Μερικές μικρές μαχαιριές | Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου

Κριτική της ποιήτριας Ελένης Παπανδρέου για τη συλλογή διηγημάτων «Μερικές μικρές μαχαιριές» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου, δημοσιευμένη στο αγαπημένο μας Fractal.

 

Με δανεικές συνθήκες ύπαρξης

Γράφει η Ελένη Παπανδρέου //

 

Ο ποιητής Βασίλης Παπαβασιλείου, εισέρχεται στον χώρο της πεζογραφίας με το βιβλίο «Μερικές μικρές μαχαιριές», έχοντας στη φαρέτρα του όλες τις αρετές ενός καλού ποιητή. Λόγος μεστός αλλά και πιστός στις αφηγηματικές ανάγκες των ιστοριών, διανθισμένος με ποιητικότητα αλλά και αλληγορικές προεκτάσεις, αντάξιες μιας ενδελεχούς διείσδυσης στον ψυχισμό των ηρώων που καθηλώνει τον αναγνώστη, οδηγώντας τον σε ένα στοχαστικό ταξίδι στο εύθραυστο όσο και παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι ήρωες του βιβλίου δραπετεύουν από τη ζωή, υποκαθιστώντας τη ροή της πραγματικότητας με δανεικές συνθήκες ύπαρξης. Κλεισμένοι σε ένα προστατευτικό καβούκι, μέρα με τη μέρα βυθίζονται σε μία κατάσταση εσωτερικής απόσυρσης, η οποία μεταφράζεται σε εγκλεισμό στο σπίτι – όπου το σπίτι συμβολίζει τον ίδιο τον εαυτό -, αποστασιοποιημένη παρατήρηση – αναζητώντας ουσιαστικά στους άλλους τη δική τους εικόνα -, διαβίωση στον κόσμο των αναμνήσεων – αρνούμενοι να ζήσουν στο παρόν – και ενίοτε θυσία της ευτυχίας ή της ίδιας της ζωής. Ο Θάνος, αντί να γελά ο ίδιος, συγκρίνει τις συχνότητες του γέλιου των συνδαιτημόνων ενός καφενείου. Για τον Χαραλάμπη η Αντίσταση στα βουνά είναι η μεγάλη ιδέα, μέσα στην οποία θάβει χωρίς δεύτερη σκέψη τη ζωή του. Η υπερήλικη κυρία ανασύρει τη φωνή της νεκρής αδερφής της για να κρατηθεί στη ζωή. Μια αρρώστια, ένα διαζύγιο, τα γηρατειά, μια μεγάλη ιδέα, ακόμα κι ένας μεγάλος έρωτας – τόσο μεγάλος που αδυνατεί να χωρέσει την ευτυχία – γίνονται απλά οι αφορμές για μια φυγή που μετακινεί τους ήρωες από το ορισμένο μιας υπάρχουσας συνθήκης σε ένα αόριστο μέλλον. Σε αυτή τη φυγή μένουν οι πρωταγωνιστές εγκλωβισμένοι αδυνατώντας να ξεφύγουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Αποστεωμένοι από το λογικό και το αναμενόμενο, παρατηρούν αντί να ζουν και νοσταλγούν αποζητώντας μια καινούργια έξοδο κινδύνου στη μνήμη.

Όσο περισσότερο εμμένουν σε αυτή τη φυγή, τόσο περισσότερο το φαντασιακό παίρνει τη θέση του πραγματικού, οδηγώντας τους σε εσωτερικό αδιέξοδο. Το ρόλο του προσώπου ως έκφανση της εσωτερικής αλήθειας παίρνει η μάσκα, μια αφόρητη αλλά απαραίτητη για την επιβίωση σύμβαση. Μάσκα είναι ο αλκοολισμός, η ζωή μέσα από τα social media, τα ψέματα που λέμε, αλλά και τα ψέματα που επιλέγουμε να πιστέψουμε. «Η αιθανόλη βοηθάει ν’ αναπνεύσει λίγο το πετσί απ’ την καλύπτρα του … το πετσί που καθρεφτίζει όλο τον πόνο και την ερημιά που κουβαλάνε όσοι δεν εμπιστεύθηκαν τα συναισθήματά τους κι ανάλωσαν το χρόνο τους μαζεύοντας άχρηστα πράγματα, τόσα πολλά, που δεν προλαβαίνουν να τ’ αγαπήσουν» αναφέρεται στο διήγημα «ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΗΣ ΜΑΣΚΑΣ».

Η απομάκρυνση από τον εαυτό, το συναίσθημα, τη συνύπαρξη είναι μια μορφή θανάτου. Ο Β. Παπαβασιλείου επαναπροσδιορίζει το δίπολο ζωή θάνατος, αναζητώντας μέσα από την αλληλουχία τους, τη ρευστότητα των ορίων. Όταν ο κορωνοϊός γίνεται η ιδανική δικαιολογία για εγκλεισμό, το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας «Η ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΑ» ανακαλύπτει πως η καρδιά του δεν έχει πια χτύπο. Το σώμα είναι παρών και όμως απών, καθώς η ζωή δραπετεύει από τις πραγματικές της διαστάσεις. «Δεν νοιώθω τίποτα» ομολογεί ο ήρωας αφού έχει δοκιμάσει τα πάντα. Με εξαίσιες λογοτεχνικές πινελιές που πάλλονται μεταξύ λυρισμού και μιας λεπτής αίσθησης ειρωνείας, ο συγγραφέας στοχάζεται, αναδιπλώνοντας τα όρια της ύπαρξης στον ορίζοντα των ιστοριών του. Καθρεφτίζοντας την ίδια τη ζωή, στα διηγήματά του το ευχάριστο δονείται μέσα στο δυσάρεστο. «Ο πόνος είναι ένδειξη ότι είμαστε ζωντανοί» αναφέρει στο διήγημα «ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ», σφραγίζοντας αυτή του τη δήλωση με τη λεπτοφυή παρατήρηση πως «με έρεισμα την ακόρεστη επιθυμία, βλέπουμε το φως μέσ’ από τις πληγές μας» (ό,τι χάνουμε σε άγγιγμα, το κερδίζουμε σε όραμα)». Οι ήρωές του, πλάσματα περιτριγυρισμένα από τη βαθιά μοναξιά της ύπαρξης, αρνούνται να ζήσουν γιατί αρνούνται να πεθάνουν, υποδεικνύοντας στον αναγνώστη μέσα από τις προσωπικές τους αστοχίες, πως τελικά ζωή είναι οι μικροί μας θάνατοι, τόσο εκείνοι που επιλέξαμε όσο κι εκείνοι που μας επέλεξαν.

Στην ανάμνηση ενός γέρου βαρκάρη, μιας γυναικείας ποδιάς ή του πρώτου φιλιού κοιμάται ο πλατύς ορίζοντας των παιδικών χρόνων με όλη την αλήθεια της αθωότητας. Ο Β. Παπαβασιλείου συχνά επιστρέφει σε αυτή την αθωότητα, αναβαπτίζοντας τη με τη νοσταλγία ενός λόγου αφαιρετικού που αφήνει τη γλυκόπικρη γεύση μιας μάταιης επιστροφής. «Το παιδικό βλέμμα όλα τα μεγεθύνει… Τα ίδια μάτια όταν τα περικυκλώσουν οι ρυτίδες, επαναπροσδιορίζουν σε πολύ μικρότερη κλίμακα τις ίδιες εικόνες. Ο βαθύς ορίζοντας ρηχαίνει, το ίδιο και το όραμα της ζωής». Οι ήρωες αναμετρώνται με τη μνήμη είτε για να αντιμετωπίσουν έναν αλλοτινό εαυτό -όπως στην περίπτωση του άνδρα που απροσδόκητα συναντά στον Κήπο τον πρώτο του έρωτα – είτε γιατί μέσα από τη ζωή των άλλων παλεύουν να επαναπροσδιορίσουν τη δική τους – όπως ο άντρας που θυμάται πάλι τα λόγια του Κυρ Κώστα του βαρκάρη των παιδικών του χρόνων. Σε κάθε περίπτωση μέσα από αυτό το άλμα της μνήμης τα πρόσωπα παλεύουν να δώσουν νόημα στην ιστορία τους ως σύνολο κι εξέλιξη μιας πορείας. Ο βιωμένος χρόνος επιστρέφει για να διεκδικήσει το παρόν, όχι ως συνέχεια αλλά ως κυρίαρχο συστατικό της ίδιας της ζωής.

Ταυτόχρονα ο χρόνος, ως φορέας του πεπρωμένου, γίνεται κλειδοκράτορας της ιστορίας. Η στιγμή πότε αφαιρεί και πότε επαναπροσδιορίζει τα κεκτημένα, μετατρέποντας το γνωστό σε κάτι απροσδιόριστα ξένο. Έρμαια του τυχαίου οι ήρωες επιβραβεύονται ή ταλανίζονται από συμπτώσεις. Κακότυχος ο αλλοδαπός κλέφτης, καλότυχος εκείνος που τον έπιασε. Ο «θάνατος» του ενός γίνεται η «ζωή» του άλλου. Μια στραβή μπαλιά καταδικάζει σε θάνατο το καναρίνι, την ιδιοκτήτρια του και την αγαπημένη γιαγιά του μικρού ποδοσφαιριστή. Έτσι έγινε ή έτσι νομίζει εκείνος; Η παντοδυναμία της στιγμής ζει στο παρόν που αγναντεύει με έπαρση το μέλλον. Το χαμόγελο της μοίρας μεταμορφώνεται σε σαρκαστικό γέλιο που από κρυμμένη γωνία παρακολουθεί τον καθένα μας, αμφισβητώντας το αίσιο τέλος της ιστορίας, όπως υποδεικνύει το διήγημα «Ο ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ».

Ο Β. Παπαβασιλείου έχει στραμμένη τη ματιά του στο φως, ως συνθήκη αποκάλυψης αλλά και ως παρουσία του αγαθού. Μέσα από την παρουσία ή την έλλειψη αντίστοιχα, ακολουθεί τις ψυχικές συνισταμένες των πρωταγωνιστών του. Σε ένα εφιαλτικό σενάριο οι άνθρωποι ζουν μέσα στα πηγάδια λόγω έλλειψης νερού – όπου σημειολογικά το νερό εκτός από προαπαιτούμενο της ζωής είναι και φορέας του συναισθήματος. Εγκλωβισμένοι στο σκοτάδι ονειρεύονται «το άπλετο φως του ήλιου» αφού «ο ορίζοντας είναι ένα απειροελάχιστο φως στο φιλιατρό του πηγαδιού». Για τη γηραιά κυρία, που ζει εγκλωβισμένη στη μνήμη ο ήλιος είναι ψεύτης. Για τον λαϊκό φιλόσοφο Μένιο τ’ αστροπελέκια «είναι η ακτινογραφία της ψυχής, φωτίζουν στιγμιαία τις προθέσεις, ξεγυμνώνουν τ’ ανύπαρκτα προβλήματα». Το φως μπαινοβγαίνει στις ψυχές κατά τις προσταγές της πλοκής αλλά και του εσωτερικού τους γίγνεσθαι. Χαρακτηριστικό είναι πως στα διηγήματα «ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ» και «ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ» ο συγγραφέας έντεχνα χρησιμοποιεί την ανατολή και τη δύση ως κομβικά σημεία συνάντησης των ανθρώπων με τον έρωτα, το θάνατο και τις αναμνήσεις, ενώ χαρακτηριστικά ονομάζει Αυγή την ηρωίδα που η ζωή της στιγματίζεται στην αλλαγή της μέρας.

Με μια εξαίσια αίσθηση του χιούμορ, ο Β. Παπαβασιλείου φωτίζει αιχμηρά στοιχεία της προσωπικότητας των χαρακτήρων, προκαλώντας μας σε μια ανάγνωση που γελά ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί ή αποκαλύπτει. Με στοχευμένη χρήση επιθέτων οδηγεί σε ένα ευφάνταστο πάντρεμα λέξεων και νοημάτων, το οποίο φωτίζει ψυχογραφικά τα συνθετικά στοιχεία της ιστορίας. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε στο διήγημα «ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ» πως «Μετά την αποκάλυψη … πως οι προηγούμενοι διοικούντες ήταν δόλιοι, πλούσιοι επιχειρηματίες που παρεισέφρυσαν στην τάξη των ηθικών σοφών, με πλαστά πατριωτικά πιστοποιητικά αυτοθυσίας» ετοιμάζονται «ενθουσιαστικές προβολές με απεριόριστη ανάλυση, τρισδιάστατη παραισθητική και αναισθητική τεχνολογία» που «δουλεύουν ακατάπαυστα να ξεριζώσουν την καχυποψία», ενώ στην ιστορία «Η ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΑ» η διάγνωση του ψυχιάτρου είναι «αθηρωματική αναισθησία» και η συνταγογράφηση περιλαμβάνει «Στατίνες φιλιών σε σιρόπι», «Ένα, τουλάχιστον, ευήλιο όνειρο πριν τον ύπνο με ανοιχτά τα μάτια» και «Υποχρεωτικός επανέλεγχος κάθε δέκα μέρες και επαναπροσδιορισμός της θεραπείας προς αποφυγή του ουδέτερου τρόπου επικοινωνίας (ρουτίνα) που αδρανοποιεί τα αισθητήρια όργανα». Επιπλέον, σε ένα ευτυχές σημειολογικό πάντρεμα κειμένου και εικόνας, ο συγγραφέας δανείζεται στοιχεία από διάσημους πίνακες ζωγραφικής (οι οποίοι παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου), ανοίγοντας έναν εσωτερικό διάλογο μεταξύ των δύο τεχνών που τελικά εμπλουτίζει τη δόμηση των χαρακτήρων.

Ο Β.Παπαβασιλείου και σε αυτό το βιβλίο επιβεβαιώνει την ποιητική του ταυτότητα, η οποία φέρνει στην επιφάνεια ένα λόγο πεζό αλλά ποιητικό στην ουσία του, μέσα από την πυκνότητα, τις λυρικές περιγραφές και την οραματική λειτουργία της αλληγορίας. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Οι λέξεις μοιάζουν χορογραφημένες για να αναδείξουν νοήματα σε πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, πλάθοντας κοφτερές ιστορίες που γίνονται δρόμοι για να χωρέσουν τα σώματα των ηρώων «μερικές μικρές μαχαιριές» και καταλήγοντας στο συμπέρασμα που εύγλωττα συνοψίζει τη στοχαστική διάθεση του βιβλίου: «Ένας βυθός είναι η λύπη, κάθεσαι μονάχος στον πυθμένα και χαζεύεις τα πεφταστέρια μόλις ακουμπούν στο βυθό να φωτίζουν τα ναυάγιά σου».

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.