Μέλι | Τα καύκαλα | Fractal
Διήγημα: «Μέλι»

Του Γιώργου Θάνου

 

Κάθε φορά που άνοιγε την τζαμόπορτα, τον τύλιγε καθησυχαστικά η βαριά βουτυρίλα. Βούτυρο και βουνίσιο μέλι, μυρωδιές που πάντοτε τον προστάτευαν, υφαίνοντας γύρω του πυκνό κουκούλι.

Τα γαλακτοπωλεία ήταν από τα μέρη που βαθιά τον ηρεμούσαν. Αυτά τα μαγαζιά, αλλά και τα ζαχαροπλαστεία, όταν είναι αυτής της κοπής, είναι μέρη λαϊκά. Τίποτε δεν είχε να φοβηθεί από μαστόρια, χτίστες και μπογιατζήδες, ούτε καν από τους εργολάβους, που περιουσίες ολόκληρες στήσανε πάνω στα τσίγκινα τραπέζια. Ούτε λόγος, βέβαια, να γίνεται για τις ύποπτες φάτσες που συχνά πυκνά μαζεύονταν σε τέτοια μέρη· καθένας τους κοιτούσε τη δουλειά του μοναχά. Αφήνει πια τους επαρχιώτες, αυτοί είχανε τα μάτια κατεβασμένα σε τεφτέρια, εξετάσεις ιατρικές και πιστοποιητικά του δημοσίου.

Από το δικό του το χωριό σπάνια περνούσε κανείς από τα δυο-τρία γαλακτοπωλεία που σύχναζε. Τα λεωφορεία τους ήτανε από την άλλη μεριά και οι κατεβασμένοι στην Αθήνα επαρχιώτες δε συμπαθούνε τις μεγάλες βόλτες ούτε αλλάζουν εύκολα μαγαζιά. Μα ακόμα κι αν πετύχαινε κανένα γνωστό του πάνω από τον ταβά με τα ρυζόγαλα ο Μιχάλης, σπάνια διέκρινε βλέμμα αδιάκριτο ή επιτιμητικό – ξέρανε οι περισσότεροι και καταλαβαίνανε.

Όταν ήτανε μικρός, θυμάται τη μεγάλη του αδερφή να βουτά το δάχτυλό της στο πήλινο με το μέλι και να του το δίνει να το πιπιλίσει όταν αχάραγα ξυπνούσαν. «Για να μη σου κλέψει τη φωνή η αηδόνα» του έλεγε. Τον λίγωναν η βαριά μυρωδιά του μελιού και ο φόβος της τρομερής αηδόνας και ρουφούσε το δάχτυλο λαίμαργα. Ήταν μικρό το χωριό και το έζωναν οι θρύλοι· ιδιαίτερα έτρεμαν το βούβαγμα, το χάσιμο της φωνής από νεράιδα ή δαιμονικό. Ο χαζο-Γιάννης που έμενε στην άκρη του χωριού είχε από παιδί ολότελα μουγγαθεί. Νεραϊδοπαρμένος λέγανε οι γριές και σταυροκοπιόνταν.

Πολλές φορές βλαστήμησε ο Μιχάλης το μέλι που είχε ρουφήξει κι άλλες τόσες είχε μακαρίσει το χαζο-Γιάννη για την τύχη του. Στο Τρίκερι, στα τέλη του ’47, αλλά και πιο μετά, θα προτιμούσε να μην έχει γλώσσα. Πίστεψε μέσα του ο Μιχάλης τη μουγγαμάρα για ευλογία, ευχότανε να μην είχε φωνή να μιλήσει. Θυμότανε κι εκείνον τον Καραγκιόζη που ’χε δει στου χωριού του την πλατεία, «Η θυσία του Κυναιγείρου»: Ο γενναίος Κυναίγειρος, πιστός στα ιδανικά του μέχρι τέλους, κρατούσε τα περσικά πλοία με τα χέρια, μέχρι που του τα κόψανε με σπαθί. Ευχότανε να του κοπούν τα χέρια από τους αγκώνες, να μην είναι δυνατό πια να υπογράψει. Όμως τα ταγκαλάκια τού ’χαν αφήσει τη φωνή άθικτη και κρυσταλλένια και τα χέρια του, αντίθετα με του Κυναίγειρου, στέκανε στη θέση τους, παρά τις γρατσουνιές που τα χαράκωναν. Έτσι, αναγκάστηκε να συμφωνήσει πως «δηλοί υπευθύνως» κι έβαλε και την υπογραφή του, ιδιοχείρως, από κάτω.

Όταν δοκίμασε να γυρίσει στο χωριό του, ο παπάς είχε ήδη διαβάσει τα γράμματά του, που υποχρεωτικά του είχε στείλει, στο ποίμνιο με ιδιαίτερη ζέση. Μόνο ο χαζο-Γιάννης καθότανε μαζί με το Μιχάλη στο καφενείο. Μοιράζονταν τη σιωπή και το αβάστακτο βλέμμα που τους ζύγιζε από πάνω μέχρι κάτω και τους έβγαζε λειψούς. Αλλά και στην Αθήνα όταν κατέβηκε, τα καφενεία είχαν ονόματα παρμένα από χωριά, επιμελώς άρχισε ν’ αποφεύγει όσα είχαν ονοματιστεί από την επαρχία τη δική του, κατόπιν και τις πρεσβείες των γειτονικών νομών. Κακό χωριό, λένε, τα λίγα σπίτια· πολλά κακά χωριά αραδιασμένα στη σειρά η μεγάλη πόλη.

Του μείνανε τα γαλατάδικα, αυτά που είχε ξεδιαλέξει, όπου ξένος μέσα στους ξένους, μπορούσε ο Μιχάλης να ξύνει με το μαχαιράκι του το πιάτο για να μαζέψει το μέλι που περίσσευε από τους λουκουμάδες, χωρίς πια να φοβάται την αηδόνα, που δε θα τον ρωτούσε γιατί δε βάσταξε και υπέγραψε τη δήλωση που του έφεραν μπροστά του· τόσα χρόνια πια, τον είχαν ολόκληρο βουβάνει.

 

* Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο του Γιώργου Θάνου, «Τα καύκαλα» (Βραβείο «Μένη Κουμανταρέα» 2020 Εταιρείας Συγγραφέων), εκδόσεις Ιωλκός.

 

Πηγή | Copyright: Fractal | Εκδόσεις Ιωλκός

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.