Συνέντευξη της Αντιγόνης Ζόγκα, για το βιβλίο της «Κιντσούγκι» (εκδόσεις Ιωλκός, 2019), που φιλοξενείται στα «Μικροπράγματα», της LiFO.
***
Αντιγόνη Ζόγκα: Πώς έγραψα το βιβλίο μου ‘Κιντσούγκι’
Τη μέρα που ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, ήταν η μέρα που έκοψα το τσιγάρο
Από τον Άρη Δημοκίδη
Το Κιντσούγκι δεν είναι το πρώτο μου βιβλίο.
Επίσης, το Κιντσούγκι αρχικά δεν λεγόταν Κιντσούγκι.
Όταν ξεκινάω να γράφω συνήθως έχω ήδη συλλάβει τον τίτλο, και ο αρχικός τίτλος του βιβλίου αυτού ήταν Κατάρα Βίλατζ. Ακούγεται ίσως εντελώς επινοημένο, αλλά στην πραγματικότητα το Κατάρα Βίλατζ είναι υπαρκτό μέρος: βρίσκεται στο Κατάρ. Μιλάει για τις περιπέτειες μιας άνεργης γυναίκας, που πηγαίνει εκεί να ψάξει δουλειά. Παρόλο που το Κατάρα Βίλατζ ήταν η πρώτη ιστορία που γράφτηκε, στη συλλογή το τοποθέτησα τελευταίο γιατί οι ιστορίες ακολουθούν μια χρονολογική σειρά: από το 2009 έως το 2016 – τα χρόνια της μεγάλης κρίσης, δηλαδή.
Τελικά όμως, το Κατάρα Βίλατζ δεν μπήκε στη συλλογή, γιατί ήταν πολύ μεγάλο, νουβέλα, και δεν χωρούσε. Μην νομίζετε, έχουν και οι εκδόσεις τα μικρά χωρητικά μυστικά τους. Οπότε η συλλογή, που δεν είναι το πρώτο μου βιβλίο, και που πήρε το όνομά της από μια ιστορία, η οποία τελικά δεν μπήκε, απέμεινε αβάφτιστη σαν βρέφος. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Κάπνιζα πολύ, και για καιρό. Κάπνιζα επί 20 χρόνια, παρόλο που είχα προσπαθήσει να το κόψω και παρόλο που είμαι ασθματική. Ήμουν, δε, πεπεισμένη ότι το κάπνισμα με βοηθούσε στο γράψιμο, αν και είχα να γράψω κάτι πέρα από σενάριο πάνω από δεκαετία. Τη μέρα όμως που ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο, ήταν η μέρα που έκοψα το τσιγάρο. Θυμάμαι ότι το προηγούμενο βράδυ, γυρνώντας από ένα μάταιο ταξίδι στο Κατάρ (εχμ), είχα ρίξει ένα καραμπινάτο, απελπισμένο μεθύσι.
Την επόμενη μέρα ήμουν τόσο να με κλαίνε οι ρέγγες, που κοιτώντας με στον καθρέφτη μού είπα πολύ σοβαρά «Τέρμα τα δίφραγκα: αν συνεχίσω έτσι με περιμένει μόνο μια κουτρουβαλιασμένη κατηφόρα», και αποφάσισα να πιαστώ από το μοναδικό σωσίβιο της ζωής μου. Το γράψιμο. Επειδή δεν είχα στάχυ, όπως ο παιδικός μου ήρωας Λούκι Λουκ όταν έγινε πολιτικώς ορθός, έβαλα μια οδοντογλυφίδα στο στόμα για τσιγάρο και έπιασα δουλειά. Μου πήρε δυόμιση μήνες να το τελειώσω, όπως κάθε τι που γράφω.
Έχω ξαναπεί ότι οι ιστορίες μου είναι φανταστικές και αληθινές μαζί. Κι αυτό γιατί συχνά τα όρια ξεθωριάζουν, γιατί οι φανταστικοί μου χαρακτήρες παίρνουν ζωή και άρα δεν δικαιούμαι να τους τη στερήσω, και γιατί πραγματικά πρόσωπα που μπορεί να κάνουν περάσματα γίνονται λογοτεχνικοί (συνήθως) αντί-ήρωες. Το πιο αστείο που μου έχει συμβεί είναι όταν κάποιος με αξιοθρήνητη συμπεριφορά που έγινε μικρός πρωταγωνιστής, μου έστειλε συγχαρητήριο μήνυμα για το βιβλίο και μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Δεν έχω ιδέα αν το είχε διαβάσει και αν είχε αναγνωρίσει τον εαυτό του, αλλά ομολογώ ότι πάντα το ονειρευόμουν αυτό!
Να σας πω όμως για τον τίτλο. Απέμεινα λοιπόν με μια περιορισμένη εκδοχή της συλλογής, άτιτλης και χωρίς εξώφυλλο – ξέχασα να πω πως, πέρα από τα άλλα, είχα βρει και το τοτινό εξώφυλλο του βιβλίου που το ξετρύπωσα τυχαία σε ένα αρχαίο άλμπουμ:
μια μαθητική εκδρομή, προφανώς, υπολογίζω στη δεκαετία του ‘30. Στο κέντρο, με τα μάγουλα, το μαύρο φόρεμα και το λευκό γιακαδάκι τύπου Notorious R.B.G., η ελληνίδα γιαγιά που δεν γνώρισα ποτέ, πέθανε νεότατη. Είχα σκεφτεί τότε ότι όλες σχεδόν οι ιστορίες μου μιλάνε για γυναίκες σε απόγνωση, στα πρόθυρα κρίσης, γυναίκες που συνεχώς υφίστανται, ακόμη κι αν ανήκουν σε μια ανώτερη τάξη και δεν το αντιλαμβάνονται. Και αυτή η φωτογραφία μου το θύμισε, όλο αυτό το ασήκωτο, μαρμάρινο βάρος της πατριαρχικής κληρονομιάς στους ώμους εύθραυστων κοριτσιών. Μου είχε φανεί τόσο ταιριαστό στο Κατάρα Βίλατζ τότε. Αλλά μην τα ξαναλέμε.
Έψαχνα λοιπόν εναγωνίως μια συγκολλητική ουσία, κάτι που να δίνει μια άλλη διάσταση στις εντελώς ασύνδετες, κατά τα φαινόμενα πλέον, ιστορίες της συλλογής. Και τότε με έσωσε ένας καλός φίλος, φανταστικός Creative Director, που η πρώτη του δουλειά ήταν το στήσιμο εξωφύλλων σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο. Εγώ του έστελνα κάτι ξεκούδουνες εικόνες συνοδευόμενες από προτάσεις όπως «Τι λες για μια πολική αρκούδα που κρύβει τη μαύρη μύτη της;» ή «Πώς σου φαίνεται μια ινδουιστική θεότητα με δεκαέξι χέρια;» και άλλα τέτοια βασανιστήρια. Ο φίλος λοιπόν – που παρά την ταλαιπώρια παρέμεινε φίλος – είναι φυσικά οπτικός τύπος, και ανάμεσα στις ιστορίες που του είχα στείλει είχε ξεχωρίσει το μυστηριώδες σπασμένο βάζο στο Λες; Και μου έστειλε αυτή την εικόνα:
Διαφώτιση.
Ξαφνικά θυμήθηκα, πού το είχα δει μωρέ, ότι κάπου στην Ασία, κάτι κάνουν με κάτι σπασμένα, πώς το λένε – πάντως το δένουν με χρυσό. Και το αντικείμενο το άχρηστο, το δυσάρεστο, αυτό που δεν είχε πια καμία αξία, μεταμορφώνεται. Και από χρηστικό αντικείμενο, μέσα από τα ραγίσματά του μετατρέπεται σε μοναδικό έργο τέχνης. Αρκεί εμείς να του δώσουμε μια ευκαιρία και να του δείξουμε τη φροντίδα που του αξίζει. Όπως ίσως αξίζει να κάνουμε με τα δικά μας ραγίσματα, που τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγα.
Αυτό ήταν. Άνοιξα γρήγορα τις σελίδες μου και άρχισα να διαβάζω με φρενίτιδα. Εντελώς συμπτωματικά, ή ίσως όχι και τόσο, όλες οι ιστορίες της συλλογής περιέγραφαν σε κάποιο σημείο ένα σπάσιμο, είτε ανθρώπων είτε πραγμάτων. Πολλές φορές αδιόρατο, άλλες ξεκάθαρο.
Έτρεξα στη μητέρα μου. «Mami, βρήκα καινούργιο τίτλο. Πώς σου φαίνεται να βγάλω το βιβλίο», και είπα αργά και συλλαβιστά, τονίζοντας τους φθόγγους «Κιν – Τσου – Γκι». Η μητέρα μου έχει αρχές άνοιας, που είχε ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται εκείνη την εποχή. Άνοιξε τα μάτια διάπλατα. «Είναι φανταστικό! Δεν ξέρω τι πάει να πει, αλλά είναι τέλειο». Εγώ με μεγάλη φούρια άρχισα να της εξηγώ τι σημαίνει, Ιαπωνία, τεχνίτες, ατελής τελειότητα, γουάμπι σάμπι, μπλα μπλα μπλα. Εκείνη κουνούσε το κεφάλι. «Ναι, ναι, έτσι να το βγάλεις. Υπέροχο. Πρωτότυπο». «Βρε μαμά, μήπως είναι δύσκολο; Ακούγεται περίεργα και κανείς δεν ξέρει τί σημαίνει». Ανασήκωσε τους ώμους. «Και τι μ’ αυτό; Καλύτερα. Θα αναρωτιούνται τι είναι. Δεν το συζητώ, μεγάλη επιτυχία!»
Α! Κιντσούγκι! Κιντσούγκι, Κιντσούγκι
Τη φίλησα και γύρισα να φύγω, ενθουσιασμένη με την ιδέα ότι το βιβλίο μου μπορεί με τον καταπληκτικό του τίτλο να τα κατάφερνε μέχρι τις δυσπρόσιτες λίστες των κυριακάτικων εφημερίδων. Ναι, ίσως και να είχε δίκιο η μητέρα μου. Μια λέξη ακατανόητη: ακαταμάχητο μάρκετινγκ. Α! Κιντσούγκι! Κιντσούγκι, Κιντσούγκι.
Ταυτόχρονα άρχισα να σκέφτομαι πόσο γρήγορα θα μπορούσα να το μετατρέψω σε σενάριο για να το στείλω σε παραγωγούς – ή μήπως να διάβαζαν πρώτα το βιβλίο για να μην με τρελάνουν στα draft? Επίσης, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τη μεταφορά του στο θέατρο, ορίστε άλλη μια πρόκληση που με περιμένει, κι εγώ πετάω τη σκούφια μου για κάτι τέτοια. Με τόση εμπορική επιτυχία, σίγουρα θα μεταφραζόταν τουλάχιστον σε καμιά δεκαριά γλώσσες, και μετά, πραγματικά όμως, τι θα το εμπόδιζε να κερδίσει, ας πούμε, το Booker prize;
Η φωνή της μητέρας μου με σταμάτησε. «Μισό λεπτό βρε παιδί μου… Πώς είπες ότι θα το βγάλεις το βιβλίο;»
Τελικά, είχα την τύχη το εξώφυλλο του Κιντσούγκι να το φτιάξει ένας άλλος φανταστικός Creative Director, ο Γιάννης Καρλόπουλος.
Από το Booker δεν έχω μέχρι στιγμής κάποιο νέο.
Το τσιγάρο δεν το έχω ξαναρχίσει.
Όταν κυκλοφόρησε το Κιντσούγκι, με μια ομάδα φίλων φτιάξαμε δύο τρέιλερ, τελείως DIY. To πρώτο είναι με τους ηθοποιούς Στέλιο Μάινα και Κάτια Σπερελάκη, και το δεύτερο με τον συγγραφέα Ανδρέα Στάικο και τη σκηνοθέτιδα και ηθοποιό Κερασία Σαμαρά.
Η Αντιγόνη Ζόγκα γεννήθηκε στην Αργεντινή, μεγάλωσε στην Ελλάδα, έζησε στην Ιταλία και την Ισπανία. Ανάμεσα σε άλλα, έχει εργαστεί σε φεστιβάλ, καλλιτεχνικές παραγωγές και πολιτιστικά προγράμματα. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα Ελένα Μοράδο / El enamorado, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 2005. Το σενάριό της Έσσεται Ήμαρ κέρδισε το βραβείο Οδυσσέας και συμμετείχε στο Scripstation της Berlinale. Η συλλογή διηγημάτων Κιντσούγκι κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Πηγή: Μικροπράγματα | LiFo