Το μυθιστόρημα «Πότε κοιμούνται τα δέντρα;» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), της Αντωνίας Βελισσαράτου, προτεινόμενο στο βιβλιοπωλείο «Πολιτεία».
***
Για το βιβλίο
***
Για τη συγγραφέα
Η Αντωνία Βελισσαράτου, το γένος Δρόσου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σαντορίνη. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Στα μονοπάτια του ονείρου (Γαβριηλίδης, 2013) και Ο ιχνηλάτης των θαλασσών (Γαβριηλίδης, 2017). Το διήγημά της Φυγή στο μέλλον διακρίθηκε σε διαγωνισμό και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων Η πόλη φοβάται (iWrite, 2015). Το 2021 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική της συλλογή Γυμνές ψυχές (Ιωλκός) που ήταν προτεινόμενη στα βραβεία Public στην κατηγορία «Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση». Επίσης, το 2021, το ποίημά της «Η κυτταρική μνήμη επαναστατεί μέσα μας» απέσπασε το πρώτο βραβείο από τον 21ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ε.Τ.Π.Κ. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στην τοπική εφημερίδα Santorini times, καθώς και στο διαδίκτυο. Το βιβλίο Πότε κοιμούνται τα δέντρα; είναι το τρίτο της μυθιστόρημα.
***
Το χωριό Κουκουνάρι ήταν παραδομένο σε μια ανοιξιάτικη μπόρα που δεν έλεγε να σταματήσει, λες και ο καιρός έκανε πισωγύρισμα στον χειμώνα για να συμπάσχει με τη θλίψη των κατοίκων. Στο βάθος του ορίζοντα το πούσι ταξίδευε αργά πάνω από την πεδιάδα, κατάπινε τα πάντα στο πέρασμά του και πλησίαζε αργά το χωριό που ήταν κουρνιασμένο στους πρόποδες του κατάφυτου βουνού. Η ατμόσφαιρα μύριζε καμένο ξύλο από τα τζάκια και ο καπνός που ανέβαινε αργά πάνω από τις στέγες των σπιτιών σε ευθεία γραμμή έσβηνε μες στην υγρασία.
Η Ελπινίκη έκλεισε το παραθυρόφυλλο, τράβηξε την κουρτίνα και στάθηκε πάνω από το κρεβάτι του εγγονού της. Ο Άλκης ήταν κουλουριασμένος και κοιμόταν πάνω από τα σκεπάσματα. Η Ελπινίκη πήρε μια κουβέρτα, τον σκέπασε και έκανε στον αέρα το σημείο του σταυρού. Βγήκε, έκλεισε πίσω της την πόρτα μαλακά και πήγε στην κουζίνα. Ο γιος της, ο Σωτήρης κάπνιζε σκυφτός στον καναπέ. Ήταν γύρω στα σαράντα, ψηλός, αδύνατος, με καστανά μάτια —θολά, πονεμένα— και με γκρίζα γένια. Από την ημέρα που πέθανε η γυναίκα του ήταν αξύριστος.
Όταν η Ελπινίκη τον έβλεπε να καπνίζει, τον μάλωνε, τώρα, όμως, δεν είπε τίποτα. Πλησίασε, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε απέναντί του. Ένιωθε το σώμα της, το είναι της όλο, κουρασμένο όσο ποτέ. Έμεινε σιωπηλή. Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγόταν ρυθμικά και οι σταγόνες της βροχής πάνω στη στέγη. Σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Πονούσε που τον έβλεπε έτσι. Τις νύχτες προσευχόταν και ζητούσε δύναμη για όλους, αλλά και για εκείνη, για να σταθεί στο παιδί της και στον εγγονό της.
Το τηλέφωνο χτύπησε και ο Σωτήρης άπλωσε το χέρι να απαντήσει.
«Ναι, ναι, αύριο θα σας πω» είπε κουρασμένα και το έκλεισε. Κοίταξε τη μητέρα του: «Ήταν πάλι από την εταιρεία. Αύριο πρέπει ν’ απαντήσω».
«Σωτήρη μου, δε γίνεται να μπαρκάρεις και να μου αφήσεις τον Άλκη εδώ. Είμαι μεγάλη, πολύ μεγάλη, ίσα που μπορώ και φροντίζω τον εαυτό μου. Όταν γυρίσεις, μπορεί και να μη με βρεις εδώ».
«Τι λες, μάνα, τώρα» είπε ο Σωτήρης κουρασμένα, αν και ήξερε ότι η μητέρα του είχε δίκιο.
[…]
«Πότε κοιμούνται τα δέντρα;», Αντωνία Βελισσαράτου, εκδ. Ιωλκός, 2023, σελ. 11-12