Οι καλοί πεζοπόροι | Μαρία Καλιόρη

Η συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Καλιόρη, με τίτλο «Οι καλοί πεζοπόροι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2022), παρουσιάζεται στο Bookpress με την κριτική του Νίκου Ξένιου.

 

«Οι καλοί πεζοπόροι» της Μαρίας Καλιόρη (κριτική) – Τι κάνουμε τώρα, μπαμπά;

 

Οι καλοί πεζοπόροι (εκδ. Ιωλκός) είναι το πρώτο δημοσιευμένο βιβλίο της Μαρίας Καλιόρη: και υπογραμμίζω το «πρώτο», γιατί η Μαρία γράφει ολοκληρωμένα κείμενα εδώ και αρκετά χρόνια, ώστε η επίσημη είσοδός της στη λογοτεχνία δεν έχει διόλου την αμηχανία του πρωτοεμφανιζόμενου. Αντιθέτως, η αμεσότητα του βιώματος του θανάτου, ο σαρκασμός για το αναπάντεχο της έλευσής του που αφήνει δυσαναπλήρωτα κενά («Όταν φεύγουν οι γονείς, τους ζυγούς λύσατε!»), η ειλικρίνεια και το ανεπιτήδευτο της εκμυστήρευσης και ο λακωνισμός — όλα ουραγοί της αφαίρεσης — είναι κύρια γνωρίσματα του ύφους της.

«Είμαστε μια ιστορία σαν περικοκλάδα. Μερικά κλαδάκια κόβονται απότομα, άλλα δεν συναντιούνται ποτέ, ε, τα υπόλοιπα τραβάνε τον ανήφορο».

Η «πίσω ιστορία» είναι το βίωμα της στέρησης του αγαπημένου πατέρα: ερέθισμα για τη γνωριμία με κάτι άλλο, πρωτοειδωμένο, αλλά και ευκαιρία για αναδρομή στο παρελθόν. Η αρχή του πρώτου διηγήματος («Γκρέιντερ») μού θύμισε έντονα το βιβλίο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι Χρονικό της βίας, της δίωξης και του θανάτου. Επιστρέφοντας στο χωριό της και ξεκινώντας από το τέλος μιας διαδρομής, η συγγραφέας βαδίζει επάνω στα ίχνη των βημάτων εκείνου για να ιχνηλατήσει τα δικά της βήματα στη ζωή, συνοδευόμενη από τη βεβαιότητα και τον φόβο της απώλειας –— της διαπιστωμένης απώλειας, της επικείμενης απώλειας, του πένθους.

Μια χριστουγεννιάτικη αμνηστία δεν τηρήθηκε ως υπόσχεση, ο πατέρας δεν γύρισε και η φωνή της αφηγήτριας ήχησε ως εσωτερική φωνή συνείδησης: οι βασανισμοί, οι εξορίες, η σωματική ταλαιπωρία ενός παλιού αριστερού αγωνιστή εδώ παίρνουν μυθικές διαστάσεις και στοιχειώνουν τη μνήμη ενός μικρού κοριτσιού που ακολουθεί τις πατημασιές της στο χιόνι πίσω από ανθρώπους που κρατούν αναμμένες δάδες, ενώ η φαντασία του καλπάζει σε ξωτικά και νεράιδες πλάι-πλάι με μια πρώιμη ωρίμανση. Το θεματικό αυτό μοτίβο (του εξόριστου που περιγράφει ως «σιδηρούχας φακάς» την Εξορία του) θα ολοκληρωθεί στις «Πεταλίδες», το διήγημα που κλείνει τη συλλογή.

Η αμεσότητα του βιώματος του θανάτου, ο σαρκασμός για το αναπάντεχο της έλευσής του που αφήνει δυσαναπλήρωτα κενά («Όταν φεύγουν οι γονείς, τους ζυγούς λύσατε!»), η ειλικρίνεια και το ανεπιτήδευτο της εκμυστήρευσης και ο λακωνισμός –όλα ουραγοί της αφαίρεσης– είναι κύρια γνωρίσματα του ύφους της.

Το χιούμορ είναι η σωτήρια λέμβος των διηγημάτων αυτών, γιατί διασώζει το ουσιώδες συμπυκνώνοντάς το σε εικόνες, ενώ αποστρέφεται τον μελοδραματισμό. Σε έντονη αντίστιξη προς την περιδεή ατμόσφαιρα του πρώτου διηγήματος, στη «Μικρή ιστορία ενός μπεοέμ» ο ηλικιωμένος αφηγητής, καθισμένος σ’ ένα παλιό καφενείο της Αθήνας, απευθύνεται στην κόρη του χαμένου παιδικού του φίλου – ενός καζαντζακικού λεβέντη που δεν γνώριζε φόβο, αλλά περιέφερε τον δυναμισμό και τη μαχητικότητα ενός ανέστιου μετρώντας τα βιώματα σαν σε κοντέρ και σαν να ήταν ο σαλός της περιοχής. Ο άνθρωπος αυτός είχε μια κρυφή κόρη, συνιστώντας κατά παράδοξο (αλλά απόλυτα ελεγχόμενο) τρόπο συμμετρικό δίπολο προς τον πατέρα και την κόρη του πρώτου διηγήματος. Πρόκειται για έναν θεατρικό μονόλογο με έντονη αίσθηση ιστορικότητας, παιγνιώδη διάθεση και γλώσσα ευκίνητη και πολυσήμαντη, που αποδίδει στην καταγωγή (βλάχος: με την υποτιμητική έννοια του όρου) κάποια χαρακτηρολογικά γνωρίσματα (Βράχος: πιθανός υπαινιγμός της Ακρόπολης), και όλα αυτά στο σκηνικό ενός «Μεσαίωνα με ήλιο και θάλασσα», πύκνωση-καμβά όπου οικοδομείται η αφήγηση.

Στο μεγαλύτερο από τα διηγήματα, απ’ όπου αντλεί και τον τίτλο της η συλλογή («Οι καλοί πεζοπόροι»), οι χαρακτήρες ως κοινότητα κυκλώνουν με κατακλυσμιαίο ρυθμό την αφηγήτρια, που έχει επιστρέψει στο χωριό της κληρονομώντας το σπίτι της μάνας της, δέχεται τα πεσκέσια των γειτόνων και παρατηρεί λεπτομερώς από τον πυργίσκο της μεσαυλής τις φιγούρες των νεήλυδων αλλοδαπών που επιδίδονται καλοκαιριάτικα στις δουλειές επιβίωσής τους. Μια εθνολογικά επίμεικτη κοινωνία (της Κύπρου;) βρίσκεται σε διαδικασία οικονομικού μετασχηματισμού.

Σε νοερό επίπεδο ο Τιντορέττο, ο Καραβάτζιο και ο Ρούμπενς έρχονται να πλαισιώσουν την εικόνα, μαζί μ’ εκείνους τους άμοιρους «καλούς πεζοπόρους» του Φριούλι, τους benandanti, που είχαν βασανιστεί για την επιλογή τους να διαφυλάξουν τη σπορά. Στον εφιάλτη της αφηγήτριας αυτοί επανδρώνουν μια σύγχρονη βακχική σκηνή πλεγμένη με μεταξωτές κλωστές και με νήματα χαλκού σε μιαν αυλή-σκουπιδότοπο. Το μαγικό στο διήγημα πλέκεται με την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης μέχρι να ‘ρθουν τα πρωτοβρόχια, ως αλληγορία ενός εκλυτικού γεγονότος του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος. Παράλληλα, μνημόνευση του παρελθόντος αυτής της χαρακτηριστικής «μποέμ» γυναίκας στη δεκαετία του ’70, που με αφορμή τον θάνατο των γονιών της, γυρνά σε μιαν αλλοιωμένη κοινωνία αρπαχτής και εκσυγχρονισμού για ν’ αναζητήσει ένα κρυμμένο αντικείμενο, κατάλοιπο νεανικού έρωτα. Όμως, τελικά μένει έγκυος μ’ έναν Βούλγαρο μετανάστη και στρέφει την «πεζοπορία» της ζωής της τελείως διαφορετικά, οργανώνοντας μια προσωπική κιβωτό σωτηρίας.

Τα διηγήματα αυτά τα διατρέχει αίσθημα ανεκπλήρωτης υποχρέωσης και ημιτελούς διάνυσης μιας πορείας.

Εκ πρώτης όψεως αδιευκρίνιστη είναι η ιστορικότητα του έξοχου διηγήματος «Κύκλος στο τετράγωνο»: η κίνηση μιας μικρασιάτισσας νοσοκόμας ρυθμίζεται από χαρτιά και μηνύματα κινητού στo πλαίσιo της απαγόρευσης κυκλοφορίας κατά την πρώτη πανδημία του κορωνοϊού, μέσα κι έξω από ένα διαμέρισμα του Κορυδαλλού και γύρω από προσφυγικά σπίτια στο Περιστέρι, καταγράφοντας με ποιητικό τρόπο τον εγκλεισμό. Η γραφή της, αιφνίδια δημιουργική, εγγράφει την ορμή της ν’ ανακαλύψει «κομματάκια ξεχασμένου εαυτού, κρυμμένες φωτογραφίες και ερωτικά γράμματα», ενώ στην κορύφωση της αφήγησης τα βήματά της την οδηγούν να εισβάλει σε ένα ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο σπίτι της Νίκαιας.

Η Τασία του διηγήματος βρίσκεται σε αέναη «κυκλική τροχιά γύρω απ’ το τετράγωνο», εφόσον η κάμερα της συγγραφέως καταγράφει επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, ανεκπλήρωτες προθέσεις και αποτυχημένες συνωμοσίες, σε αντίθεση προς τη στατικότητα του άλλοτε ερωτευμένου συντρόφου Νικήτα, που είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα «ψεκασμένου» ή «συνωμοσιολόγου». Αλληγορία ζωής γεμάτης χυμούς που έχει προσκρούσει στη ματαίωση, ιστορία που αντλεί την αλήθεια της από τα κιτάπια της λογοτεχνίας, ανήκει δικαιωματικά στην Τασία και καταλήγει –με τα άλλοτε έντονα, άλλοτε μισοσβησμένα ίχνη βημάτων του εξωφύλλου του βιβλίου– σ΄ ένα σχήμα κατ’ εξοχήν: στο νεκροταφείο.

Η Μαρία Καλιόρη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά. Διηγήματα, βιβλιοκριτικές και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο. Το 20Ι3 συμμετείχε με διήγημά της στη συλλογική έκδοση Μαθαίνοντας ποδήλατο (εκδ. Κέδρος) και το 2022 στο συλλογικό μυθιστόρημα Ηφαίστειο (εκδ. Ιωλκός). Οι καλοί πεζοπόροι είναι το πρώτο βιβλίο της.

Ακολουθώντας ποικίλες αφηγηματικές λύσεις, η Μαρία Καλιόρη επιλέγει αλλού τη μαρτυρία-ντοκουμέντο («Ο Μεχμέτ ο Αληθινός»), αλλού την εξομολογητική επιστολογραφία με εκπλήξεις που λειτουργούν ως παζλ αφήνοντας ανοιχτές δυο-τρεις εκδοχές («Κενά»), αλλού την οπτική γωνία ενός δευτερεύοντος χαρακτήρα, πχ. τη σχετικά ιδιοτελή αγωνία της αλλοδαπής που περιποιείται έναν άνθρωπο που μόλις πέθανε («Την πήρε μαζί του») κι αλλού τη ματιά του μεγάλου αδελφού που έχει επωμιστεί την ευθύνη ενός νοητικά υστερημένου μικρού αδελφού («Το ψωρόδεντρο»). Πάντως τα διηγήματα αυτά τα διατρέχει αίσθημα ανεκπλήρωτης υποχρέωσης και ημιτελούς διάνυσης μιας πορείας.

Η προθεσμία του θανάτου παρατείνεται, εντείνοντας παράλληλα και την αγωνία για την αβέβαιη επιστροφή του πατέρα και αναβάλλοντας την ενηλικίωση.

Αυτό κατ’ εξοχήν αναδεικνύεται ως πρόθεση και δικαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο αρτιότερο εκ των διηγημάτων, το «Απάτητο χιόνι». Εδώ η τοπιογραφία ενός σπιτιού οδηγεί, συν τω χρόνω, στην αναψηλάφηση της σταδιακής απώλειας. Ο έρωτας εμφανίζεται ως απαγορευμένος καρπός. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιάζει σ’ έναν απρόσωπο ήρωα που επιλέγει ως αντικείμενο του πόθου του μια μεγαλύτερή του αιγυπτιώτισσα θεία, όμως την τροχιά της επιτρεπτής διαδρομής του ανακόπτει η υπερδιογκωμένη φιγούρα της μητέρας του, χαρακτηριστική της μεσογειακής παθογένειας, καθιερώνοντας ένα νοσηρό, δίπολο που όλως περιέργως φαντάζει απολύτως γνώριμο: η τεράστια αυτή ευνουχιστική μητέρα είναι άχθος ευθύνης και, ταυτόχρονα, λατρευτικό αντικείμενο.

Το ίδιο συμβαίνει και στις «Πεταλίδες», που κλείνει τον κύκλο της ορφάνιας και της αποστέρησης που κυριαρχεί στη συλλογή: φωτογραφίες των νεκρών αναρτώνται στον τοίχο ενός αγροτικού σπιτιού που φιλοξενεί την αφηγήτρια για το καλοκαίρι, υπό τα αδιάκριτα βλέμματα οίκτου των χωριανών. Ένας ακόμη θάνατος επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη και ανατίθεται στο «κορικάτσι» (κοριτσάκι) η ανακοίνωσή του, ενώ ένας σκύλος-κέρβερος εμποδίζει την πρόσβασή της στα σκοτεινά ενδιαιτήματα του Άδη. Όμως –και αυτό είναι το σημαντικότερο– έντονη είναι η απουσία του πατέρα, η ταυτότητα του οποίου αποκαλύπτεται σταδιακά, λέξη τη λέξη, μέσα από τα μισόλογα ενός τυφλού παιδιού. Παρότι τα πράγματα δεν κατονομάζονται επακριβώς («Ο λεγάμενος είναι αυτός που δεν λέμε τ’ όνομά του!») εδώ διασαφείται το μετεμφυλιακό πολιτικό σκηνικό και η εξορία παίρνει σάρκα και οστά, ως κληρονομημένο πεπρωμένο. Η προθεσμία του θανάτου παρατείνεται, εντείνοντας παράλληλα και την αγωνία για την αβέβαιη επιστροφή του πατέρα και αναβάλλοντας την ενηλικίωση.

Το αφηγηματικό σύμπαν της Μαρίας Καλιόρη έχει μιαν αυτοτέλεια που χαρακτηρίζεται από τις απανωτές συγκαλύψεις και τον υπαινιγμό. Την απαισιόδοξη –ή, ίσως, ρεαλιστική– οπτική της επιστέφει ένας ξεχωριστός λυρισμός, παρά τον εξώφθαλμα σαρκαστικό τόνο που τα διαπνέει. Επίσης, υπάρχει μια πένθιμη αποστέρηση και μια «πίσω ιστορία» στην ασφαλή, άρτια πρώτη συλλογή διηγημάτων της.

Η Εξορία αναζητάται ως terra incognita, ενώ το σημασιολογικό της εύρος απλώνεται στο υπαρξιακό πεδίο, όπως είναι αναμενόμενο. Τέλος, ο τίτλος υπογραμμίζεται από την ειρωνική υποδήλωση του αντιθέτου: «καλό» πεζοπόρο θα αποκαλούσε κανείς εκείνον του οποίου η πορεία ευοδώνεται, ενώ οι χαρακτήρες του βιβλίου ακολουθούν ένα ανακόλουθο σχήμα διαδρομής και η έκβαση της περιπέτειάς τους παραμένει –προς ευχάριστη έκπληξη του έμπειρου αναγνώστη– ένας ευφημισμός.

 

Πηγή: Bookpress

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.