Και του πουλιού ο εσπρέσος | Παπαδάκης, Δημήτρης

Κριτική του Κωνσταντίνου Καλαϊτζάκη για την ποιητική συλλογή «Και του πουλιού ο εσπρέσος» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), του Δημήτρη Παπαδάκη, δημοσιευμένη στο εξαιρετικό Fractal.

 

Μια γουλιά από την ποιητική συλλογή «Και του πουλιού ο εσπρέσος»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Καλαϊτζάκης //

 

 

 

Δημήτρης Παπαδάκης «Και του πουλιού ο εσπρέσος», εκδ. Ιωλκός

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπαδάκη αποτελείται από 20 ποιήματα και περίπου 60 σελίδες. Ο συσχετισμός της με τον καφέ είναι δηλωτικός από τον τίτλο, ενισχύεται από το σουρεαλιστικό εξώφυλλο όπου ένας κόκορας πίνει εσπρεσάκι, ενώ το ίδιο το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, κατεβαίνει μονορούφι, λόγω των μικρών, συμπυκνωμένων ποιημάτων, που εμπεριέχουνε εντός τους την ουσία της ζωής και των προβλημάτων της.

Ας φανταστούμε κάποιον που βρίσκεται σε ένα βιβλιοπωλείο, στο ράφι των ποιητικών συλλογών, και ξάφνου, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει ένα βιβλίο να διαβάσει, αντικρίζει αυτό: Και του πουλιού ο εσπρέσος. Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής θα τον ξαφνιάσει, θα τον ανοικειώσει και θα του προκαλέσει, δικαίως, απορία. Ιδίως μάλιστα αν είναι απ’ αυτούς που αντικρίζει την ποίηση, και την τέχνη εν γένει, υπό το πρίσμα του Υψηλού, του Ωραίου, του Απόλυτου· ότι εντός της, δηλαδή, προσμένει να βρει φανερά κρυμμένα τα στοιχεία αυτά. Βέβαια, διερωτώμαι, γιατί το παράδοξο να μην είναι συνάμα και ωραίο; Μήπως, τελικά, πρέπει κάθε έργο τέχνης να μας ταρακουνά και να μας μετατοπίζει από τη βολική μας θέση; Αφήνω το ερώτημα αναπάντητο κι ας το απαντήσει καθένας/καθεμία κατά μονάς. Αν κάνει κάτι η τέχνη άλλωστε είναι διακριτικά να υποβάλλει και να υπαινίσσεται νοήματα, να θέτει ερωτήματα και όχι να δίνει απαντήσεις· διαφορετικά καταντάει στρατευμένη.

Περνώντας στη συλλογή αυτή καθαυτή. Πρόκειται για καυστική σάτιρα που στρέφεται κατά πάντων: καταστάσεων, προσώπων, γεγονότων –κι ας γράφει ο ποιητής σε υποσημείωση ότι «Names, characters, places and incidents either are products of the author’s imagination or are used fictitiously. Any resemblance to actual events or locales or persons, living or dead, is entirely coincidental» (σ. 27), για να πάρει την απαραίτητη σατιρική απόσταση και να αποποιηθεί των ευθυνών των όσων λέγονται. Είναι χωρισμένη σε κεφάλαια· έχουμε κατά σειρά: «Σκέτος», «Μέτριος», «Γλυκός», «Γλυκός με εβαπορέ» (χαρακτηριστική είναι η κλιμάκωση της γλυκύτητας), παρεμβάλλεται το κεφάλαιο «Με στέβια», ενώ τα τελευταία κεφάλαια μάς δίνουν και διάφορα είδη καφέ: «Φρέντο Εσπρέσο», «Ελληνικός-Turk Kahvesi».

Η συλλογή κλείνει με ένα κέρασμα από τον ποιητή στον αναγνώστη, μιας και το τελευταίο κεφάλαιο τιτλοφορείται ως «Λουκουμάκι», το οποίο έρχεται αμέσως μετά από το κεφάλαιο «Ελληνικός-Turk Kahvesi», που φανερώνει τη συνομιλία με την παράδοση και απεικονίζει το παραδοσιακό σερβίρισμα του ελληνικού καφέ, είτε στα καφενεία είτε σε σπίτια αγαπημένων μας προσώπων.

Το ερώτημα που τίθεται, βέβαια, είναι κατά πόσο η κλιμακούμενη γλυκύτητα, στην εν προκειμένω συλλογή, που στο κεφάλαιο «Γλυκός με εβαπορέ» κάνει τον αναγνώστη να νιώθει αισθήματα υπεργλυκαιμίας και τον λιγώνει από την υπερβολική ζάχαρη, είναι πράγματι γλυκιά. Μεταφορικά μιλώντας, η ζάχαρη στη σατιρική συλλογή του Παπαδάκη είναι σαν αλάτι που πέφτει στις ανοιχτές πληγές μας και μας τσούζει φριχτά. Στο πρώτο ποίημα, τιτλοφορούμενο ως «Ράγισμα», δεχόμαστε γροθιά στο στομάχι διαβάζοντας την αναφορά στα Τέμπη. Γράφει ο ποιητής: «ι η γόπα μου πετάχτηκε / μες στων Τεμπών την πυκνοβλαστημένη γη» (σ. 13). Όπως ο πρώτος καφές της ημέρας, ιδίως ο σκέτος, μας ανοίγει διάπλατα τα μάτια και μας τρυπάει το στομάχι, ανάλογα αισθήματα νιώθουμε αντικρίζοντας το ποίημα αυτό ως εισαγωγή του έργου.

Το επόμενο ποίημα τιτλοφορείται ως εξής: «Εν αρχή ην το χαρμάνι», όπου ο ποιητής αναμετράται με «Αρπάγματ’ απ’ τις μυρωδιές του κόσμου» (σ. 17), ερχόμενο σε άμεση συνάφεια με τον τίτλο του έργου: Και του πουλιού ο εσπρέσος. Η παραδοσιακή έκφραση, που όλοι γνωρίζουμε, είναι: «και του πουλιού το γάλα», που δηλώνει πληρότητα, αφθονία και ποικιλία αγαθών. Το «γάλα», λοιπόν, μια πρώτης τάξεως τροφή για τον άνθρωπο, έχει υποκατασταθεί με τον εσπρέσο. Αντίστοιχα, στο ποίημα «Εν αρχή ην το χαρμάνι», έχουμε πάλι μια υποκατάσταση: αντί του παραδεδομένου «Εν αρχή ην ο Λόγος», όπου το Λ με κεφαλαίο δηλώνει τη λογική, τη νόηση, τον Θεό, έχουμε την υποκατάσταση του Λόγου με κάτι και πάλι σχετικό με τον καφέ, με το χαρμάνι, με τη μυρωδιά του. Η έννοια της υποκατάστασης έχει μεγάλη σημασία και διαπερνά, ανεπαισθήτως και παρεμπιπτόντως, ολόκληρη τη συλλογή. Στο «Δεν ελπίζω σε καλύτερα παρελθόντα» μια σχέση δοκιμάζεται, επειδή το ποιητικό υποκείμενο δεν γνωρίζει πώς πίνει τον καφέ της η αγαπημένη του, κάτι τόσο απλό, που δείχνει την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων (σ. 32). Μετωνυμικά, η υποκατάσταση βασικών βιοτικών αναγκών (Θεός, τροφή, σχέσεις) με τη χρήση του καφέ αντανακλά όλη τη σύγχρονη πραγματικότητα και κοινωνία, με την έννοια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πλέον, μικροί και μεγάλοι, αναζητούν εύκολα και γρήγορα αφυπνιστικά, διεγερτικά και γιατρευτικά για την κατάστασή τους, που μάλλον εντείνουν παρά λύνουν τα προβλήματα. Και ιδού η μεγίστη των ειρωνειών: η ίδια η ποίηση είναι υποκατάσταση της πραγματικότητας, οδηγεί όμως στη μερική αποκατάστασή της.

Ένα στοιχείο που πρέπει να παρατηρήσουμε και παράλληλα δείχνει ότι η ποιητική συλλογή του Παπαδάκη, παρά την παραδοξότητα του τίτλου, είναι μια αξιόλογη συλλογή, που γράφτηκε με σεβασμό απέναντι στην ίδια την ποιητική πράξη –η οποία είναι και πολιτική κατά τον ποιητή– και τον ίδιο του τον εαυτό προπαντός, είναι η διαρκής συνομιλία και ο διάλογός του με προγενέστερους ποιητές της νεοελληνικής, και όχι μόνο, λογοτεχνίας. Στις σελίδες του εσπρέσο παρελάζουν:

  • Ο Διονύσιος Σολωμός: διαβάζουμε τον στίχο «Αν ο έρωτας στήσει τον χορό» (σ. 35), που παραπέμπει στον εξαίσιο στίχο του εθνικού μας ποιητή απ’ τους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
  • Ο Ανδρέας Κάλβος, ο έτερος σπουδαίος ζακυνθινός ποιητής: έχουμε το ποίημα με τίτλο «Θέλει αρετή και τόλμη η αυτοκριτική» (σ. 28), αντί του καλβικού «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» (τα όρια, βέβαια, αυτοκριτικής και ελευθερίας είναι ρευστά). Η ανατρεπτική όμως χρήση του καλβικού στίχου θυμίζει και τη σατιρική διάθεση του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος στο ποίημα «Εις Ανδρέαν Κάλβον» χρησιμοποιούσε τον στίχο του ποιητή για να σατιρίσει μέσω αυτού εκείνους που καταχρώνται το όνομά του.
  • Ο Νίκος Εγγονόπουλος: «Μην ομιλείτε εις αυτόν,/ τη γλώσσα συλλογάται» (σ. 25), που παραπέμπει στον τίτλο της πρώτης υπερρεαλιστικής συλλογής του Εγγονόπουλου «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» (1939). Η συλλογή του Εγγονόπουλου προξένησε ποικίλα συναισθήματα, κυρίως απορριπτικά και αμηχανίας, στην ελληνική διανόηση της εποχής, λόγω του σαρκαστικού, ειρωνικού και σατιρικού της ύφους. Η προκλητική χρήση της καθαρεύουσας, άλλωστε, όπως φανερώνεται ήδη από τον τίτλο, σε μια εποχή που η δημοτική είχε επικρατήσει, ήταν δηλωτική της ειρωνείας που διέπνεε τη συλλογή, ενώ συμβολικά ο «οδηγός» ήταν ο ίδιος ο ποιητής που προέτρεπε, ειρωνικά πάντα, τους αναγνώστες να μην του μιλούν, για να μιλήσει εκείνος ως κεφαλή της αγέλης, ως οδηγός. Μα και στον τίτλο της συλλογής του Παπαδάκη, το πουλί δε συμβολίζει τον ίδιο τον ποιητή και η ποίησή του τον εσπρέσο; Ούτως ή άλλως είναι μακρά η παράδοση της σύνδεσης των ποιητών με κάποιο πτηνό.
  • Ο Γεώργιος Βιζυηνός: στο ποίημα «Τηλεκοντρόλ κλεψύδρας» έχουμε τον υπότιτλο «Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου» (σ. 31), έναν στίχο που έγραψε ο Βιζυηνός εσώκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Αλήθεια, πόσο ανατριχιαστικό να αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε τον στίχο αυτό; Και πόσο μας αγγίζει όταν, λίγες σειρές πιο κάτω, ο Παπαδάκης βροντοφωνάζει μια κραυγή, γράφοντας: «Ημείς, χρονίζουμε τον χρόνο», όπου και βάζει κόμμα στο «Ημείς», απομακρύνοντας το Υποκείμενο από την πρόταση (κάτι λανθασμένο συντακτικά), για να δηλώσει με έμφαση ποιοι είναι οι υπεύθυνοι του χρονισμού του χρόνου;
  • Βλέπουμε, τέλος, στης «Λογιοσύνης το ανάγνωσμα» (σ. 39), σε μια πολύ έντονη ηχητική εικονοποιία, να διαβάζουν σε μια πλατεία ποιήματα του Κωστή Βάρναλη και του Federico Garcia Lorca, που δείχνει τελικά τη δύναμη της τέχνης και της ποίησης, όταν η τελευταία καταφέρει να περάσει από τα χέρια των ποιητών στο στόμα του λαού.

 

Τελευταίο άφησα τον Αλεξανδρινό ποιητή, του οποίου η πνοή διατρέχει ολόκληρη την ποιητική συλλογή: α) η ιδιότυπη χρήση του ρήματος «κάμνω», β) η ειρωνική χρήση της καθαρεύουσας, γ) η εμφατική χρήση της δοτικής σε διάφορα ποιήματα, όπως το «Εις πόλιν τινά εν έτει σωτηρίω τάδε» (σ. 51) που παραπέμπει στα αντίστοιχα του Καβάφη («Εν τω μηνί αθύρ»), δ) ο στίχος «δεν είναι δα δουλειά μας,/ με ρεύματα να παίζουμε» του ποιήματος «Διακοπή ρεύματος στις ενοχογεννήτριες» (σ. 20) που παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στον πασίγνωστο καβαφικό στίχο «Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!», ε) ο στίχος «Άλλωστε, ίσως αρχή να ’ναι το μαύρο/ μιας νέας τυραννίας» (σ. 28) που φέρνει απόηχους των «Παραθύρων», όπου και διαβάζουμε: «Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία», στ) το ποίημα που ξεκινάει με τον στίχο «Σε μια στάση ξεχαρβαλωμένη/ στέκεται εις νέος κι ανημένη» και καταλήγει «Κι εκείνος, σε μια στάση ξεχαρβαλωμένη, στέκεται γέρος κι αναμένει» (σ. 33), όπου προβληματίζεται για το αστραπιαίο πέρασμα του χρόνου και της ζωής και θυμίζει τα αντίστοιχα καβαφικά ποιήματα που πραγματεύονται τη σχέση νεότητας και γηρατειών, στα οποία προκρίνεται η νιότη και απορρίπτεται η πλήξη και η ανία των τελευταίων.

Η διακειμενική αναφορά και οι συνομιλίες του Παπαδάκη με άλλους ποιητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι χρήσιμη και διόλου άτοπη και, μαζί με την ιδιαίτερη γραφή του πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, συμβάλλει στο να συμπεράνουμε ότι τα φαινόμενα απατούν και, τελικά, η συλλογή αυτή κάθε άλλο παρά παράδοξη είναι.

Ίσως, εν τέλει, ο απαιτητικός άγνωστος αναγνώστης που έψαχνε διακαώς στην αρχή για μια ποιητική συλλογή, αν έκανε τον κόπο να ανοίξει έστω και μια σελίδα του βιβλίου, έστω από περιέργεια, ενδεχομένως να την αγόραζε, ή να τη διάβαζε τέλος πάντων. Θα έβλεπε ότι ο σατιρικός ποιητής του εσπρέσο στήνει τον κόσμο ενώπιον των ευθυνών του. Θα αντίκριζε έναν κόσμο μπερδεμένο: επικρατούν ιεραρχίες καθώς «πάση θυσία πρέπει να γευματίζουμε, πάντα μ’ ιεραρχία» (σ. 26-27), επιθυμίες, όνειρα και έφηβοι είναι εγκλωβισμένοι «σε κάτι ντουλαπάκια/ π’ απαιτούνε κωδικό για να ανοιχτούνε/ –κωδικό προσωπικό» (σ. 18-19), διορθωτές λαθών και οτοκορέκτορες της αρχεγόνου γλώσσης βάζουν περιορισμούς στην αυθόρμητη γλωσσική έκφραση ως κλειδοκράτορες της αληθείας (σ. 25), οι εποχές αναμειγνύονται καθώς «Ξεχειμώνιασε ο χειμών,/ κρύωσε το έαρ,/ φθάρηκε το φθινόπωρο,/ θερίστηκε το θέρος» (σ. 33), μια σύγχυση που εξωτερικεύει την εσωτερικευμένη σύγχυση των ποιητικών υποκειμένων, οι ενοχογεννήτριες τρέφονται από «απολαύσεις, ηδονές, χαρές,/ πτώσεις, βλέμματα κι αναπνοές» (σ. 20), αναζητάται η χαμένη ταυτότητα (σ. 48), ενώ η πραγμάτωση του έρωτα διαρκώς καθυστερεί και αναβάλλεται. Τελικά, ο κόσμος που κοιτά και τον ξενίζει, βαθμιαία εξελίσσεται σε καθρέφτη που αντανακλά τον ίδιο τον εαυτό του, φέρνοντάς τον προ των ευθυνών του. Έτσι, η μεγαλύτερη ανοικείωση προκαλείται με την ανάγνωση του έργου και όχι με τη θέαση ή τη βιαστική κριτική της συλλογής από τον τίτλο.

Όχι όμως μόνο στον απαιτητικό αναγνώστη του βιβλιοπωλείου, μα σε κάθε αναγνώστη. Άλλωστε, ήρθε η ώρα να κάνουμε μιαν αποκάλυψη που μάλλον θα ξαφνιάσει: αυτός ο άγνωστος αναγνώστης δεν είναι άλλος από μας τους ίδιους, που στέκουμε απορημένοι μπροστά στο έργο και ξεφυλλίζουμε, ή περιδιαβαίνουμε αν θέλετε, τόση ώρα συλλογικά, δια μέσου των όσων γράφω, τη συλλογή.

Εν κατακλείδι, θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση του βιβλίου όπως και ο ποιητής τη συλλογή του: με «Ελπίδα», όπως τιτλοφορείται το τελευταίο ποίημα της συλλογής, η οποία, αν και μας χτυπά ανελέητα με κάθε της στίχο και αράδα, στο τέλος δίνει ψήγματα παρηγοριάς, ένα μικρό φωσάκι, ικανό να διαλύσει το πιο βαθύ σκοτάδι.

Μόνο ελπιδοφόρα μπορεί να χαρακτηριστεί η δημοσίευση της συλλογής, όχι μόνο επειδή δείχνει έναν μαχόμενο άνθρωπο που παλεύει και βασανίζεται με τα σύγχρονα προβλήματα που βλέπει γύρω του και τ’ αποτυπώνει μες στα κιτάπια της τέχνης, μα και επειδή μέσω της τέχνης του μας έφερε κοντά ποικιλοτρόπως, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε με τα σύγχρονα προβλήματα και, ενδεχομένως, να αλλάξουμε λιγάκι την κοσμοθεωρία μας, τον άκαμπτο και μονομερή τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, προσεγγίζουμε και σημασιοδοτούμε τα πράγματα. Η προτροπή του ποιητή είναι χαρακτηριστική: «Ζήσε, λοιπόν, μην αργείς, αν/ έχεις το θάρρος να δεις, τι/ δίνει ο έρωτας –μέθη» (σ. 47)· χρέος μας, «Ο Ενεστώτας·/ ο κάθε Ενεστώτας» (σ. 34).

 

Πηγή: Fractal

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.