Θεριστές της νύχτας | Η σχολική ποδιά

Διήγημα: «Η σχολική ποδιά»

Του Αθανάσιου Πάσχου

Έχουν περάσει περίπου τέσσερις δεκαετίες από τότε που η μυρωδιά της καινούριας σχολικής ποδιάς έβαζε τέλος στις καλοκαιρινές διακοπές μου και σηματοδοτούσε την αρχή του φθινοπώρου. Κάθε χρόνο, ο πατέρας μού έφερνε από το μαγαζί που εργαζόταν την μπλε ποδιά, την οποία με λαχτάρα φορούσα σαν το πιο πολύτιμο ένδυμα. Το χρώμα της, μάλιστα, έγινε σημείο αναφοράς στη ζωή μου. Το μπλε του ουρανού. Το μπλε της δυσκολίας της ζωής. Το μπλε χρώμα του σχολείου.

Το σχολείο σε οδηγεί με το σκληρό αγώνα και το μόχθο της καλλιέργειας ν’ ανέβεις στην κλίμακα των ανθρώπινων αξιών. Εποχή με δασείες και περισπωμένες, βραχέα και μακρά φωνήεντα. Μακρύς και ο χάρακας του δάσκαλου που στιγμάτιζε τις ανοιχτές παιδικές παλάμες σε κάποια αταξία ή στην παραμέληση των μαθητικών υποχρεώσεων. Σε προετοιμάζει για το δύσκολο ταξίδι. Την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Πόνους και ματαιώσεις.

Μόλις είχε κτυπήσει ο επιστάτης την κουδούνα για διάλειμμα τραντάζοντάς τη δυνατά στον αέρα. Πήγαινα Τετάρτη Δημοτικού. Ορμήσαμε έξω να χαρούμε την ολιγόλεπτη ελευθερία γύρω από το τεράστιο πεύκο που υπήρχε στο κέντρο του προαύλιου. Μικροσκοπικός όπως ήμουν, έτρεξα προς την Ουρανία που μου άρεσε, κόρη της δασκάλας μου, με σκοπό να την τρομάξω. Λίγο πριν την ακουμπήσω, ένα μεγαλύτερο παιδί έπεσε πάνω μου και βρέθηκα χωρίς ισορροπία κατόπιν να πέφτω κι εγώ με φόρα στον πλησιέστερο τοίχο. Η μπλε ποδιά γέμισε αίματα. Με πήγαν στο διευθυντή κι αποκεί σε γιατρό για ράμματα στο κεφάλι. Ένιωσα ήρωας, μα δεν κέρδισα τη συμπάθεια της Ουρανίας.

Ακόμη θυμάμαι τους περιπάτους που πιασμένοι χέρι χέρι με το διπλανό μας σε δυάδες τραγουδούσαμε σ’ έναν άτυπο διαγωνισμό με τα κορίτσια το Ήταν ένα μικρό καράβι. Εμείς θέλαμε να ρίξουμε στη θάλασσα τα κορίτσια και αυτά να ρίξουν εμάς. Η αέναη κόντρα αγοριών και κοριτσιών που τρέφεται από τη μύχια ανάγκη του ενός για τον άλλο, αλλά και την επιθυμία της επιβολής στο άλλο φύλο.

Οι στενοί χωματόδρομοι αποκτούσαν χρώμα. Οι μπλε ποδιές έδιναν την εντύπωση μικρής ανθρώπινης θάλασσας. Όπως χοροπηδούσαμε με τις μπλε ποδιές και τους λευκούς γιακάδες, μοιάζαμε με κύματα ζωής. Όνειρο ευοίωνο κι ελπίδα για τη φτωχική συνοικία.

Βέβαια, το μπλε χρώμα της ποδιάς μέχρι το μεσημέρι συννέφιαζε από το χώμα και τη σκόνη που σηκώναμε με το τρέξιμο και τα άλλα παιχνίδια. Το μπλε, όμως, μέσα μας δεν έφευγε ούτε θα φύγει ακόμα κι όταν τα μάτια μας γεμίσουν χώμα.

Όταν τελείωνα την Πέμπτη Δημοτικού, καταργήθηκε η ποδιά κι έτυχε ν’ αλλάξω και σχολείο. Τελείωσε το παραμύθι. Έπρεπε να προσέχω καθημερινά τα ρούχα που φορούσα. Πολλές φορές, μάλιστα, ένιωθα μειονεκτικά και ζήλευα τα άλλα παιδιά βλέποντάς τα να φορούν καλύτερα κι ακριβότερα ρούχα.

Το παλιό δημοτικό γκρεμίστηκε για να χτιστεί πολυκατοικία. Η κουδούνα του επιστάτη μπήκε στο μουσείο μαζί με την μπλε ποδιά. Η ανάμνηση της ποδιάς, όμως, έγινε ένα όνειρο που με στοιχειώνει. Γιατί δε με έφερε κοντά στον ουρανό, αλλά στη νοσταλγία και στην πίκρα ενός δύσκολου κι αξόδευτου ταξιδιού πάνω στη σχεδία του Οδυσσέα.

 

*. Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο του Αθανάσιου Πάσχου, «Θεριστές της νύχτας», εκδόσεις Ιωλκός.

 

 

Πηγή | Copyright: Fractal | Εκδόσεις Ιωλκός

Κλείσιμο
Κλείσιμο
Καλάθι (0)

Κανένα προϊόν στο καλάθι σας. Κανένα προϊόν στο καλάθι σας.