Ώρες | Ελένη Παπανδρέου

Ελένη Παπανδρέου, «Ώρες», εκδόσεις Ιωλκός

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

Τα καλά ποιήματα γράφονται ενώ έχει κυοφορηθεί ένας κορυφαίος στίχος που δεν υπάρχει αναγκαστικά πάντα στο τέλος του ποιήματος. Μπορεί να κλείνει βέβαια ένα ποίημα ο κορυφαίος αυτός στίχος, μπορεί όμως να είναι και στο μέσον ενός ποιήματος ή ακόμη και στην αρχή του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως μαζεύει τις ορατές ή αόρατες αρετές του ποιήματος, ώστε εμείς που το διαβάζουμε να αισθανόμαστε τον στίχο αυτό να μας δρομολογεί μέσα στις μυστικές στοές του.

Ξεκινήσαμε ενδεχομένως με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να μιλήσουμε για το βιβλίο της Ελένης Παπανδρέου γιατί, όσο και αν η ίδια επιλέγει ευθέως έναν τίτλο που θέτει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ποίησης που είναι η σχέση της με το χρόνο, κάνοντας λόγο για κορυφαίους στίχους παραπέμπουμε ακριβώς στην κορυφαία μορφή του χρόνου που είναι η ποίηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΩΡΕΣ (εκδόσεις Ιωλκός) είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής, οδυνηρής εμπειρίας, σάμπως και οι ώρες, ο χρόνος δηλαδή, για να υπάρξουν, για να αποκτήσουν μια πραγματική και τελεσίδικη υπόσταση χρειάζονται το ιδιαίτερο, το ανήκουστο και το αδιανόητο για τα ανθρώπινα μέτρα. Όσο κι αν οι ώρες είναι μια καθαρά ανθρώπινη επινόηση, φαίνεται να μη γεμίζουν με ό,τι αορίστως ή πιο εξειδικευμένα αποκαλείται ανθρώπινο, αλλά με κάτι που ξεπερνάει τον άνθρωπο και που όσο κι αν τον συνθλίβει κατά κάποιο τρόπο είναι και η δικαίωση του.

Χορός αρχαίας τραγωδίας

Συνήθως σ’ ένα ποιητικό βιβλίο το υποκείμενό του και το αντικείμενό του είναι ο ίδιος ο ποιητής, όποιο προσωπείο κι αν χρησιμοποιεί, ή όποιο κλειδί κι αν μετέρχεται, προκειμένου να του γίνει γνωστό κάτι που τον βασανίζει, αλλά δεν έχει πάρει ακόμη συγκεκριμένη μορφή.

Στις ΩΡΕΣ της Ελένης Παπανδρέου τα πρόσωπα είναι πολλά, εναλλάσσονται όπως τα μέλη ενός χορού αρχαίας τραγωδίας, με πρωταγωνιστικά εκείνα του πατέρα και της μητέρας, σάμπως για ν’ αναδείξουν την κοινοκτημοσύνη του πόνου, όσο κι αν ο τελευταίος κορυφώνεται, πάντα σε σχέση με τον ένα. Είναι καταπληκτικό η ευχέρεια με την οποία η Ελένη Παπανδρέου περνάει από το πρώτο στο δεύτερο και στο τρίτο πρόσωπο του ενικού αριθμού, ώστε να συνειδητοποιούμε πως η ζωή ως ολότητα στον ίδιο βαθμό που μας προϋποθέτει ως πάσχοντες, στον ίδιο ακριβώς μας νομιμοποιεί και ως ξένους σε κάθε τι που συνιστά έναν κοινό παρονομαστή. Να ένας λόγος που κάνει σοφά να έχει επιλεγεί ο τίτλος ΩΡΕΣ, καθώς την αναπότρεπτα φιλοσοφική του χροιά την κάνει κυριολεκτικά σκόνη η ύπαρξη ενός βιώματος, που όσο και αν μετέρχεται κοινόχρηστες έννοιες και κοινόχρηστα αντικείμενα, όπως τα σεντόνια ή τα καλοκαίρια, τόσο πιο πρωτότυπο και αναντικατάστατο αναδεικνύεται το ίδιο.

Δεν συναντούμε σε πολλά ποιητικά βιβλία, ή μάλλον το συναντούμε πάρα πολύ σπάνια, αντί να έχουμε ως μότο τον στίχο ή την στροφή ενός διάσημου ή λιγότερο γνωστού ποιήματος, να διαβάζουμε μια πρόταση τόσο συγκεκριμένη και λιτή όπως αυτή που παραθέτεται ως μότο στο βιβλίο της ΩΡΕΣ η Ελένη Παπανδρέου.

«Ένα άντρας γύρω στα εξήντα σ’ ένα άδειο δωμάτιο νοσοκομείου. Περιμένει το γιο του απ’ το χειρουργείο. Το πανωφόρι του είναι καλά τακτοποιημένο πάνω σε μια καρέκλα. Κόσμος πηγαινοέρχεται έξω από το δωμάτιο.»

Μονοπάτι μνήμης και χαράς

Αναρωτιέται κανείς όταν τόσο σφιχτά, τόσο αποπνικτικά ορίζεται το πλαίσιο ενός ποιητικού βιβλίου, ποιες διεξόδους θα κατορθώσει να δημιουργήσει ο ποιητής, ώστε να αξιοποιήσει όσα σε σχέση με το γύρω του κόσμο εισρέουν ακάθεκτα μέσα του ή ο ίδιος του ο εαυτός προκαλεί, προκειμένου αυτά όλα που εισρέουν να υπάρξουν. Από την «Έρημη Χώρα» του Thomas S. Eliot, «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» του Οδυσσέα Ελύτη και τα «Χρωμοτραύματα» του Μίλτου Σαχτούρη – ως παράδειγμα τα βιβλία αυτά – αν τα διαβάσουμε προσεχτικά, θα παρατηρήσουμε τους αφάνταστα και τρομερούς περιορισμούς που θέτουν οι ίδιοι οι ποιητές στον εαυτό τους ώστε, ό,τι προκύπτει στη συνέχεια να έχει τον αποστακτικό χαρακτήρα του ύδατος εκ της πέτρας.

Φαίνεται να ισχύει το ίδιο ακριβώς για την Ελένη Παπανδρέου, διαφορετικά πώς άνθρωποι ξαπλωμένοι στην άμμο θα γίνονταν ένα μονοπάτι μνήμης και χαράς, ή το νερό που πίνει βιαστικά ένας άνθρωπος θα γινόταν να έχει ταξιδέψει πολιτείες ολόκληρες και να έχει γνωρίσει ανθρώπους λυπημένους.

Αύγουστος

Όσο τυχαία πολλές φορές φαίνεται βαλμένο το καθετί μέσα σ’ ένα ποίημα, σάμπως για να εξασφαλίζεται ένα περιθώριο, ώστε ενώ γράφεται το ποίημα καθετί που ενδέχεται να προκύψει καθ’ οδόν να μπορεί να διεκδικήσει μία θέση μέσα του, άλλο τόσο μια συγγένεια ή μια ομοιότητα λέξεων αποκαλύπτει την επιμονή ενός γεωτρύπανου, προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια εντελώς ανόμοιες ανάμεσά τους ποιότητες που έχουν ως αφετηρία την ίδια ακριβώς λέξη.

Με την έννοια αυτή θα μπορούσε να υπογραμμίσει κανείς τη λέξη «Αύγουστος», σε σχέση με την Ελένη Παπανδρέου, καθώς τίτλος του προηγουμένου ποιητικού της βιβλίου, ΜΑΤΑΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ για την ακρίβεια, τη συναντάμε τη λέξη αυτή δυο τουλάχιστον φορές ακόμα στις ΩΡΕΣ, τη μια ως πανωφόρι τον Αύγουστο και την άλλη ως την αλύπητη ζέστη ενός Αυγούστου. Αν και είναι εύκολη η διάκριση ανάμεσα στη λέξη μάταιος και στη λέξη ματαίωση, θα άξιζε να υπογραμμίσουμε πως, όση ματαιότητα θα απέδιδε κανείς στο πρώτο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Παπανδρέου, με άλλη τόση ματαίωση θα χρέωνε το δεύτερο, ή μάλλον πολύ περισσότερη, καθώς φαίνεται να είναι το κυριαρχικό ή μάλλον το συστατικό στοιχείο όλων των ποιημάτων.

Ενδεικτικοί οι στίχοι

«Να του φέρω λίγο νερό;
Μα δεν πίνει.
Να του φέρω τα βιβλία του;
Μα δε διαβάζει.
Να του φέρω πίσω τη ζωή του;
Μα πού είναι η ζωή του;»

Πολύ λίγα μπορούμε να θυμηθούμε μέσα στην ελληνική ποιητική βιβλιογραφία που έχουν ως υποκείμενο τους ονομαστικά έναν άνδρα ή μια γυναίκα, για παράδειγμα «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ» του Νίκου Καρούζου, έτσι ώστε τα ονόματα του Γιώργου και της Μαρίας, είτε η Μαρία τρώει ένα κουλούρι ή ο Γιώργος κυνηγάει ένα γλάρο, είτε ο Γιώργος πειράζει τη Μαρία – στις ΩΡΕΣ όλα αυτά – να ενέχουν μια σημασία πολλαπλάσια σε σχέση με την περιπτωσιολογία που συνιστά πάντα κάθε συγκεκριμένο όνομα. Χωρίς να μεταβάλλονται σε σύμβολα τα ονόματα, διαθέτουν μια ανθρώπινη ευρυχωρία τόσο συγκινητική, όση τουλάχιστον τα εντελώς κοινότοπα ονόματα τους δε φαίνεται να την υπαινίσσονται. Πιστεύω ότι τα ονόματα Γιάννης και Μαρία είναι επιλεγμένα δύο τόσο κοινότυπα ονόματα, αντί να είναι Αριάδνη και Επαμεινώνδας.

Κίτρινη κορδέλα

Αν μου ζητούσαν ωστόσο να συνοψίσω επιλέγοντας και ονομάζοντας τις υπόγειες δυνάμεις που δρουν στα ποιήματα των ΩΡΩΝ, ώστε συχνά το άνθισμά τους στην επιφάνεια να δημιουργεί μια αντίφαση, μια αντίφαση ζωής που η ποίηση την αξιοποιεί πάντα για λογαριασμό της, θα έλεγα τούτο: με τα ίδια ακριβώς υλικά που φτιάχνεται και δοξολογείται η ζωή με τα ίδια ακριβώς υλικά να τροφοδοτείται ο θάνατος. Όπως «Κρατάς αγκαλιά μια πόλη μενεξεδένια και φιλεύεις σε κάθε σου βήμα τον κόσμο» δε χρειάζεται καν μια δρασκελιά για να αποφανθείς πως «η αγωνία είναι ο αέρας στο στήθος που κάθε μέρα οσμίζεται το θάνατο» και η κίτρινη κορδέλα που χορεύει βαλς με τα φώτα να καίνε μέρα μεσημέρι είναι το άλλο όνομα του θαλάμου αναμονής που μυρίζει θάνατο και αντισηπτικό.

Πηγή | Copyright: Περ. «Οδός Πανός» (τ. 188, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2020) | Θανάσης Θ. Νιάρχος

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.