Η ξένη ιτιά | Χριστοδούλου Παναγιώτης

Κριτική του Κωνσταντίνου Γεωργίου για την ποιητική συλλογή «Η ξένη ιτιά» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), του Παναγιώτη Χριστοδούλου, δημοσιευμένη στο Fractal.

 

«Η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου»

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γεωργίου //

 

«Κοιτάχτε τούτο το κλουβί/ είναι λιγάκι πιο μεγάλο από την καρδιά μου,/ κι όμως δεν μπορεί να χωρέσει την αγάπη μου./ Κοιτάχτε και τούτο το κορίτσι/ θα του χαρίσω το κλουβί κι ένα τραγούδι θα μου πει/ για το πουλί που χάθηκε, για το πουλί που πια δε ζει».

(Μάνος Χατζιδάκις, Οδός ονείρων, το πάρτυ)

 

Χάθηκε το πουλί, χάθηκε και πέταξε μακριά, ανάμεσα στα κίτρινα φύλλα ενός γηρασμένου φθινοπώρου και στα γυμνά κλαδιά των ματαιωμένων προσδοκιών, και πήγε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, εκεί που η βαθιά σιωπή γίνεται ποίηση και τραγούδι, γλυκό, πικρό κελάηδισμα στα παραπονεμένα μάτια των ανθρώπων της ξενιτιάς. Γιατί κανένα κλουβί δεν μπορεί να χωρέσει την αγάπη τους γι’ αυτό που έχασαν, ενώ δεν το είχαν ποτέ, ούτε γι’ αυτό που δεν απέκτησαν, αλλά το είχαν πάντα. Πατρίδα τους είναι ο ουρανός και γη τους οι καρδιές των ανθρώπων. Αυτή είναι και η πατρίδα του Παναγιώτη Χριστοδούλου, αυτή είναι η γη που θρέφει την ποίησή του, την ξένη ιτιά του, με την οποία μας αυτοσυστήνεται, με την γνησιότητα των ευγενών του συναισθημάτων και την ωριμότητα της εκλεπτυσμένης ποιητικής του γραφής. «Η ξένη ιτιά», των εκδόσεων Ιωλκός, 2023, είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Χριστοδούλου, που όσο η ρίζα της θα βαθαίνει στο χώμα άλλο τόσο θα δικαιώνει τους κοινούς καημούς των ανθρώπων της ξενιτιάς και τα όνειρά τους.

Ο ποιητής μας από πολύ νέος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά, στις ανήλιαγες παγωμένες χώρες του Βορρά, διάκονος της γνώσης και της επιστήμης. Πήρε μαζί του εις την ξένην, την ιτιά, την κλαίουσα, κι από τότε αναζητά σιωπηλός τον χαμένο παράδεισό του, το άρωμα της γης που τον εβύζαξε με το γάλα της πρώτης εκείνης αθωότητας των ανέμελων παιδικών του χρόνων και της πρώτης νιότης, αναζητά ξανά από την αρχή την πρώτη εκείνη αίσθηση του αγγίγματος της μητρικής αγάπης και του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος πριν την απώλεια, πριν τους ημαρτημένους καιρούς της βεβηλωμένης ενηλικίωσης και της επίγευσης του καρπού της απαγορευμένης γνώσεως, πριν την έκπτωση της φθοράς και την αποδοχή της ευθύνης της συνείδησης και των ενοχικών της καταβολών.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε, παρέμεινα από ευσπλαχνία στο πλάι σου

ξέρω, αβάσταχτο να απαγορεύονται τα λάθη—

μα η αιωνιότητά σου αδυνατεί να διαισθανθεί

το λιγοστό μου χρόνο.

 

Πρόκειται ουσιαστικά για μια ποιητική καταγραφή της προσωπικής του βιωμένης εμπειρίας, η οποία όμως διευρύνεται και επεκτείνεται πολυθεματικά, αγκαλιάζοντας καθολικά, άνευ συγκεκριμένων τοπικών και χρονικών προσδιορισμών, το συλλογικό ασυνείδητο και την υπαρξιακή αγωνία του εν απορία σκεπτόμενου ανθρώπου που πληρώνει το τίμημα της ελεύθερης προαιρέσεως και των επιλογών του υπό το δυσβάσταχτο βάρος της τραγικής του αντινομίας. Η ξένη ιτιά νοείται ως απομάκρυνση όχι μόνο από τον γενέθλιο τόπο, αλλά και από την νιότη, τον πρότερο εαυτό, το όνειρο και τον αυθορμητισμό, την ξεγνοιασιά και τον ρομαντισμό. Τούτη η αποξένωση, ίσως, μοιάζει να είναι χειρότερη, καθώς εγκλωβίζει στα δίχτυα της αδυσώπητης μοίρας την προοδευτική εξέλιξη του έλλογου όντος και καθιστά την γνώση όχι μόνο συντελεστή ελευθερίας και αυτογνωσίας, αλλά και δείκτη επικινδυνότητας του μεταπτωτικού βίου, υποτέλειας στις διαλυτικές δυνάμεις της αναγκαιότητας και στις φθοροποιές δυνάμεις του κακού, του θανάτου, βιολογικού και ψυχικού. Ο ποιητής μας, λοιπόν, δίνει την δική του μάχη, αντιτάσσοντας την ποιητική του ευαισθησία στην προσπάθειά του να επαναπατριστεί, οικοδομώντας με τους στίχους του υπερβατολογικά έναν χώρο οικείο, επανασυνθέτοντας τα πολυποίκιλα είδωλα της ταυτότητάς του μέσα στον χρόνο.

Στο βιβλίο η ιστορία συγκροτείται και οργανώνεται αυστηρά σε 8 ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη είναι εισαγωγική και οι άλλες επτά, έχοντας ιερατικό και βιβλικό χαρακτήρα, μας θυμίζουν τις επτά ημέρες της δημιουργίας του κόσμου της Παλαιάς Διαθήκης ή, ίσως, και τις επτά σφραγίδες του εξ αποκαλύψεως ποιητικού λόγου, ο οποίος εισέρχεται στα άδυτα του μυστηρίου και της ποιητικής του σύνθεσης. Οι τίτλοι των ενοτήτων —Ο ΜΥΘΟΣ, Η ΕΞΟΔΟΣ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, ΑΝΑΣΚΑΛΕΜΑ, ΣΥΣΤΑΣΗ, ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ, ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ— είναι πολύ χαρακτηριστικοί, αφού υποσημαίνουν τον λογικό ειρμό και τον συναισθηματικό δεσμό της ποιητικής τελεστικής πράξεως στα δρώμενα της θεατρικής σκηνής της εσωτερικής του αναδοχής, στην οποία πρωταγωνιστεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια διαδρομή με αρχή, μέση και τέλος.

Όλες οι ενότητες του βιβλίου, εκτός της πρώτης, είναι αριθμημένες με λατινικούς χαρακτήρες, ενώ στην πρώτη, που επιγράφεται [Ο ΜΥΘΟΣ] με υπότιτλο «Το πουλί και το συρτάρι», αναγράφεται εμφατικά πάνω πάνω η λέξη ΜΗΔΕΝ. Εκ του μηδενός, λοιπόν, ο μύθος, ως σημείο αφετηρίας και εκκίνησης της ποιητικής πορείας, ως δυσεξήγητη ερμηνεία που βεβαιώνει, από των συμβόλων την ύφανση, την αποδοχή του θεϊκού δωρήματος της ποιητικής τέχνης ως μέσου ευσπλαχνικής παρηγορίας και λυτρωτικής κάθαρσης του ποιητή από το αδιέξοδο της περατότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων. Μέσα από το σκοτάδι του ασυνειδήτου ή ενός συρταριού ανασύρεται αποφασιστικά στο φως ένας ολόκληρος μυθικός κόσμος που ξετυλίγει το νήμα του ανθρώπινου δράματος ενώπιον του αναπότρεπτου. Η ποιητική συνείδηση ανέρχεται τα επτά σκαλοπάτια της κλίμακος και μεταλαμβάνει εν εκστάσει την πρόγευση των καρπών της μεταθανάτιας εμπειρίας πριν από τον θάνατο, που μόνο η ευαισθησία των αληθινών ποιητών μπορεί να την βιώσει.

Το πουλί βρίσκει την δύναμη ν’ αρχίσει το τραγούδι του.

 

Ημέρα πρώτη: [Η ΕΞΟΔΟΣ]

Ο αποχωρισμός, η οδύνη και ο πόνος της μάνας, η φυγή, η βαθύτατη θλίψη και οι ενοχές του ποιητικού υποκειμένου, καθώς η απόσταση κατατρώει τα σωθικά του βασανιστικά. Και καθώς ξεμακραίνει από την εστία της χαράς και της ευδαιμονίας, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι το ξένο εισέρχεται σαν φαρμάκι μέσα του, ένα φαρμάκι που τον μεταμορφώνει ακαθόριστα και τον οδηγεί στον θάνατο. Η έξοδος από την πατρίδα συνταυτίζεται με την έξοδο από την ζωή. Η εξόδιος ακολουθία μεγαλύνει τον πόνο της απόστασης και υπενθυμίζει την αναγκαιότητα του εξαγνισμού και του θαύματος.

 

Ο ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ

Γεμάτος ενοχές για τη φυγή, θυμάμαι,

παρέμεινα στο σώμα με τ’ αλάτι από τη θάλασσα.

Αμέριμνος περπάτησα του βορρά τις δυνατές βροχές.

Το ξέρω, δε θα το πιστέψετε, μα έκτοτε οι δρόμοι που περνώ

μυρίζουνε αλμύρα.

 

ΦΡΟΝΤΙΔΑ

Αγόρι μου, να σε βλέπει πιο συχνά ο ήλιος, είπε,

μη μου μαραθείς.

Γύρισε στην κάμαρά της

κι ακούμπησε μια παλιά φωτογραφία του με προσοχή

σε μέρος που το χτύπαγε το φως του παραθύρου.

 

Ημέρα δεύτερη: [Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ]

Η νοσταλγία κινητοποιεί την μνήμη, ανακαλούνται εικόνες της πατρογονικής εστίας, ο χώρος, τα πρόσωπα, τα πράγματα. Ο χρόνος μοιάζει να στέκει ακίνητος στην αυλή του παλιού σπιτιού και να παρατηρεί αμίλητος τις στιγμές του τότε και του σήμερα, σ’ ένα παρόν αδιαίρετο με το χθες, σ’ ένα παρόν που μοιάζει να εισχωρεί στο παρελθόν με την βεβαιότητα της ζώσας πραγματικότητας, σφυγμομετρώντας την απουσία και την παρουσία, δίνοντας υπόσταση στην επιθυμία του υποκειμένου να αναστηθεί και να αναβιώσει ανακλαστικά την αίσθηση της επιστροφής. Με σαφείς αναφορές τόσο στο δημοτικό τραγούδι όσο και στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», στο ερώτημα «Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;/ χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες/ μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει/ κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς/ μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο τὸ δικό σου», ο Χριστοδούλου απαντά με το ομότιτλο ποίημα.

 

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

Μύρια χρόνια κι άλλαξε στα ξένα εκείνα μέρη,

μα η μνήμη —λαχταρώντας— δεν ξεθώριασε:

η αρχαία μηλιά στον κήπο,

το χρυσό καντήλι των γερόντων,

στην πλάτη πίσω η ελιά.

Μα ποιος στ’ αλήθεια απέμεινε

ν’ αναγνωρίσει τα σημάδια;

 

Ημέρα τρίτη: [ΑΝΑΣΚΑΛΕΜΑ]

Η αγωνία της ποιητικής συνείδησης διευρύνεται, μεταπίπτει σε υπαρξιακή. Η επιστροφή, η είσοδος στην αυλή, στο παλιό σπίτι, στο υπόγειο, τα ξεχασμένα από τον χρόνο παιδικά παιχνίδια ανασυνθέτουν γλαφυρά την μοναχική του πορεία, διασχίζοντας με τόλμη την στενωπό της αυτοσυνειδησίας και αντιπαλεύοντας τα έσω τέρατα των ενοχών, σε μια εις Άδου κάθοδον και την αναμέτρησή του με τις δυνάμεις της φθοράς, του χρόνου, του αμετάκλητου τέλους. Η διαθήκη ανασύρεται από το σκοτεινό συρτάρι και αποσφραγίζεται. Ο ποιητής αναζητά, ψάχνει, διερευνά, ανατέμνει με την ποιητική του γραφίδα το υποσυνείδητο, ανασκαλεύει το άγνωστο, επιχειρεί να το χαρτογραφήσει επακριβώς, αποκαλύπτοντας με συνέπεια και ευθυκρισία σε μια συνδιαλλαγή με την εσώτερη ύπαρξη τους πόθους και τις φοβίες του, τα όνειρα και τις κοινωνικές του ευαισθησίες, ελπίδες και προσδοκίες που τον εσχημάτισαν, τον εστιγμάτισαν, τον εκαθόρισαν και τον έθρεψαν ήδη από την νεότητά του με όλον τον σπαραγμό του ανεκπλήρωτου και της συντριβής της ματαίωσης στο παρόν.

 

ΜΑΓΙΑΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Μετά την εισβολή τους διέταξαν τα ρούχα τους να βγάλουν

κι αυτός ξεκίνησε αφαιρώντας το θαμπό του φωτοστέφανο.

Σαν έμειναν γυμνοί και οι δεκάξι, τους εκτέλεσαν.

Στο φωτοστέφανό του κράταγε τα πιο σπαραχτικά του ποιή-

ματα.

 

Ημέρα τέταρτη: [ΣΥΣΤΑΣΗ]

Κι ενώ η αναζήτηση κατευθύνεται στο παρελθόν, η ολοκλήρωση συντελείται στο παρόν. Είναι η ώρα της ανάληψης της ευθύνης, είναι η ώρα του χρέους, είναι η ώρα της ανασύστασης της συνείδησης και της σύστασης του ποιητικού λόγου ως συγκροτημένου και συντεταγμένου συνόλου βιωμένων εμπειριών της ζωής υπό το ρίγος της απώλειας. Η ποιητική φωνή, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της λεκτικής αποτύπωσης του θαύματος της ζωής, κατακυριευμένη από την μαγεία των πρωτογενών δυνάμεων της φύσης και των μυστηρίων της, προσπερνά τις λέξεις, τις υπερβαίνει κι έρχεται σε μυστική επικοινωνία και μέθεξη με την βαθιά αίσθηση του περιεχομένου και του σκοπού, και με πίστη, αυτεπίγνωση και προσήλωση ράβει φτερά για όλους τους ηττημένους της γης.

 

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΣΑΚΟΡΑΦΑ

Δουλειές του ποδαριού γεμίζουμε τις μέρες μου.

Νωρίς τα πρωινά ράβω φτερά σε πλάτες

που λαχταρούν ν’ αγγίξουν τους ουρανούς

και με την πτώση του ηλίου αργόσυρτα

ξανά το σήμαντρο χτυπώ.

Κι οι άνθρωποι ήλθαν, είδαν και ηττήθηκαν.

 

Ημέρα πέμπτη: [ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ]

Η ώρα του απολογισμού. Τι πήρες και τι έδωσες; Κι αν υπάρχει τελικά κάτι που θα μείνει πίσω μας, τι είναι αυτό, πώς ορίζεται και ποιά η φύση του; Η απάντηση είναι ο έρωτας, η αρχή μιας νέας εντροπίας στην ζωή, η αιώνια παρακαταθήκη της ποίησης, ο αιώνιος ληστής του θανάτου, ο αιώνιος εραστής του άλλου μισού. Κι όσοι ελαχτάρησαν και επόθησαν σφοδρώς είναι πιο φτωχοί κι απ’ τους φτωχούς, γιατί δεν κράτησαν τίποτα δικό τους. Μόνο εκείνη την θλίψη στα μάτια, όταν συλλογίζονται την απώλεια, ότι όλα καταλήγουν στην ακίνητη σιωπή και στο χώμα, αλλά και την ελπίδα ότι η αιωνιότητα κερδίζεται πάντοτε από δύο. Ο έρωτας… Η κοινή μας καταγωγή, η κοινή μας πατρίδα, που, όταν κρυώνει ο θάνατος, δεν τον φοβάται, αλλά απλώνει τα χέρια της και τον τυλίγει γυμνή στην αγκαλιά της για να τον ζεστάνει.

 

ΠΑΣΜΙΝΑ ΔΙΠΛΩΜΕΝΗ

Συνήθιζε να έχει κρύα χέρια.

Χέρια που αισθάνθηκαν τα παρακάλια του νεκρού

για λίγο ακόμα χρόνο.

Ίσως γι’ αυτό να πόθησα πολύ να τα ζεστάνω.

 

Ημέρα έκτη: [ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ]

Μελέτη θανάτου η ποίηση, φωτοστατικές ενδείξεις αθανασίας στην άκαμπτη γραμμική οχύρωση της πεπλανημένης ψυχής στο αστρικό της ταξίδι, σημάδια αιμάτινα της ύπαρξης που όλο πεθαίνει, αλλά ποτέ της δεν πέθανε, αφού ζει μέσα από τον θάνατό της, επιστρέφοντας κυτταρικά σ’ αυτό που κάποτε θα είμαστε ξανά, ωσάν πνοή –αναμάρτητη του κρίματος– στην αέναη ανακύκληση της διαύγειας του φωτός, που αναβοσβήνει επιμελώς συγχρονισμένα σαν τον φανοστάτη στο σταυροδρόμι του παράφορου έρωτα και της ανυπόκριτης αγάπης, φωτεινός οδηγός της ζωής στην πρώτη αλήθεια της πρωτόπλαστης ύπαρξης. Και το πένθος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χαρά της ζωής ότι κάποτε υπήρξαμε. Κι ο θάνατος, μια πόρτα που την ανοίγεις και αντικρίζεις το φως.

 

ΦΑΛΤΣΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ

2

Κι όταν απότομα τον χτύπησε του ήλιου η λαμπερή φωταύγεια,

έπειτα από το καταχθόνιο σκοτάδι του θανάτου,

άρχισε δίχως λόγο να γελά

ώσπου στο τέλος νόμισαν τον Άδη για κωμωδίας τόπο.

 

Ημέρα έβδομη: [ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ]

Ο ποιητής πάνω από το νεκρό είδωλό του εκφωνεί με φροντίδα τον επικήδειο της τελευταίας πράξης της ποιητικής του εντελέχειας. Το τελετουργικό ολοκληρώνεται με την μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε μια τέτοια περίσταση. Αποχαιρετά γενναιόδωρα και αποχωρίζεται με δραματουργικό τρόπο όλα εκείνα τα ενοχικά κατάλοιπα που τον στοιχειώνουν, όλα εκείνα τα επίπονα βαρίδια που τον καθηλώνουν στον φόβο μιας προσωρινότητας που λιγοστεύει τον ίσκιο μας. Λυτρώνεται, απελευθερώνεται, αντικρίζει με αγάπη και τρυφερότητα, με ψυχική γαλήνη και στωική συγκατάβαση την κοινή ανθρώπινη μοίρα, το αναπότρεπτο τέλος, αιώνιος, μέσα στην σιωπή των στίχων του και των ονείρων του. Ένα καλοκαίρι ελληνικό, στον γενέθλιο τόπο, σ’ ένα πανηγύρι της φύσης —λέει—, κάτω από το ζεστό φως του ήλιου που πρωταντίκρισε…

 

ΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

Μια μέρα σαν τις άλλες θα ‘ναι,

ο άνεμος θα πάρει μαζί του την κουρτίνα,

το σπίτι θα γεμίσει κόσμο

κι ύστερα το σπίτι θα αδειάσει.

Ένα σημείωμα θα κρύβεται σε κάποιο παλιό συρτάρι.

«Μη με διαβάζεις με τη θλίψη που διαβάζουν τους νεκρούς» θα

λέει.

Η κουρτίνα ακόμα θα πλαντάζει απ’ τον αγέρα,

οι τζίτζικες κι οι γρύλοι έξω απ’ το παράθυρο

θα στήσουν τον πιο τρελό χορό,

ένα πουλί θα μπει μες στο δωμάτιο

κι ύστερα στον έξω κόσμο θα χαθεί.

Κι αν ήμουνα παιδί ακόμα,

θα έτρεχα στους δρόμους για να παίξω

με τον γέρικο ήλιο του χωριού που αγαπά τους νέους.

 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Χαρμόσυνα ηχούν τα σήμαντρα

γοργά ας πλησιάσουμε την αγορά,

εκεί θα αναγγείλει ο χαμός τα οράματά του.

Κι όταν θα είναι πια αργά,

θα σηκωθώ, θα ασπασθώ τους θεατές,

θα υποκλιθώ με δέος στο κοινό

και σιωπηλά θ’ αποχωρήσω.

Μόνο να αποφύγετε το χειροκρότημα,

αυτήν την θλίψη για ένα τέλος ξαφνικό

που έρχεται πάντοτε νωρίτερα.

Ω αγαπημένοι τόποι που σεργιάνισα,

τώρα σε ποιον θα σπαταλήσετε τη νιότη σας;

 

Ο Παναγιώτης Χριστοδούλου μας αφήνει ως πολύτιμη παρακαταθήκη ένα ποιητικό έργο στο οποίο σαφώς καθορίζονται οι ποιητικές του συντεταγμένες, οι ιδεολογικές του αναφορές και οι βαθύτατες υπαρξιακές του ανησυχίες, διαπνεόμενες μάλιστα από το αίσθημα της σεπτής θρησκευτικότητας. Ο λόγος του διαθέτει την δύναμη της λιτότητας και της απλότητας, της συμπύκνωσης και της αφαίρεσης, χωρίς όμως να χάνει ούτε την στόχευσή του, ούτε την συνοχή του, ούτε την συναισθηματική μέθεξη με τον αναγνώστη. Λόγος ώριμος, αλλά όχι στεγνός, λόγος κρυπτικός, αλλά όχι ακατανόητος, λόγος πολυεπίπεδος, αλλά όχι συγκεχυμένος, καταφέρνει να δημιούργησει με την εικονοπλαστική του δεινότητα την κατάλληλη ποιητική συνθήκη, την αρμόζουσα κάθε φορά συναισθηματική ατμόσφαιρα, για να μεταβιβάσει το υψηλής έντασης ενεργειακό του φορτίο στον δέκτη ερεθίζοντας την σκέψη και τον προβληματισμό του με τρόπο απαράμιλλο.

Η διάθεση της μελαγχολίας, της βιωμένης θλίψης και της νοσταλγίας, της αποστέρησης και της ματαίωσης μεταγγίζουν ένα αίσθημα πικρίας, το οποίο μεγεθύνεται με την αναπόληση, τον λυρισμό κάποιες φορές και τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του ανεκπλήρωτου, του έρωτα και του θανάτου, αποκαλύπτοντας την κατεξοχήν ρομαντική φύση του ποιητή και τις αισθητικές του καταβολές.

Η ξενιτιά, ο έρωτας και η αγάπη, ο χρόνος και η επιούσα φθορά, οι μεταφυσικές ανησυχίες και η απώλεια, η ζωή και ο θάνατος, η τραγικότητα της ύπαρξης και η ανθρώπινη μοίρα, είναι οι κυρίαρχες θεματολογικές περιοχές στις οποίες περιδιαβαίνει ο ποιητής σ’ ένα μοναχικό ταξίδι εξιλέωσης από την απομόνωση, αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και την χαμένη πατρίδα, τον χαμένο παράδεισό του, ένα ταξίδι στην χάρτα της προσωπικής του πατριδογνωσίας, που σχηματοποιείται σιγά σιγά σε λέξεις, λέξεις που αιμοδοτούν την ποιητική φλέβα, λέξεις που διαγκωνίζονται με τον ακατάλυτο εσωτερικό τους ρυθμό να γίνουν μεράδι στην αθανασία, επιβεβαιώνοντας τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη: «Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου./ Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ—/ αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».

Επέστρεψα. Σηκώθηκα απ’ τη σκιά του δέντρου, έτρεξα προς

το κλουβί, κρεμασμένο πια για χρόνια στην ηλιόλουστη και

μακρινή μου αυλή, άνοιξα δειλά την πόρτα κι ελευθέρωσα το

πουλί που δεν υπάρχει μέσα κι αυτό πριν φύγει, πριν χαθεί

για πάντα, μου τραγουδά για να μ’ ευχαριστήσει.

 

Πηγή: Fractal

 

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.