Camera obscura | Βάνια Σύρμου

Η Βάνια Σύρμου, συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων «Camera obscura» (εκδόσεις Ιωλκός, 2023), συνομιλεί για το βιβλίο της με την Αλεξάνδρα Σαμοθράκη. Συνέντευξη στο περιοδικό Ο Αναγνώστης.

 

Βάνια Σύρμου : Στα μικροδιηγήματά μου “παίζω” με τον αναγνώστη (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

 

συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη

Η camera obscura , η σκοτεινή αίθουσα μέσα στην οποία προβαλλόταν μια μεγεθυμένη εικόνα του εξωτερικού κόσμου μέσω μιας μικρής σχισμής στον τοίχο, αποτέλεσε ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία άσκησης και μελέτης των λεπτομερειών για τους τους ζωγράφους του 16ου αιώνα. Φέτος μια ελληνική Camera Obscura (εκδ. Ιωλκός), η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Βάνιας Σύρμου, φωτίζει και, φευγαλέα (όσο κρατάει ένα μπονσάι), προβάλει χαρακτήρες της ελληνικής καθημερινότητας που αλλιώς θα περνούσαν απαρατήρητοι. Εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μεταφράστρια, φωτογράφος και συνθέτρια χαϊκού, η Βάνια Σύρμου μας επιτρέπει να δούμε μέσα στην σκοτεινή αίθουσα όπου εξελίσσονται οι 40 διαφορετικές μικροϊστορίες της —αλλά μην βολευτείτε και πολύ στη θέση σας, γιατί αυτό που κάνει καλύτερα απ’ όλα είναι η ανατροπή.

 

Το διήγημα, είναι σαν τον έρωτα, έχει τους δικούς του κανόνες. Ποιους ακολουθήσατε και ποιους απορρίψατε στην Camera Obscura;

Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για κανόνες στον έρωτα. Όσον αφορά όμως στο λογοτεχνικό είδος του διηγήματος μπορούμε σίγουρα να μιλήσουμε για κάποιες θεμελιώδεις αρχές που καθορίζουν την ποιητική του. Τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής «Camera Obscura» ακολουθούν τη φόρμα του μικροδιηγήματος ή της μικρομυθοπλασίας που αναδεικνύει τη στοιχειακή δομή του διηγήματος. Η σύντομη έκταση, η αφηγηματική οικονομία και πυκνότητα, η ελλειπτικότητα της αφήγησης, η διακειμενικότητα αλλά και η υψηλή ένταση και η υπαινικτικότητα είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της φόρμας του μικροδιηγήματος, που το καθιστά ιδιαίτερα απαιτητικό ως λογοτεχνικό είδος. Το γεγονός επίσης ότι ο τρόπος συγκρότησης του νοήματος στο συγκεκριμένο είδος απαιτεί τον ενεργητικό ρόλο του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να συμπληρώσει τα κενά της αφήγησης μέσω των εσκεμμένων σιωπών και υπαινιγμών του συγγραφέα, προσδίδει ακόμη μια ιδιαιτερότητα στο είδος. Ο αναγνώστης δηλαδή ανακαλύπτει συχνά, μπορεί και στο τέλος μέσω της ανατροπής, μια διαφορετική εκδοχή του περιστατικού που περιγράφεται ή ένα περιστατικό που πιθανόν να βρίσκεται πίσω από τη δράση της κύριας ιστορίας. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος με ιδιαίτερη δυναμική που συνεχώς εξελίσσεται και αναδεικνύει νέες δυνατότητες.

 

Η συλλογή διηγημάτων Camera Obscura απαρτίζεται από 40 διηγήματα με, κατά κύριο λόγο, ξεχωριστές ιστορίες. Πώς διαχειριστήκατε τόση πολυφωνία, δεν υπήρχαν στιγμές που οι χαρακτήρες μιλούσαν μέσα στο κεφάλι σας ο ένας πάνω από τον άλλον;

Τα διηγήματα της συλλογής «Camera Obscura» αποτυπώνουν έναν κύκλο συγγραφικής δουλειάς αρκετών χρόνων, που είχε ως κέντρο ενδιαφέροντος τον ίδιο τον άνθρωπο. Η παρατήρηση της καθημερινότητας των ανθρώπων γύρω μου δημιούργησε και τις ιστορίες των ηρώων μου. Οι ήρωες της συλλογής με συνόδευαν παντού, για όσο διάστημα γραφόταν κάθε ιστορία. Μπορώ να πω πως κάποιες φορές, έχοντας αποκτήσει δική τους πλέον υπόσταση, με επισκέπτονταν και μετά την ολοκλήρωση της ιστορίας τους. Συνομιλούσαν μαζί μου, με εξομολογητική διάθεση και κάποιες φορές είχαν τη διάθεση να πιάσουν κουβέντα και μεταξύ τους. Ωστόσο ποτέ οι κουβέντες τους δεν αλληλοκαλύπτονταν. Κάθε ήρωας εξακολουθεί να έχει τη δική του φωνή κι έναν εντελώς διακριτό ρόλο μέσα στη συγγραφική μου πορεία.

 

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν μια παπαδιαμαντοτσεχοφική αναπάντεχη ανατροπή προς το τέλος πολλών διηγημάτων σας. Τη βλέπατε να έρχεται από την αρχή ή φύτρωνε μόνη της στη θέση της;

Η ανατροπή στο τέλος πολλών από τις ιστορίες της συλλογής είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της φόρμας της μικρομυθοπλασίας και συνήθως είναι αυτό που ξαφνιάζει τον αναγνώστη, δίνοντας ως τελική εκδοχή της ιστορίας κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που περιμένει. Η ανατροπή αυτή χτίζεται συνήθως από την αρχή της ιστορίας μέσω της τεχνικής της απόκρυψης και συγκεκριμένων επιλογών στην περιοχή του υπαινικτικού και υπονοούμενου. Δεν λείπουν ωστόσο οι περιπτώσεις που ο ίδιος ο ήρωας μου υποδεικνύει στην πορεία το ανατρεπτικό τέλος.

 

Μου άρεσε επίσης η διεισδυτικότητα της ματιάς σας ή της κάμερας σας, στον ψυχισμό τόσο διαφορετικών χαρακτήρων. Ποιοι χαρακτήρες είναι αξιομνημόνευτοι;

Η «Camera Obscura» μου έδωσε τη δυνατότητα να απαθανατίσω παραστατικά κομβικές στιγμές της ζωής των ηρώων μου. Στιγμές συντριβής και διλημμάτων αλλά και εσωτερικής κατάφασης και αποκαλυπτικής διαύγειας. Κάποιοι από τους ήρωές μου είναι εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα, ενώ κάποιες από τις ιστορίες με παραπέμπουν σε πραγματικά γεγονότα που επενδύθηκαν με τον ιστό της μυθοπλασίας. Συλλέγοντας λοιπόν τις στιγμές αυτές, διαπίστωσα πως σιγά σιγά διαμορφωνόταν ένα καλειδοσκοπικό σύμπαν γεμάτο δοκιμασίες, έρωτα, αγάπη, ενοχές, απώλειες, μοναξιά, θάνατο, προδοσία, ό, τι δηλαδή είχε σημαδέψει τις ζωές των ηρώων μου. Ακριβώς επειδή η κάθε μία απ’ τις στιγμές αυτές είναι πολύτιμη για τους ήρωές μου αλλά και για εμένα, θεωρώ πως όλοι οι χαρακτήρες είναι αξιομνημόνευτοι.

 

Μπορώ να πω και τι δεν μου άρεσε; Πολύ obscura η κάμερα σας! Επειδή σας έχω ζήσει (η Βάνια Σύρμου ήταν φιλόλογος μου στο Γυμνάσιο) ξέρω πως διαθέτετε υποχθόνιο χιούμορ με το οποίο δεν προικίσατε κανέναν χαρακτήρα στα διηγήματά σας. Ήταν συνειδητή επιλογή;

Το χιούμορ είναι πράγματι κάτι που εκτιμώ πολύ και χαίρομαι που το αναφέρεις ως προσωπικό χαρακτηριστικό μου. Το γεγονός ότι δεν «προίκισα» κάποιον από τους ήρωές μου με χιούμορ δεν έγινε συνειδητά. Πιθανότατα ή δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα κάποιων ηρώων ή στη συγκεκριμένη στιγμή της ζωής τους η οποία παρουσιάζεται. Ωστόσο, πολλά διηγήματα διακρίνονται για τη λεπτή ειρωνεία στην αφηγηματική φωνή αλλά και στην οπτική γωνία των ηρώων, όπως για παράδειγμα στα διηγήματα «Forte allegro στον ακάλυπτο», «Big Farm», «Κόμπος γραβάτας», «Τυφλόμυγα». Το γεγονός επίσης πως οι ήρωες των διηγημάτων έρχονται συχνά αντιμέτωποι με το απρόβλεπτο, την ειρωνεία της ίδιας της ζωής ή τα «παιχνίδια της τύχης», γίνεται αυτόματα ο μοχλός για την ενεργοποίηση διλημμάτων που είτε τους οδηγούν σε αδιέξοδο είτε στην αποκαλυπτική διαύγεια που δίνει στην ιστορία αίσιο τέλος.

 

Στην πλειονότητα των διηγημάτων σας, οι ηρωίδες είναι γυναίκες. Πώς διαμορφώνει το φύλο μια ιστορία;

Στα διηγήματα της συλλογής τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα ή και οι αφηγητές τους είναι σε 19 ιστορίες γυναίκες και σε 21 άντρες, εκ των οποίων τα 6 αγόρια ή έφηβοι. Η πλειονότητα ωστόσο των χαρακτήρων είναι γυναικείοι. Από τη στιγμή που μια ιστορία αποτυπώνει στιγμές της ζωής των ηρώων της, ασφαλώς και παίζει ρόλο η ταυτότητα του φύλου τους, γιατί αυτή σε ένα μεγάλο μέρος καθορίζει και την κοινωνική τους ταυτότητα, όσον αφορά στην αλληλεπίδρασή τους με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Τα έμφυλα χαρακτηριστικά των ηρώων αποτυπώνονται συχνά στα βιώματα, τη συμπεριφορά, τον τρόπο σκέψης, την οπτική τους, τη φωνή τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στη μυθοπλασία επιβάλλεται η απόλυτη συμμόρφωση του ήρωα με τα έμφυλα χαρακτηριστικά του, κάθε άλλο μάλιστα .

 

Στην Camera Obscura περιδιαβαίνουν πολλές γάτες, ένα ζώο ιδιαίτερα αγαπητό στους συγγραφείς και στους βιβλιόφιλους ανά τον κόσμο. Ποια χαρακτηριστικά της γάτας την κάνουν τόσο ταιριαστή με τον κόσμο των βιβλίων;

Οι γάτες πρωταγωνιστούν συχνά στη λογοτεχνία. Τις συνοδεύει σχεδόν πάντα ένα γοητευτικό μυστήριο και αποτελούν σύμβολο ανεξαρτησίας, αυτονομίας, τρυφερότητας, εξυπνάδας, παιχνιδιού, πονηριάς και μιας ανεξήγητης γοητείας. Αν κάποιος τις παρατηρήσει προσεκτικά, θα διαπιστώσει πως η κάθε γάτα έχει ξεχωριστή προσωπικότητα και η συμπεριφορά καθεμιάς παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ατομικότητα. Ένας τέτοιος ξεχωριστός γάτος υπήρξε και ο Μηνάς, αγαπημένος γάτος της δικής μου οικογένειας, που τον έβαλα συμπρωταγωνιστή στο διήγημα «Μια ιστορία για τον Μηνά». Θεωρώ λοιπόν πως οι γάτες που διαθέτουν διακριτικότητα, ηρεμία, συντροφική διάθεση, και ίσως μια νωχέλεια ως βασικά χαρακτηριστικά, είναι εκείνες που γίνονται αγαπητές στους βιβλιόφιλους ανά τον κόσμο.

 

Ο προαναφερθείς πίνακας αρχικά είχε αποδοθεί στον Ρέμπραντ και, στη συνέχεια, σχεδόν έναν αιώνα αφού αποδόθηκε ορθώς στον Βερέερ, αποκαλύφθηκε πως πίσω από την κοπέλα απεικονιζόταν ένας πίνακας ενός Ερωτιδέα. Τελικά η λογοτεχνία είναι το γράμμα που κρατάει η κοπέλα, το ανοιχτό παράθυρο, ο κρυφός πίνακας ή όλα αυτά μαζί; Και τελικά ποια εκδοχή ενός έργου είναι η ολοκληρωμένη;

Είχα πράγματι παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον την σχετική αρθρογραφία για την αποκατάσταση του συγκεκριμένου έργου του Γιοχάνες Βερμέερ, που είναι από τους αγαπημένους μου ζωγράφους, και μου είχε κάνει εντύπωση η σχετική δήλωση του διευθυντή του Μουσείου της Δρέσδης, Stephan Koja: «Με την ανάκτηση του Έρωτα στο παρασκήνιο, η πραγματική πρόθεση του ζωγράφου, μπορεί σήμερα να αναγνωριστεί. Πέρα από το φαινομενικά ερωτικό πλαίσιο, πρόκειται για μια θεμελιώδη δήλωση σχετικά με τη φύση της αληθινής αγάπης. Αρχικά είχαμε κοιτάξει μόνο ένα στοιχειώδες. Τώρα μπορούμε να το αντιληφθούμε ως βασική εικόνα στο έργο του». Η αποκάλυψη δηλαδή του ερωτιδέα αποκαλύπτει ταυτόχρονα και την πραγματική πρόθεση του ζωγράφου δίνοντας στον πίνακα νέα διάσταση και περιεχόμενο.

Όσον αφορά στον παραλληλισμό των στοιχείων του πίνακα με τη λογοτεχνία, θα μπορούσαμε να τον δεχτούμε, αν θεωρήσουμε πως το γράμμα αντιστοιχεί στη λογοτεχνική γλώσσα, το ανοιχτό παράθυρο στη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την πρωτοτυπία και ο κρυφός πίνακας στην πρόθεση του δημιουργού. Ο δημιουργός είναι αυτός που θα κρίνει πότε το έργο του είναι ολοκληρωμένο. Από τη στιγμή που το έργο φεύγει από τα χέρια του δημιουργού, ξεκινά το δικό του ταξίδι στην ιστορία, που μπορεί να έχει και περιπέτειες, όπως ο πίνακας του Βερμέερ.

 

Κανείς γονιός δεν θα παραδεχτεί πως δεν αγαπάει το ίδιο τα παιδιά του, αλλά ποιο διήγημά σας σας άρεσε περισσότερο και γιατί;

Θα συμφωνήσω απόλυτα με την παραδοχή αυτή. Κάθε διήγημα της συλλογής έχει μια ιδιαίτερη θέση στο μυαλό και την καρδιά μου. Αν έπρεπε όμως να ξεχωρίσω οπωσδήποτε κάποιο, θα έλεγα πως είναι το «Στρώμα διπλό», επειδή ήταν το πρώτο διήγημά μου που δημοσιεύτηκε και μου έδωσε ξεχωριστή χαρά που θα θυμάμαι πάντα.

 

Μοιάζει σε τίποτε η λογοτεχνία με την φωτογραφία και αν ναι σε τι;

Ο σπουδαίος φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν είπε πως «η φωτογραφία δεν είναι μετείκασμα, αντιγραφή της πραγματικότητας, αλλά δημιούργημα του μυαλού μας. Η φωτογραφία είναι ό,τι επιλέγουμε εμείς θεληματικά από τον περίγυρο να απομονώσουμε, ή ό,τι στήνουμε εντός του, δίνοντας έτσι στην εικόνα που διαλέξαμε ένα κατ’ αρχάς σκοτεινό ή φανερό νόημα». Νομίζω πως στις φράσεις αυτές βρίσκεται το κοινό σημείο ανάμεσα στη φωτογραφία και τη λογοτεχνία. Επιλογή, δημιούργημα, σκοτεινό ή φανερό νόημα είναι οι λέξεις κλειδιά. Θα προσέθετα την αφηγηματικότητα. Η ανάγνωση του φωτογραφικού κειμένου δεν διαφέρει πολύ από την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου: Αναγνωρίζουμε βασικά οπτικά στοιχεία που συνιστούν τη δομή του και καλούμαστε να δώσουμε νόημα σε αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο και τις συνθήκες λήψης της φωτογραφίας, όπως και την ταυτότητα του λήπτη. Αντίστοιχες διαδικασίες ακολουθεί συνειδητά ή ασυνείδητα ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου. Επομένως η αφηγηματικότητα της φωτογραφίας δεν βασίζεται απλά στα δισδιάστατα χαρακτηριστικά της αλλά σε αυτό που η θεωρητικός της φωτογραφίας, Ariella Azoulay ονομάζει «φωτογραφικό γεγονός». Αγαπώ πολύ την τέχνη της φωτογραφίας και σε κάποια διηγήματα μου, όπως στα «Πρόσωπα και προσωπεία», «Φωτογραφίες στο κουτί», «Συλλέκτης στιγμών», οι φωτογραφίες αποτελούν και το βασικό θέμα των ιστοριών. Η έκφραση με την έννοια της κειμενικής περιγραφής ενός εικαστικού έργου τέχνης, όπως η φωτογραφία, αποτελεί έναν από τους αφηγηματικούς τρόπους που επιλέγω και χρησιμοποιώ συχνά στα κείμενά μου προκειμένου να έχω εναργείς εικόνες. Ο τίτλος εξάλλου της συλλογής, «Camera Obscura» μαρτυρεί την ύπαρξη μιας φωτογραφικής ματιάς σε πρόσωπα και πράγματα.

 

Τι φταίει που οι Έλληνες δε διαβάζουν;

Δεν μπορώ να πω με σιγουριά πως οι Έλληνες δε διαβάζουν. Το τοπίο στο χώρο του βιβλίου, των εκδόσεων και των αναγνωστών συνεχώς μεταβάλλεται, όπως μεταβάλλονται και οι αναγνωστικές επιλογές του κοινού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ, 2022) για την αναγνωστική συμπεριφορά στην Ελλάδα, το ποσοστό της αναγνωστικής έντασης και του μέσου πλήθους των βιβλίων που διάβασαν οι αναγνώστες έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία. Χαρακτηριστική είναι και η βελτίωση το πολιτισμικού κεφαλαίου των αναγνωστών που επηρεάζει την αναγνωστική συμπεριφορά τους. Η λογοτεχνία έχει πάντα την πρώτη θέση στις αναγνωστικές επιλογές. Τα μέσα μαζικής δικτύωσης έχουν επηρεάσει θετικά το αναγνωστικό κοινό όσον αφορά στην ενημέρωση και την πληροφόρηση για τα βιβλία και τις νέες εκδόσεις. Παρατηρείται ακόμα αύξηση των εφήβων αναγνωστών που, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι οποίοι ενημερώνονται για τις αναγνωστικές επιλογές τους από εκθέσεις και παρουσιάσεις βιβλίων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Το παιδικό βιβλίο απ΄ την άλλη έχει τον υψηλότερο δείκτη ανάγνωσης. Τα audio books επίσης έρχονται δυναμικά να βρουν τη θέση τους στην αγορά, παρακολουθώντας τους νέους ρυθμούς στη ζωή μας. Η έλλειψη του ελεύθερου χρόνου είναι βέβαια ο βασικός παράγοντας που περιορίζει τη διάθεση ανάγνωσης στους ενήλικες και νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουν με αυτό. Σίγουρα ωστόσο, η αύξηση του ποσοστού του αναγνωστικού κοινού όλων των ηλικιών παραμένει επιθυμητός στόχος.

 

Πώς θα μπορούσε το ελληνικό σχολείο να παράξει πορωμένους αναγνώστες;

Η αγάπη για το βιβλίο πιστεύω πως καλλιεργείται από μικρή ηλικία και εξοικειώνει τα παιδιά με συμπεριφορές και μηχανισμούς ανάγνωσης. Η εδραίωση της ανάγνωσης βιβλίων ως συνήθειας στη καθημερινή ζωή των παιδιών, συμβάλλει στην ανάπτυξη της φαντασίας και της περιέργειας, στην ψυχική τους ωρίμανση και φυσικά στη γλωσσική τους ανάπτυξη.

Συχνά διαβάζω στους μαθητές μου ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τσβετάν Τοντορόφ «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο», όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η λογοτεχνία διευρύνει τον κόσμο μας, μας παροτρύνει να φανταστούμε άλλους τρόπους για να τον προσλαμβάνουμε και να τον οργανώσουμε. Η λογοτεχνία ανοίγει στο άπειρο αυτή τη δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας με τους άλλους και έτσι μας εμπλουτίζει απεριόριστα. Πέρα από το να παρέχει μια απλή τέρψη, μια ψυχαγωγία, επιτρέπει στον καθένα να ανταποκριθεί καλύτερα στην κλίση του, να είναι ανθρώπινος». Θεωρώ πως στα λόγια αυτά συνοψίζεται η προσφορά και η σημασία της λογοτεχνίας για όλους.

Ο ρόλος του σχολείου είναι καθοριστικός στην προσπάθεια καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας καλύπτοντας ιδιαίτερα το κενό στις περιπτώσεις παιδιών που δεν έχουν τις ευκαιρίες να αναπτύξουν την αγάπη τους για τα βιβλία μέσα στην οικογένεια. Οι σχολικές βιβλιοθήκες, όπου υπάρχουν, καλό είναι να λειτουργούν σαν ένας χώρος φιλικός προς τους μαθητές, εμπλουτισμένες με νέους τίτλους βιβλίων που να ανταποκρίνονται και στα σύγχρονα ενδιαφέροντα των παιδιών. Επίσης καλό είναι να διοργανώνονται δράσεις φιλαναγνωσίας μέσα στο χώρο του σχολείου, (π.χ διαγωνισμοί, εργαστήρια, συζητήσεις με συγγραφείς και μεταφραστές) ενταγμένες στο ωρολόγιο σχολικό πρόγραμμα. Είναι γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν τις αναγνωστικές συνήθειες τόσο των μεγάλων όσο και των νέων. Οι ιστοσελίδες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ηλεκτρονικά φόρα για τα βιβλία μπορούν να προωθήσουν την ανάγνωση, καθώς και τη συγγραφή, αρκεί να υπάρχει η πρόθεση από την πλευρά του αναγνώστη να τα αναζητήσει. Οπότε το σχολείο μπορεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες και προς αυτή τη θετική κατεύθυνση. Ο ρόλος τέλος των εκπαιδευτικών είναι καθοριστικός για τη διαμόρφωση νέων αναγνωστών. Είναι εκείνοι που μέσω της γνώσης τους και της προσωπικής τους αγάπης για τη λογοτεχνία θα αποτελέσουν πρότυπο αναγνωστών για τους μαθητές τους.

 

Πηγή: Ο Αναγνώστης

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.