής, να σου μιλώ, μα όχι πια με λυρική φωνή/γυμνή η ψυχή μου να τυλίγεται/σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει/τρεμάμενα γράμματα στο χρώμα της νύχτας. Στη θέση μιας καλοφτιαγμένης λυρικής ωδής ο ποιητής αντιτείνει τρεμάμενα γράμματα, που αντανακλούν την κατάσταση αστάθειας και αβεβαιότητας στην οποία βρίσκεται. Τη θέση της Λευκονόης του Ορατίου καταλαμβάνει στο ποίημα του Παπάνα η λευκή σελίδα. Παρόμοιες συναναγνώσεις μπορούν να γίνουν σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής, είτε σε αυτά στα οποία γίνεται ρητή αναφορά σε λογοτέχνες όπως ο Louis Aragon και ο William Burroughs, είτε σε άλλα στα οποία κάποια φράση ή εικόνα λειτουργεί ως διακειμενική γέφυρα.

Το δεύτερο τμήμα της συλλογής αποτελείται από 17 χαϊκού. Όπως γίνεται αντιληπτό και από τον μεσότιτλο, παρά την ειδολογική και μορφική αυτονομία των ποιημάτων, πρόκειται ουσιαστικά για μία ιστορία σε θραύσματα, τα οποία ενώνονται όχι μόνο θεματικά, αλλά και σε επίπεδο εικονοποιίας και λεξιλογίου. Λέξεις και εικόνες από το ένα χαϊκού απαντούν σε άλλα, δημιουργώντας, έτσι, τόσο «υπέργειες» όσο και «υπόγειες» συνάψεις μεταξύ τους. Η θεματολογία, ωστόσο, των ποιημάτων δεν εξαντλείται στην ερωτική ιστορία, όπως προαναφέρθηκε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο αναγνώστης διακρίνει κι εδώ τον βαθύτερο προβληματισμό του ποιητή για την ίδια την τέχνη του. Χαρακτηριστικά, στο όγδοο χαϊκού, το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον Matsuo Bashο, τον κορυφαίο Ιάπωνα ποιητή – δεξιοτέχνη, μεταξύ άλλων, του χαϊκού:

Εικόνες μόνο;
Θέλω και καρδιοχτύπι,
ένδοξε Basho.

Ο γνωστός λογοτεχνικός κανόνας ότι στο είδος του χαϊκού πρέπει να δίνεται έμφαση στις εικόνες, και δη τις φυσικές, τίθεται σε αμφισβήτηση, καθώς και τα συναισθήματα, κατά τον Παπάνα, αξιώνουν μια θέση, στην, έστω «στενόχωρη» αυτή τρίστιχη φόρμα των πέντε-επτά-πέντε συλλαβών σε κάθε στίχο. Αρκεί να το καταφέρει ο ποιητής:

Πέντ’ εφτά πέντε·
ψυχής πεσμένα φύλλα,
πώς να χωρέσουν;

Αναφορά και αυτό-αναφορά, ερωτική και ταυτόχρονα καλλιτεχνική αναζήτηση και προβληματισμός προσδίδουν στα ποιήματα μια ενδιαφέρουσα πολυσημία. Ο έρωτας αναδεικνύεται και πάλι ως γενεσιουργός βιωμάτων, αλλά και λέξεων – αρχέγονων όσο και εντελώς καινούργιων. Τετριμμένων, στην υπερτοπική και διαχρονική επανάληψή τους, όσο και καινοφανών για το εκάστοτε άτομο που επιχειρεί με τρόπο δημιουργικό την καλλιτεχνική αναπαράσταση της εμπειρίας.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση, είναι αξιοσημείωτο ότι η ποιητική συλλογή κλείνει με τον «Επίλογο», ο οποίος αποτελείται από ένα και μόνο ποίημα, που φέρει ως τίτλο «Γαλάζιο Αδιέξοδο». Η «έξοδος» από τον ποιητικό λόγο δεν είναι παρά ένα αδιέξοδο, το οποίο επαγγέλλεται ο ποιητής: Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο,/η καλλιέργεια των ιριδισμών σου. Η ποίηση επενεργεί ως πρίσμα, μέσω του οποίου τελείται η διάθλαση του ερωτικού αντικειμένου σε λέξεις. Λέξεις σ’ όλα τα χρώματα της ίριδας. Κι ο ποιητής – και μαζί του ο αναγνώστης – σα να μένει, τελικά, εγκλωβισμένος σ’ αυτό το γλωσσικό φαινόμενο, σ’ αυτήν την ποιητική εκδρομή, σ’ αυτήν τη βόλτα έξω από την πεζή καθημερινότητα και την κοινή, πρακτική χρήση των λέξεων. Ο Παπάνας ολοκληρώνει ως εξής το ακροτελεύτιο ποίημά του: Αέναη πεισματική εκδρομή/στο νηπιαγωγείο των λέξεων. Κι ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θυμηθεί, προς επίρρωσίν του, τον Ανδρέα Εμπειρίκο: Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

Σπύρος Κιοσσές
Φιλόλογος

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.