Ώρες | Ελένη Παπανδρέου

Βήματα στην ομίχλη

Βαγγέλης Δημητριάδης, «Ποιητικά», τεύχος 37, σελ 12-13

Οι Ώρες (εκδόσεις Ιωλκός, 2019) της Ελένης Παπανδρέου είναι μια δραματική κοινωνική ιστορία της διπλανής πόρτας, που εξελίσσεται εγκλωβισμένη στη φυλακή του χρόνου και της ανθρώπινης μοίρας. Αποδίδεται με φαντασία, λυρισμό και τρυφερότητα. Η δομή της άγει την καταγωγή της στον θεατρικό λόγο. Προσομοιάζει με μονόπρακτο ποιητικό αναλόγιο, στο οποίο διαλέγονται ο πατέρας και η μητέρα μιας τετραμελούς οικογένειας. Ο πρώτος είναι διαχρονικά παρών, η δεύτερη παραμένει απούσα από τον ενεστώτα χρόνο αλλά συμβατικά παρούσα στα τεκταινόμενα και κυρίως σε εκείνα των χρονικών αναδιπλώσεων της μνήμης, με τα οποία εμπλουτίζει τον λόγο της και επαναφέρει στο προσκήνιο με νοσταλγία το παρελθόν, συνθέτοντας σε ενιαίο σύνολο το πριν με το νυν.

Σαν βήματα που μετρούν τη ζωή.
Σαν βιαστικοί οργανοπαίχτες
που πότε κατεβαίνουν τις σκάλες
με το σκληρό ρυθμό της λύπης,
πότε κρυφακούν από τις χαραμάδες του δωματίου
τον τραχύ θόρυβο του φόβου
να κυκλώνει μικρούς, καθημερινούς ήχους:
μια σελίδα που γυρνάει,
η κουβέρτα που μαζεύτηκε,
η ζωή που αναπνέει.

Αμφότεροι οι γονείς σκέπτονται, ονειρεύονται, μονολογούν, βιώνουν και αναβιώνουν, με εναλλακτικές συμπληρωματικές σκιαγραφήσεις, τις χαρές και τις λύπες του κοινού βίου τους, τα ευτυχισμένα και τα χαμένα καλοκαίρια κάτω από την επιβλητική κηδεμονία του αδυσώπητου χρόνου, του ρυθμιστή της ζωής και της τύχης των πάντων: αναφορές του πατέρα, που εκπροσωπεί τα γήινα πάθη και της απούσας μητέρας, η οποία με την οραματική παρουσία της υπογραμμίζει τη δύναμη του έρωτα και της μητρότητας.

Πέρα από τα δύο πρόσωπα που συμμετέχουν στα δρώμενα, παρεμβάλλεται και κάποιος αθέατος αφηγητής, που υπό μία έννοια υποκαθιστά τον χορό αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και προβάλλει την ειμαρμένη ως την ανώτερη δύναμη της ζωής: «Πράγμα πιότερο δικός σου από τη μοίρα δεν υπάρχει». Η μοίρα, λοιπόν, και ο απεριόριστος χρόνος διαφεντεύουν ό,τι μας αφορά:

Μικρή ζωή,
μικρός θάνατος.
Μεγάλες μόνο οι ώρες
που παραμονεύουν στο προσκέφαλό μας.

Εγκόσμια νομοτέλεια

Από τα στόματα των ηρώων ακούγονται παγιωμένες σκέψεις αιώνων, ένα αειθαλές αντικείμενο μελέτης και αναφοράς στην εγκόσμια νομοτέλεια, στα αφορώντα την ανθρωπότητα από τις απαρχές της Ιωνικής φιλοσοφίας μέχρι τις μέρες μας με υπόκρουση το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον ή του Ηράκλειτου το εστίν ειμαρμένα πάντα.

Ο συγκείμενος συμβολισμός (με υπερφυσικούς όρους) της φθίνουσας σχέσης του ζεύγους η οποία, ξεπερνώντας τη δύναμη του θανάτου, ισχυροποιείται μπροστά στον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή του παιδιού του και κατ’ επέκταση στον κίνδυνο που διατρέχει η συνέχιση της ευτυχίας και της ζωής μέσα από τη μακροζωία και την ευημερία, εγείρει μια έντονη αμφισβήτηση της απόστασης ανάμεσα στο Είναι και στο Μηδέν. Η εμπειρία του κενού αποκτά υπόσταση και αποκαθηλώνεται από την ενέργεια που παράγει η δοκιμασία της μάνας -πρωτίστως-, που, ενώ δεν αντιδρά σε εκείνο που συμβαίνει στο σώμα της, στην περίπτωση του παιδιού της καταργεί το Μηδέν και, διατρέχοντας το με φυσικότητα, επιστρέφει στο Είναι.

Ταυτόχρονα, οι Ώρες της Ελ. Παπανδρέου διεκτραγωδούν την άδικη συμπεριφορά της Μοίρας, να σπέρνει ανελέητα την επάρατη νόσο στους ήρεμους οικογενειακούς λειμώνες και να μην επιτρέπει την, κατά τα άλλα, ευτυχέστερη κοινωνία της ανθρωπότητας, τουλάχιστον από την άποψη παροχής αγαθών, να απολαύσει την ευτυχία της. Όπως, ταυτόχρονα, οι Ώρες δεν μας επιτρέπουν να αγνοήσουμε ότι για να κερδίσει κανείς τη ζωή πρέπει να αγωνιστεί για να συμβιβαστεί με τον θάνατο, αφού αυτός είναι ο απαράβατος προορισμός των όντων.

Είσαι ένα ποτάμι.
Είσαι ένα ημερολόγιο από ανάσες.
Είσαι συ που τρέχεις όλο και πιο δυνατή μέσα μου.
Μια κόκκινη θάλασσα σκεπάζει το δωμάτιο.
Γίνομαι κουκίδα στο μακρινό ορίζοντα της έλλειψής σου.

Ύφανση με το υφάδι

Η ποιητική της Παπανδρέου διαθέτει το πλεονέκτημα να συνθέτει αρμονικά την ομορφιά της τέχνης με την αλήθεια της ζωής ή, για να παραφράσω τον Σέιμους Χίνι, την ύφανση με το υφάδι. Κάτι δηλαδή που δεν είναι πάντοτε εφικτό στην τέχνη της ποίησης, είτε επειδή ο ποιητής στοχεύει στην ιδανική απόδοση της ομορφιάς, είτε επειδή αγωνίζεται να προβάλει αυτούσια πτυχές της ατομικής ή συλλογικής περιπέτειας των ανθρώπων, θέτοντας σε δευτερεύουσα θέση ή αγνοώντας (κάποια ή όλα) τα αισθητικά γνωρίσματα της ποιητικής τέχνης. Η Παπανδρέου επιτυγχάνει τη σύνθεση που ανέφερα σε τέτοιο βαθμό, που αποτρέπει τις κακόβουλες σκέψεις περί κοινοτοπίας του βασικού σεναρίου, το οποίο πραγματεύονται οι μονόλογοι των δύο πρωταγωνιστών. Των προσώπων δηλαδή που η αμοιβαία αγάπη/στοργή στα παιδιά τους υπερβαίνει τα όρια της θνητότητας και που δεν αποδέχονται την οριστική τομή ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία.

Γι’ αυτό και συνεχίζουν να είναι μαζί με την ψυχή και το πνεύμα τους, συνθέτοντας ένα δεσμό ευδιάκριτο, με εξωτερικά γνωρίσματα του άνδρα την μοναξιά, τη θλίψη, την έλλειψη, τις γλυκόπικρες αναμνήσεις, τη φροντίδα, την καταφυγή σε μηχανισμούς παραπλάνησης του ανελέητου χρόνου, την υποκατάσταση της συμβίωσης με ψήγματα μελλοντικής ευτυχίας των παιδιών, την αυτοτροφοδότηση της υπομονής με ιδεοληπτικούς συσχετισμούς και βασανιστικές παραισθήσεις ανασύστασης του κοινού παρελθόντος∙ και της γυναίκας, που εκδηλώνει από τον άγνωστο κόσμο των φαντασμάτων τις επιθυμίες της , προβάλλοντας το μητρικό φίλτρο, τον έρωτα, τη γυναικεία διαίσθηση μα και την ισχύ του αναπόφευκτου. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια συμβατική εξισορρόπηση ανάμεσα στο δυνατό και στο αδύνατο, όπως συγκλονιστικά έχει καταγραφεί στις παραλογές της δημοτικής μας ποίησης∙ εξισορρόπηση που, ωστόσο, υποδηλώνει ότι η ανθρώπινη φύση είναι ανίκανη να αντιταχθεί στη μοίρα, στο τυχαίο που επιφυλάσσει ο χρόνος.

Μαζί περπατήσαμε σε σκιές σκοτεινές.
Τα πόδια μας έσερναν τις ώρες σαν αλυσίδες
και ήταν του θανάτου ο θόρυβος ανατριχιαστικός
καθώς περνούσε δίπλα μας.

Σιωπή, ριζωμένες σκιές και οδύνη

Αλλά, για να επιστρέψω στο προσωπικό και στα βιογραφικά δεδομένα που εγκατέλειψα στην αρχή, είναι γεγονός ότι στο ποιητικό δράμα της Παπανδρέου υπάρχουν 27 καλοκαίρια ευτυχισμένης ζωής με παρακαταθήκη δυο απογόνους. Ώσπου στο τέλος ένας όγκος στο στήθος να υποχρεώσει τη μητέρα να αφήσει πίσω της σιωπή, ριζωμένες σκιές και οδύνη. Υπό αυτές τις συνθήκες θα παγώσει ο χρόνος και η πλοκή θα ακινητοποιηθεί σε έναν διογκωμένο ενεστώτα, όπου θα διαδραματισθεί το παράλογο. Τα μάτια της ψυχής και η φαντασία θα επιχειρήσουν να περιγράψουν πως προέκυψε ο αναπάντεχος παραδαρμός δύο ανθρώπων και από τον ανέφελο οικογενειακό ουρανό άρχισαν να βαδίζουν αβέβαια στην ομίχλη μιας ονειρικής πραγματικότητας, μέχρι να φτάσουν στο τέλος:

Όταν συμβούν όλα τούτα,
για τελευταία φορά
θα σταθείς στην πόρτα
-ένας καταρράκτης από κόκκινα όνειρα
στο φως του μεσημεριού-
προσμένοντας
αεράκι ξαφνικό να σε πάρει μαζί του.

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.